
Θάλασσα σε μικρούς κόλπους, γαλήνια να γλείφει τη χρυσή άμμο ή τα πολύχρωμα χαλίκια σε δεκάδες ακρογιαλιές πλασμένες στα ανθρώπινα μέτρα.
Θάλασσα με ανοιχτούς ορίζοντες βαθυγάλανη, απέραντη, απεριόριστη, αγέραστη, πάντα διαφορετική και πάντα ίδια.
Θάλασσα που πάνω της ξεπροβάλλουν άυλα διάφανα νησάκια σαν να λικνίζονται, που αμφιβάλλεις αν είναι αληθινά ή οπτασία.
Αγριεμένη θάλασσα που στέλνει αμέτρητα λευκόχαιτα κοπάδια αλόγων να κατακτήσουν τη στεριά, που χιμούν με μανία και ήχο σαν αλαλαγμοί αμέτρητου στρατού καθώς ξεσπά πάνω σε βράχια απότομης ακτής.
Η διαρκής κίνηση της θάλασσας με τις ατελείωτες εικόνες και τις άπειρες μεταβολές.
Παρατηρώντας την καταλαβαίνεις τι ήθελε να πει ένας Έλληνας λέγοντας πως τα «πάντα ρει».
Η ψυχή είναι σαν τη θάλασσα.
Κυλά. Μεταβάλλεται. Αλλάζει μορφές. Άλλοτε στη γαλήνη, άλλοτε στο ξέσπασμα. Στο θυμό, στην οργή, στην πραότητα, στην υποταγή. Στο βάθος και στην επιφάνεια. Στο κοντινό και στο μακρινό. Το γνωστό και το άγνωστο. Το ήμερο και το ατίθασο.
Η ψυχή σαν τη θάλασσα, εχθρός και φίλος συνέχεια, αλλάζοντας και όμως βαθιά πάντα ίδια.
Το απομόνωσα από το βιβλίο του Νίκου Κ. Κυριαζή «Αρταβάζος ο Πέρσης» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1994).
***Θάλασσα αλησμόνητη αγάπη που με καρτεράς ανανεωμένη και παρθενική. Που έχεις χιλιάδες εραστές όταν ρίχνονται ξαναμμένοι στην αγκαλιά σου. Σ’ αγαπώ σαν δική μου και σαν των άλλων, όπως κανείς αγαπά το Θεό. Νερά του νησιού μου που χρόνια θωπεύουν την όρασή μου, «νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα» (Διονύσιος Σολωμός).
Του Δημήτρη Φρεζούλη