Από τον Χαράλαμπο Σαχτούρη η αποτίμηση του βιβλίου «Χίος οι πρόσφυγες της Κατοχής», τον οποίο ευχαριστώ θερμά:
«Φίλε μου, Δημήτρη. Με το πλήρωμα του χρόνου (χρόνου αρκετού, είναι η αλήθεια), φυλλομέτρησα, διάβασα και οδοιπόρησα μέσα στις σελίδες του δεύτερού σου πονήματος τοπικής (χιακής παναπεί) και όχι μόνο ιστορίας. Δεν θα μιλήσω για τη μαστοριά της γραφής σου, για τη μοναδικότητα που διαθέτεις να καταπιάνεσαι με τα ασήμαντα της καθημερινότητας και να τους προσδίδεις ανεξίτηλη, διαχρονική λάμψη (πόσω μάλλον για τα μεγάλα και τα σημαντικά, όπως το θέμα της κατοχικής προσφυγιάς). Ούτε για την αψεγάδιαστη και ελκυστική έκδοση, από την αγαπητή μας ομάδα του «Άλφα -Πι». Αυτά είναι στοιχεία εγνωσμένης αξίας, δεν αμφισβητούνται ούτε από τους κακοπροαίρετους κι έχουν γραπτά και προφορικά επισημανθεί από προσωπικότητες της γραφής και της κριτικής σκέψης, σημαντικότερες από την ταπεινότητά μου.
Θα σταθώ μόνο στον τρόπο που χειρίστηκες το θέμα «ΙΣΤΟΡΙΑ». Μια έννοια κακοπαθημένη, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο από τους αυτόκλητους προσεγγιστές της, αλλά κι από τους ίδιους τους ιστορικούς, αφού ο καθένας φωτίζει τα γεγονότα από την πλευρά που τον εξυπηρετεί ιδεολογικά, κομματικά, τοπικιστικά, συμφεροντολογικά… Έτσι, μέσα στον κυκεώνα που δημιουργείται, ο ανυποψίαστος αναγνώστης μπερδεύεται τόσο, που η ΑΛΗΘΕΙΑ στέκεται εντός του διαρκώς υπό αίρεση. Η μικρή μου εμπειρία, ωστόσο, και η εξ απαλών ονύχων αγάπη μου προς το δίδυμο αυτό (ιστορία και αλήθεια), με οδήγησαν στο συμπέρασμα, πως την ιστορική αλήθεια την κατακτάς μέσα από τη «φωνή» των δρώντων (πρωταγωνιστικά ή μη) στα γεγονότα, αφού η προσέγγιση αυτή αποτελεί τη συνισταμένη των δεσμών φωτός, που αναδεικνύουν τα γεγονότα.
Κι εδώ, στο βιβλίο σου «ΧΙΟΣ – ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», αγαπητέ μου Δημήτρη, αυτή μου τη διαχρονική αναζήτηση, την κάλυψες σε βαθμό μείζονα. Άφησες να μιλήσουν οι πρωταγωνιστές, χωρίς να αισθάνονται ότι γράφουν (μαζί με την προσωπική τους) την τοπική και την γενικότερη ιστορία, με αποτέλεσμα να γίνεται ορατή η συνύπαρξη της ιστορίας και της αλήθειας, μέσα από την οπτική των πολλών, μέσα από τη ματιά του συνόλου των δρώντων. Κι από την άποψη αυτή, που τη θεωρώ πολύ σημαντική στην προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας, πρόσφερες τα μέγιστα. Οπότε το «ευχαριστούμε σε», αποβαίνει ελάχιστο, μπροστά στο μέγεθος του πονήματος.
Περιττό βέβαια να επισημάνω ότι πρόκειται για ένα βιβλίο, που δεν το διαβάζεις και το παρατάς, αλλά όπως και το «αδελφάκι» του για τη Ζωή στην Κατοχή, το τοποθετείς σε βολική θέση της βιβλιοθήκης, για να το ανασύρεις όποτε χρειάζεσαι σχετικές, ανόθευτες πληροφορίες. Ελπίζω να μη λείψει από τα ράφια καμιάς χιώτικης βιβλιοθήκης».
Δημήτρης Φρεζούλης