"Η Σκούνα" το Στελάκι

Του Δημήτρη Τσεσμετζή
Κυρ, 26/07/2020 - 07:44

 

Σα σκούνα πήγαινε, μποτζάριζε.

Το ρακί βλέπεις.

Σκυφτός, ξερακιανός, ρυτιδιασμένος.

Και όλο πήγαινε, πάντα πεζός.

Για "πόρτα" (λιμάνια) είχε όλα τα χωριά.

Για κλίνη, τους νεκρούς και τα γεφύρια.

Ποτέ του δεν αρρώστησε.

Ή κι αν, ποτέ δεν το κατάλαβε κανένας.

Πάτησ' ο Σταύρος* το ποδάρι του στη Χιό.

Καραβοκύρης πια, μεγάλος.

Γλέντι γινότανε μεγάλο,

στη βίλα του εφοπλιστή.

Κι η "Σκούνα" πέρναγε απέξω,

το ίδιο γνωστοί στο Χιακό κοινό κι οι δυό!

Για τα λεφτά και τα βαπόρια του ο ένας,

και για τις ρίμες και ατάκες του, ο άλλος!

Λένε, πως ήταν μορφωμένος,

αλλά του "σάλεψε το νου",

όμορφης κόρης έρωτας,

σ'εφοπλιστή δοσμένη.

Ο φύλακας κι ο κηπουρός,

τον είδαν να περνάει,

και τόπαν στην ομήγυρη,

κι αυτοί : "φέρτε τον μέσα,

ποίημα να μας πει..."

Μέσα τον έβαλαν, για να γελάσουν!

- Ύμνους θα πρόσμεναν! -

Κι αυτός τους είπε, μία ρίμα της στιγμής.

"Η θάλασσα κι ο ουρανός,

έχουν το ίδιο χρώμα.

Η Σκούνα και ο Λιβανός,

θα μπουν στο ίδιο χώμα! "

Έπαιρνε αμπάριζα κι άλλους εφοπλιστές που ήταν μπροστά,

μα τι να κάνουν;

Λίρες του πέταξαν, χρυσές,

να σκύψει.

Τις πέταξαν, μ'αυτοί τις έπιασαν,

όταν τον είδαν, τη πλάτη να γυρίζει και να φεύγει.

Σαν πούχε έρθει.

Με το σακάκι το σχιστό, όχι απ τη μόδα.

Πέρασαν χρόνια, το 63,

σα τούπαν τα μαντάτα τα παιδιά.

Για να τον κλάψει;

Και κείνος είπε πάλι στη στιγμή.

" Η θάλασσα κι ο ουρανός,

έχουν το ίδιο χρώμα.

Ο Λιβανός απέθανε,

μα η Σκούνα, ΖΕΊ ΑΚΌΜΑ!"

Τα παρακάτω για τους εκτός Χίου αναγνώστες.

* Σταύρος Λιβανός : Χιώτης μεγαλοεφοπλιστής."Ο πατριάρχης" της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Πεθερός των Ωνάση και Νιάρχου.

Παρόλο τις αιχμηρές ρίμες που δέχθηκε, έδωσε διαταγή, όταν η Σκούνα γεράσει να φιλοξενηθεί στο Γηροκομείο Καρδαμύλων, όπως και έγινε, και εκεί πέθανε η "Σκούνα".

Υ. Γ. (Για αυριανό διάβασμα, για να μη κουραστείτε, παραθέτω στο τέλος, μερικές ανέκδοτες ιστορίες με τη "Σκούνα " που έμαθα από πρώτο χέρι.)

Τη μέρα της Αγίας Μαρκέλλας, το 1969, είδα τη Σκούνα έξω από την, με ώχρα βαμμένη, τενεκεδένια παράγκα - ουζερί στα όρθια (2 καρέκλες χωρούσε μόνο) του θείου μου (εύζωνα!) Θανάση Καζάνα, που όσοι ζούσατε τότε, θα θυμάστε πως ήταν δίπλα στους ευκαλύπτους, απέναντι από τη παλαιά πόρτα του Νοσοκομείου, στην άκρη της - τότε - χωράφας. Την παράγκα την είχε για μπόκερ πόιντ (σημείο ανεφοδιασμού), όποτε πήγαινε βόρεια.

