

Σκεφτόμουν, ανήμερα τα Χριστούγεννα, καθώς βράδιαζε, τι ετοιμασία είχαμε με τη γυναίκα μου κάποια άλλα χρόνια πριν για εκείνο το βράδυ. Είχε κανονιστεί η παρέα με φίλους καλούς και αγαπητούς και είχε από ημέρες κλειστεί το τραπέζι για το βραδινό ρεβεγιόν. Δεν το έλεγαν βέβαια τότε ρεβεγιόν αλλά χοροεσπερίδα και, μάλιστα, δεν υπήρχε κέντρο στο οποίο κάποιος σύλλογος ή σωματείο να μη διοργάνωνε κάτι παρόμοιο. Και αν δεν φρόντιζες να κλείσεις τραπέζι εκ των προτέρων, μπορεί να γύριζες και όλο το βράδυ, να μην έβρισκες και να έμενες «μπουκάλα»…
Έβαζες λοιπόν τα πιο καλά σου, μιας και το «καλούσε» η μέρα, πήγαινες στο κέντρο, στρίμωχνες και στριμωχνόσουν, τελικά βολευόσουν όπως - όπως και άρχιζε ο χορός που μόνο χορός δεν ήταν. Προσπαθούσες να χορέψεις, αλλά πώς να χορέψεις με τέτοιο συνωστισμό στην πίστα; Απλά «περπατούσες» στο ρυθμό της μουσικής, καθόσουν και φτου κι από την αρχή… Άσχετα βέβαια από όλα τα παραπάνω, όμορφα ήταν. Υπήρχε διάθεση και κέφι, τα αστεία έδιναν και έπαιρναν, το γλεντούσες, έτσι κι αλλιώς.
Αυτά μια φορά κι έναν καιρό… Μεγαλώνοντας μας πήρε η κάτω βόλτα. Κι εγώ δεν ξέρω, πόσα χρόνια έχουμε να πάμε σε ένα τέτοιο ρεβεγιόν. Θα μου πείτε, δεν γεράσατε κιόλας βρε αδελφέ, να τα βάψετε μαύρα. Μωρέ δεν γεράσαμε, αλλά μας έφυγε εκείνη η διάθεση, η όρεξη και ο ενθουσιασμός που είχαμε πιο μικροί. Τώρα όλα μας φαίνονται «βουνό» και για να κάνουμε κάτι το σκεπτόμαστε χίλιες φορές. Πού άλλα χρόνια που πετούσαμε τη σκούφια μας κι «όπου πόρτα και μαντίλι δέξου και τον κυρ-Βασίλη.
Γι' αυτό λένε ότι «…ου γαρ έρχεται μόνο»! Ευτυχώς υπάρχουν κι οι ταβέρνες. Ας είμαστε τουλάχιστον καλά…
Του Δημήτρη Φρεζούλη
***Στην κάτω φωτό Γιώργης Μερούσης, Σταύρος Μιχαηλίδης, Μανώλης Ξύδας και Γιάννης Βλάχος έτοιμοι για το σερβίρισμα στο κέντρο Γιαμού στον Καρφά (αρχείο Σταύρου Μιχαηλίδη).