
Δεν θα παρεξηγηθεί με το… θρύλος, καθότι βαμμένος Παναθηναϊκός, αλλά ο Τάσσος Ντούλος, αυτό είναι στο χώρο της εστίασης.
Από τους παλιούς εστιάτορες, έφυγε από τον χώρο της κουζίνας και όχι μόνο μόνο, μετά από 46 χρόνια σκληρής εργασίας, με μια σύνταξη λίγο πάνω από 1000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης και θαλάσσιας υπηρεσίας 10 ετών, για την οποία έλαβε επιπροσθέτως 98 ολόκληρα ευρώ μηνιαίως, χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη γι’ αυτό κανένας πολιτικός ή πολιτειακός παράγοντας να... αυτοκτονήσει.
Ο Τάσσος Ντούλος γεννήθηκε στα Φλάτσια, όταν έφυγαν… οι Γερμανοί. Δύσκολα τα μεταπολεμικά χρόνια, απ’ το 1944 και μετά, με υποχρεωτική μόνο την Δημοτική εκπαίδευση και φυσικά χωρίς… παπούτσια.
Από 12 ετών ο μικρός Τάσσος κατεβαίνει στην πόλη, οικότροφος σε ένα θείο και μετά μόνος. Φοιτά στην απογευματινή Σχολή μαθητείας Μαγείρων και το πρωϊ δουλεύει, μέχρι να συμπληρώσει τα 16, να βάλει το φυλλάδιο στην τσέπη και να αρχίσει τα μπάρκα.
Η μαμά πατρίδα τον καλεί… 27 μήνες μόνο και μετά μπαρκάρει ξανά, μέχρι που σε ένα ταξίδι, μαζί με τη γυναίκα του πέφτουν διπλά σε ναυάγιο άλλου πλοίου, από το οποίο δεκάδες ναυτικοί πνίγονται μπροστά στα μάτια τους, κατορθώνοντας να σώσουν μόνο έναν!
Αυτό ήταν και το τέλος της ναυτικής του καριέρας, αφού η σύζυγος πάτησε πόδι, πως πήρε άντρα και όχι υποψήφιο του… Παραδείσου, βγαίνει στη στεριά, αλλά η γυναίκα του στέκεται βράχος δίπλα του, μέχρι την συνταξιοδότηση τους.
Ξεκινάει από «Τα κούτσουρα» στην Καλαμπόκα, ανασταίνει τον «Κήπο» απέναντι από τον ΝΟΧ και γίνεται μέρος της δόξας του ΝΟΧ από το 1988 έως το 2000.
Για να καταλάβουν οι νέοι τι σημαίνει τότε ΝΟΧ, στην Αίθουσα εκδηλώσεων του ο Τάσσος φιλοξένησε ένα βράδυ 13 γάμους!
Δεξιώσεις, επίσημα δείπνα, χοροί, συνεστιάσεις, όλα περνούν από τα χέρια του.
Ο ΝΟΧ δυστυχώς κλείνει και ο Τάσσος επιστρέφει στον «Κήπο» του μέχρι το τέλος, μόλις πρόπερσι.
Με αμέτρητες ώρες δουλειάς, με σχέση με τους πελάτες, με απίστευτη εμπειρία, καταθέτει την Πέμπτη στις 7.00 και στις 11.00 μ.μ. στην Γιάννη Τζούμα στην εκπομπή «Αυτοπροσώπως» στην ΑΛΗΘΕΙΑ ΤV, την άποψη του, όχι κυρίως για το χθές αλλά για το σήμερα της εστίασης, απαντώντας σχεδόν αυτόματα.
_Όχι το νησί δεν μπορεί να συντηρήσει τόσα μαγαζιά εστίασης.
_ Θα μπορούσε, αλλά σήμερα φαγητό δεν φτιάχνουν μόνο τα… περίπτερα.
_Στις κουζίνες δυστυχώς κυριαρχεί… η έτοιμη ζύμη.
_Δεν φτάνει το μεράκι στην μαγειρική, χρειάζεται και ταυτότητα.
_ Τον μάγειρα τον κάνει η κουζίνα και όχι η… τηλεόραση.
_Αυτές οι γκουρμαδιές, μαστέλο, λέει, με μέλι και σουσάμι και άλλα παλαβά, έχουν ημερομηνία λήξεως.
_ Ναι, ένα μαγαζί εστίασης βγαίνει, αρκεί να τηρεί δύο κανόνες. Υλικά Α’ ποιότητας και μετρημένη ποσότητα. Το μαγαζί κερδίζει αν... δεν πετά.
_ Και ένα τρίτος κανόνας. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Εγώ μια φορά για να μην πιάσω έναν στις γροθιές, κλείστηκα στην κουζίνα και έδινα γροθιές στο ψυγείο.
_ Δεν υπάρχουν παράξενοι πελάτες, οι γυναίκες τους τους βάζουν και διαμαρτύρονται.
Και κάτι για το τέλος με σκεπτικισμό, στο ερώτημα για το μέλλον της εστίασης.
_ Ο χειμώνας θα τα δείξει όλα...
Τα πολλά υπόλοιπα δείτε τα τηλεοπτικά.








