Του λέω εγώ, πιτσιρικάς τότε, με όλο το σέβας. "Κύριε Στέλιο, το ξέρεις ότι οι Αμερικανοί πήγαν, και περπάτησαν στο φεγγάρι;"

(Πριν δύο μέρες, πράγματι, στις 20 Ιουλίου, οι Άρμστρονγκ και Όλντριν είχαν πρωτοπερπατήσει στη Σελήνη, με την αποστολή Απόλλων 11, μέγα γεγονός τότε, που είδαμε από ασπρόμαυρη τηλεόραση και μέσα από αδύνατο σήμα με πολλές διακοπές και πολλά χιόνια!)

Κι εκείνος : "Άσε τα κυριλίκια, και πες του θείου σου, να μου βάλει δύο καρτούτσα ούζο, (τότε είχαμε την οκά, αντί του λίτρου) σ'αυτό το τενεκεδάκι, νάχω καύσιμα, γιατί πάω Αγιά Μαρκέλλα. Όσο γι αυτά με τους Αμερικάνους, ότι θέλουν σας δείχνουν και σας λένε." ... Φυσικά ο θείος μου ποτέ δεν του έπαιρνε χρήματα, δεν ξέρω κι αν είχε.

Άλλη μια ιστορία έγινε στο νεκροταφείο της Λέτσαινας, στις 4 το πρωί. Δύο φουρνάριδες που δούλευαν στο φούρνο του Καρύδα, λίγο πιο κάτω από τη εκκλησία Λέτσαινα, περνώντας μπροστά από το νεκροταφείο, μπήκαν μέσα ν'ανάψουν τσιγάρο από καντήλι, αλλά και να "δανειστούν" καντήλι για να ανάψουν το φούρνο, μια και ο δυνατός αέρας όχι μόνο δεν τους άφησε ν'ανάψουν, αλλά και τους έκαψε και τα σπίρτα που είχαν να ανάψουν το φούρνο.

Μπήκαν βέβαια με δισταγμό και φόβο στο νεκροταφείο, γιατί έλεγαν ότι σφάνταζε, και είχαν δει κάποιον Σακαράκη (που είχε αυτοκτονήσει) να περιφέρεται.

Την ώρα λοιπόν, που με τρεμάμενα χέρια, άνοιξαν το καντηλάκι και έσκυψαν να ανάψουν το τσιγάρο, ακούνε μια φωνή, από παρακείμενο τάφο, αλλοιωμένη από τις ριπές του ανέμου, να τους λέει. "Ρε, δώσμου ένα τσιγάροοο." Περιττό να σας πω, ότι έσπασαν το ρεκόρ του Μάντικα, πηδώντας πάνω από τάφους και φεύγοντας σαν αστραπή, άλλος από τη πόρτα και άλλος πηδώντας τα κάγκελα, με άλμα Φόσμπερι, που μόλις τότε, το 1968, είχε ανακαλυφθεί (με την πλάτη), μέχρι να φθάσουν στου Καρύδα το φούρνο. Και να μην έχουν φωτιά να ανάψουν το φούρνο, όχι για ψωμιά, αλλά για τα παντελόνια τους που τα είχαν κατουρήσει, από το φόβο τους!

Εκεί τους βρήκε σε λίγο η Σκούνα, που το πιο ήσυχο ύπνο του τον έπαιρνε στα νεκροταφεία, κρατώντας ένα αναμμένο καντηλάκι και βγάζοντας τους απ τη δύσκολη θέση, τους είπε. "Πάρτε το καντηλάκι, το ξεχάσατε..."

Όχι 1 τσιγάρο, αλλά 1 πακέτο άφιλτρα ΤΕΛΕΙΟΝ, (η φθηνότερη μάρκα της εποχής), έδωσαν στο Στελάκι.

Επειδή το Στελάκι κοιμόνταν τακτικά σε νεκροταφεία, παρόμοιο περιστατικό έγινε και στο νεκροταφείο των Βαβύλων!

Η χαρακτηριστική αλλά και πολύ καλητεχνική φωτογραφία, της " Σκούνας"που ακολουθεί, είναι του Γιώργου Μουτσάτσου.

 

 

Σχετικά Άρθρα