Γιώργος Φουστάνος: Χωρίς τους Έλληνες εφοπλιστές, η παγκόσμια ιστορία μεταπολεμικά θα ήταν διαφορετική

Σάβ, 23/12/2023 - 11:52

Από το 1948 μέχρι και το 2000, οι Έλληνες εφοπλιστές παρελάμβαναν 2.405 ποντοπόρα πλοία, κατά μέσον όρο, ένα πλοίο κάθε 8 ημέρες από ναυπηγεία όλου του κόσμου, χωρίς την παραμικρή οικονομική επιβάρυνση της πατρίδας τους, αποκαλύπτει ο κορυφαίος Έλληνας ιστορικός της Ναυτιλίας - Οι δύο βασικοί παράγοντες, που ουδεμία άλλη ναυτιλία στον κόσμο μπορεί να επιδείξει.

Μιλώντας ή γράφοντας για την ελληνική ναυτιλία στο πέρασμα των χρόνων, είθισται να κάνουν όλοι λόγο για θαύμα. Εστιάζουν σε αυτή αποκόπτοντας την από τη συνολική εικόνα και το ιστορικό πλαίσιο της κάθε εποχής.

Ο κορυφαίος Έλληνας ιστορικός της Ναυτιλίας, Γιώργος Φουστάνος μέσα από την πρόσφατη έκδοση του νέου του βιβλίου «Rising from the ashes» καταγράφει με βάση το πλούσιο και πολύτιμο ιστορικό του αρχείο τον κομβικής σημασίας ρόλο της ελληνικής ναυτιλίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εν μέσω τεράστιων γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Φωτογραφίες, έγγραφα και η διεισδυτική του ματιά βάζουν στη σωστή τους θέση τα κομμάτια του παζλ. Οι ναυπηγήσεις των Ελλήνων οι οποίοι το 1948 μέχρι και το 2000 παρελάμβαναν 2.405 ποντοπόρα πλοία, κατά μέσον όρο, ένα πλοίο κάθε 8 ημέρες από ναυπηγεία όλου του κόσμου, χωρίς την παραμικρή οικονομική επιβάρυνση της πατρίδας τους έπαιξαν δραματικό ρόλο στην εξέλιξη της παγκόσμιας ιστορίας. Ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός χωρίς του Έλληνες και τις παραγγελίες τους.

«Τα στοιχεία καταδεικνύουν τον σπουδαίο ρόλο που οι ναυπηγήσεις διαδραμάτισαν στην εξέλιξη της κορυφαίας ναυτιλίας του κόσμου, της ναυτιλίας των Ελλήνων. Χάρη σε αυτές, κυρίως, η ναυτιλία των Ελλήνων βρίσκονταν μεταπολεμικά σε κάθε χρονική περίοδο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της παγκόσμιας ναυτιλιακής δραστηριότητας. H μεταπολεμική στροφή τους προς τα ναυπηγεία, η οποία προσέλαβε πρωτόγνωρη δυναμική λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του 1950, συνεχίστηκε ακόμα και στη διάρκεια ύφεσης της ναυλαγοράς έστω και με μειωμένους ρυθμούς αλλά ουδέποτε σταμάτησε μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα» λέει και συνεχίζει:

«Η συνέπεια που επέδειξε επομένως ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων εφοπλιστών απέναντι στην παροχή αξιόπιστων και ποιοτικών υπηρεσιών μέσω της διαρκούς ανανέωσης του στόλου τους, εκτιμήθηκε τόσο από τους ναυλωτές και τους ιδιοκτήτες των μεταφερόμενων φορτίων όσο και από τα διεθνή πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία περιβάλλουν με εμπιστοσύνη και στηρίζουν επί δεκαετίες την αναπτυξιακή πορεία τους. Μια πορεία που συνδέεται άρρηκτα με την πραγματοποίηση σημαντικού έργου με ιδιαίτερο αντίκτυπο στη διεθνή οικονομία, την ευημερία πολλών κατοίκων του πλανήτη αλλά και κομβικής σημασίας για τη διαμόρφωση και διατήρηση κρίσιμων μεταπολεμικών γεωπολιτικών ισορροπιών, χωρίς τις οποίες η ζωή μας θα ήταν ασφαλώς πολύ διαφορετική».

Όπως τονίζει ο Γιώργος Φουστάνος η αφετηρία της μεγάλης διαδρομής των Ελλήνων στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές τοποθετείται χρονολογικά στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ξεκίνησαν τη μετάβασή τους στην ατμοπλοΐα.

«Την εποχή εκείνη, δημοσιεύματα στον ελληνικό όσο και τον ξένο τύπο αναφέρονταν στους Έλληνες ως ιδιοκτήτες στόλου περίπου 5.500 ιστιοφόρων σκαφών διαφόρων τύπων και μεγεθών –αριθμητικά περίπου ίδιος με τον σημερινό. Η διαφορά έγκειται, σήμερα, στην παρουσία ενός στόλου ποντοπόρων πλοίων, υψηλών προδιαγραφών με χαμηλό μάλιστα μέσον όρο ηλικίας, ο οποίος πραγματοποιεί ανταγωνιστικά το ένα τέταρτο των παγκόσμιων θαλάσσιων μεταφορών» σχολιάζει.

