
Ένας γιος πήγε τον πατέρα του σε ένα εστιατόριο για βραδινό δείπνο. Ο πατέρας ήταν πολύ γέρος και αδύναμος, ενώ έτρωγε, έριξε φαγητό στο πουκάμισο και στο παντελόνι του. Άλλοι πελάτες τον έβλεπαν με αηδία, ενώ ο γιος του ήταν ήρεμος.
Αφού τελείωσε το φαγητό του, ο γιος του που δεν ήταν καθόλου ντροπιασμένος, τον πήγε αθόρυβα στην τουαλέτα, σκούπισε τα σωματίδια τροφής, αφαίρεσε τους λεκέδες, χτένισε τα μαλλιά του και έβαλε τα γυαλιά του σταθερά. Όταν βγήκαν έξω, όλο το εστιατόριο τους παρακολουθούσε σε νεκρή σιωπή, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν πώς κάποιος θα μπορούσε να ντροπιάσει τον εαυτό του δημόσια έτσι. Ο γιος τακτοποιηθεί το λογαριασμό και άρχισε να βγαίνει με τον πατέρα του.
Ένας γέρος ανάμεσα στους πελάτες κάλεσε τον γιο και τον ρώτησε: "δεν νομίζεις ότι έχεις αφήσει κάτι πίσω;".
Ο γιος απάντησε: "όχι κύριε, δεν έχω".
Ο γέρος απάντησε: "Ναι, έχεις! Άφησες ένα μάθημα για κάθε γιο και ελπίδα για κάθε πατέρα".
Ηθικό δίδαγμα: να φροντίζουμε αυτούς που κάποτε νοιάζονταν για μας είναι μία από τις υψηλότερες τιμές. Όλοι ξέρουμε, πως οι γονείς μας νοιάζονταν για μας για κάθε μικρό πράγμα. Να τους αγαπάς, να τους σέβεσαι, και να τους νοιάζεσαι.
«ΣΕΙΣΜΟΣ»
Από αναγνώστη μας: «Αξιότιμε κ. Φρεζούλη. Με την ευκαιρία του άρθρου σας για τις καμπάνες θέλω να σας αναφέρω και τη δική μου προσωπική εμπειρία. Ο θείος μου έχει στην κατοχή του, στο χωριό Αρμόλια, κατοικία που έχει την ατυχία να βρίσκεται στα πέντε μέτρα από το καμπαναριό. Εάν βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι, πέντε δευτερόλεπτα πριν αρχίσει να χτυπάει η ηλεκτρική καμπάνα, αρχίζει ένας υπόκωφος θόρυβος ώστε νομίζεις ότι γίνεται σεισμός. Ο παπάς, παρά τις οχλήσεις του, δεν δίνει δεκάρα και συνεχίζει το βιολί του. Ο άνθρωπος έχει αγανακτήσει και έχει βγάλει το σπίτι του για πούλημα και παρά την χαμηλή τιμή του δεν βρίσκεται αγοραστής. Έχει συμβεί να είναι άνθρωποι που ενδιαφέρονται την ώρα που χτυπάει η καμπάνα, και να το βάζουν στα πόδια. Κάπου να μπει ένα φρένο με τους χριστιανοταλιμπάν. Ευχαριστώ.
Υ.Γ.: Δεν επιθυμώ δημοσίευση των στοιχείων μου για ευνόητους λόγους».
Του Δημήτρη Φρεζούλη