

Ελάτε, καμάρια μου! Ελάτε! Απάνω σε ζωάδικο εγώ δεν θα σας βάλω, δεν θα αντέξει η καρδιά τον πόνο τον μεγάλο». Η Σταυρινή, ανεβασμένη σε έναν σωρό από πέτρες, σε μια χουβέλη, όπως θα έλεγαν οι ντόπιοι, τραγουδά τα στιχάκια της για να μαζέψει γύρω της το κοπάδι. Η στεντόρεια φωνή της χάνεται στα βάθη του οροπεδίου για να εμφανιστούν σιγά σιγά ο Μονογιός, η Λαζαρούλα, ο Δωρακιανός, η Παπαρίζου και το Φυστικοβουτηράκι. Εκατό είναι στο σύνολο τα κατσίκια και τα πρόβατα της Σταυρινής και τα γνωρίζει όλα με το όνομά τους. «Τα καμάρια στο μαντρί μου είναι η μόνη συντροφιά μου, η χαρά στη μοναξιά μου. Τα ’χω και τα καμαρώνω και ποτέ δεν τα βεργώνω», συνεχίζει το τραγούδι της, ταΐζοντας τα ζώα της, η τελευταία από την παλιά γενιά των νομάδων κτηνοτρόφων που ζουν στο Αίπος.
Τη συναντήσαμε σε αυτόν τον αχανή, λιθόσπαρτο ορεινό όγκο της βορειοανατολικής Χίου, σχεδόν στη μέση του πουθενά. Αφήσαμε το αυτοκίνητο περίπου ένα χιλιόμετρο πριν από τη μάντρα της και συνεχίσαμε με τα πόδια στον χωματόδρομο που οδηγεί στον Αστυφιδόλακκο. Δεξιά και αριστερά, τα περισσότερα «γυρίσματα», δηλαδή τα περιτριγυρισμένα με πέτρινα τοιχογύρια χωράφια, στέκουν έρημα. Οι βοσκοί που απομένουν στο Αίπος μετρούνται πια στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ανάμεσα στους «Σωρούς της Γριάς», τα μυστηριώδη βουναλάκια από στοιβαγμένες γκρι πέτρες, άγνωστης ηλικίας και προέλευσης, που μαρτυρούν μια μακρόχρονη ανθρώπινη παρουσία και τροφοδοτούν τους θρύλους του άγριου αυτού τόπου, ξεχωρίζει το Μπουλάδικο: η μάντρα της Σταυρινής Μπουλά-Μπαριτάκη, που σπάει τη σκληράδα του άγονου τοπίου με την πρασινάδα των δέντρων της.
Γεννήθηκε στον Βροντάδο, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σε μια οικογένεια κτηνοτρόφων, πάππου προς πάππου. Από μικρή ήθελε να μάθει γράμματα και να γίνει δικηγόρος, για να μπορεί να υπερασπίζεται τους αγράμματους βοσκούς, που συχνά έχαναν το δίκιο τους στα δικαστήρια και πλήρωναν αδρά για τις ζημιές των ζώων τους. Δεν τα κατάφερε όμως· πήγε μόνο δημοτικό.
«Δύο φορές ο πατέρας μου μου ’καψε τα βιβλία για να μην πηγαίνω σχολείο», λέει με παράπονο η γυναίκα με το ηλιοκαμένο πρόσωπο. «Ήμουν έντεκα μηνών όταν πέθανε η μάνα μου και από τότε με ’βαζε σε ένα κοφίνι και με ’φερνε στο βουνό. Κάθε χρόνο άλλαζα τρία σχολεία. Τρεις μήνες πήγαινα στον Βροντάδο, τρεις στη Λαγκάδα, τρεις στον Δαφνώνα».
Ασπασία Κάκαρη, Καθημερινή. Φωτογραφίες Γιάννης Κωσταρής
Διαβάστε περισσότερα στην έκδοση «Οι Τόποι μας – Χίος», που κυκλοφορεί την Κυριακή 20 Ιουλίου με την Καθημερινή.