
Από τότε που επιβλήθηκε η καραντίνα, στη χώρα δεν κατέβηκα… Μόνο μέσα από φωτογραφίες στα Μέσα βλέπω τη νεκρωμένη Απλωταριά και τι σκέφτομαι; Ότι μια φορά κι έναν καιρό, όπως λέγαμε και στα παραμύθια, η Απλωταριά ήταν για να χαλάμε τις… σόλες των παπουτσιών μας ανεβοκατεβαίνοντας με τις ώρες, που λέει ο λόγος.
Οι περισσότεροι από εμάς, αγόρια και κορίτσια, άλλη δουλειά δεν κάναμε από το να πηγαινοερχόμαστε στον εμπορικότερο δρόμο της πόλης για να «κλέψουμε» ένα χαμόγελο, μια ματιά, να πετάξουμε και κανένα πειραγματάκι.
Και είχαμε και την αγωνία, αφού ανεβαίναμε μέχρι πάνω, αν στην επιστροφή θα ξανασυναντούσαμε τον ή την αγαπημένη μας για εκείνη τη μοναδική ματιά για την οποία ζούσαμε τότε. Αφού σ΄ αυτή τη ματιά, ανέτειλε και σ’ αυτή έδυε ο ήλιος του κρυφού μας έρωτα. Και τι καημός όταν, στην επιστροφή, «τρώγοντας» με το βλέμμα μας τους διερχόμενους, δεν συναντούσαμε το αντικείμενο του πόθου μας. Σκέτη καταστροφή και δυστυχία…
Έτσι, μόλις τελειώναμε το σχολείο, έπρεπε οπωσδήποτε να κάνουμε τη βόλτα μας. Βέβαια, άλλες φορές στεκόμασταν τυχεροί και άλλες άτυχοι. Όμως η Απλωταριά ήταν εκείνη που μας έδινε τη χαρά ή τη λύπη για το υπόλοιπο της ημέρας. Αφήστε πια τις παραμονές των μεγάλων εορτών. Τότε ήταν που δημιουργούταν στην κυριολεξία το αδιαχώρητο. Ο ένας κουτουλούσε πάνω στον άλλον και μάλιστα δημιουργούνταν ρεύματα ανόδου και καθόδου. Εκτός από τον πιο εμπορικό, η Απλωταριά αποτελούσε και τον πιο ερωτικό δρόμο της πόλης. Ήταν τον καιρό εκείνο που οι σχέσεις μεταξύ των νέων ήταν απαγορευμένες δια ροπάλου και μια ματιά μόνο έφτανε να μας απογειώσει…
Σιγά - σιγά όμως η Απλωταριά έμεινε μόνο εμπορικός δρόμος. Οι νέοι και οι νέες μας τώρα πια συχνάζουν στις καφετέριες, μιλούν και φλερτάρουν χωρίς φόβο, απολαμβάνουν την ελευθερία τους. Άλλη γλύκα όμως δεν είχε πιο παλιά; Πάντως φέτος, πολύ φοβάμαι ότι και τις γιορτινές μέρες η Απλωταριά θα παραμείνει νεκρή…
Του Δημήτρη Φρεζούλη







