Οι δύο παράγοντες

Συνεχίζει αναφερόμενος στους δύο παράγοντες που καμία άλλη ναυτιλία πλην της ελληνικής δεν μπορεί να επιδείξει: :

«Αυτή η πρωτοφανής εξέλιξη, που δικαιωματικά επιτρέπει στους Έλληνες εφοπλιστές να κυριαρχούν ειρηνικά σε όλους τους ωκεανούς του κόσμου, οφείλεται κυρίως σε δύο βασικούς παράγοντες, που ουδεμία άλλη ναυτιλία στον κόσμο μπορεί να επιδείξει: 1) Αφενός, στην αέναη προσπάθεια των Ελλήνων να αποκτούν και να διαχειρίζονται ανταγωνιστικά πλοία, με αποκλειστικό σκοπό την εξυπηρέτηση των εκάστοτε αναγκών των διεθνών μεταφορών. 2) Αφετέρου, στην απουσία ακόμα και της ελάχιστης κρατικής οικονομικής στήριξης προς τους Έλληνες εφοπλιστές της ποντοπόρου ναυτιλίας με επακόλουθο την αναζήτηση χρηματοδοτικών πηγών από το εξωτερικό».

Όπως διαβάζουμε μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ναυτιλία των Ελλήνων δημιουργήθηκε κυρίως με αγορές μεταχειρισμένων πλοίων κυρίως από Βρετανούς πλοιοκτήτες αλλά και με τη ναυπήγηση 300 περίπου πλοίων σε βρετανικά ναυπηγεία. Τα περισσότερα από τα παραπάνω πλοία ταξίδεψαν υπό Ελληνική σημαία, ωστόσο σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξαν ελληνόκτητα πλοία που ύψωναν για διαφόρους λόγους την Ρωσική, την Τουρκική, τη Βρετανική καθώς και αυτή του Παναμά στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Την εποχή που ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο ελληνικός εμπορικός στόλος βρισκόταν στην ενδέκατη θέση της παγκόσμιας κατάταξης, σημαντικό μεν επίτευγμα χωρίς ωστόσο να θεωρείται μεταξύ των βασικών πρωταγωνιστών στις θαλάσσιες μεταφορές.

Ο εμφύλιος Πόλεμος

«Εν τούτοις, μετά το τέλος του Πολέμου και ενώ οι περισσότεροι Έλληνες εφοπλιστές είχαν πλέον εγκατασταθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, για να συνεχίσουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα μιας και εντωμεταξύ στην πατρίδα τους είχε ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος, σημειώθηκε ένα μοναδικό επίτευγμα, το οποίο έχει καταγραφεί διεθνώς ως το «ελληνικό ναυτιλιακό θαύμα» διηγείται ο Γιώργος Φουστάνος:

«Τo έργο αυτό συντελέστηκε μέσα από τις συνεχείς προσπάθειες των Eλλήνων εφοπλιστών για την ανασύσταση του εμπορικού στόλου, ο οποίος είχε αποδεκατιστεί στη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εργαζόμενοι από νέα πλέον γραφεία που ίδρυσαν στη Νέα Υόρκη αλλά και αυτά που είχαν δημιουργήσει στο Λονδίνο στη διάρκεια του μεσοπολέμου, κατόρθωσαν στη διάρκεια της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας να συγκροτήσουν ένα νέο στόλο 700 και πλέον πλοίων, υπό ξένες σημαίες, τα περισσότερα νεότευκτα, που είχαν κατασκευαστεί σε αυτό το διάστημα για λογαριασμό Ελλήνων πλοιοκτητών σε ναυπηγεία 12 διαφορετικών κρατών. Τα παραπάνω πλοία, μεταξύ των οποίων πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν τα υπερσύγχρονα δεξαμενόπλοια, καταξίωσαν τη ναυτιλία των Ελλήνων ως την πλέον ταχύρρυθμα αναπτυσσόμενη δύναμη στον χώρο των μεταπολεμικών θαλάσσιων μεταφορών».

Στη διάρκεια των τεσσάρων δεκαετιών που ακολούθησαν, οι πρωτοβουλίες στον τομέα των ναυπηγήσεων συνεχίστηκαν με αμείωτους ρυθμούς, επιδρώντας όλο και περισσότερο στην οικονομία πολλών κρατών αλλά και ενισχύοντας διαρκώς την υπόσταση της ναυτιλίας των Ελλήνων στον διεθνή στίβο. Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε, συγχρόνως, τις ιδανικές προϋποθέσεις για την δυναμική μετάβασή της στον 21ο αιώνα, στον οποίο πλέον καταγράφονται από τους Έλληνες επιδόσεις που ουδέποτε έχουν παρατηρηθεί στην παγκόσμια ιστορία της ναυτιλίας.

«Εν κατακλείδι, από το 1948 μέχρι και το 2000, οι Έλληνες εφοπλιστές παρελάμβαναν 2.405 ποντοπόρα πλοία, κατά μέσον όρο, ένα πλοίο κάθε 8 ημέρες από ναυπηγεία όλου του κόσμου, χωρίς την παραμικρή οικονομική επιβάρυνση της πατρίδας τους» αποκαλύπτει ο Γιώργος Φουστάνος:

«Τα πλοία αυτά προσέφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες μεταφέροντας ανταγωνιστικά φορτία, πολύτιμα για τη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας. Επιπρόσθετα, οι ναυπηγήσεις της δεκαετίας του 1950 υπήρξαν καθοριστικές ακόμα και για τη διαμόρφωση κρίσιμων γεωπολιτικών ισορροπιών κατά τη μεταπολεμική περίοδο –μία άγνωστη στους περισσότερους συνεισφορά των Ελλήνων στον δυτικό κόσμο. Μετά από τρεις και πλέον δεκαετίες συστηματικής μελέτης, είμαι σε θέση να υποστηρίξω απερίφραστα, ότι χωρίς τις πρωτοβουλίες των Ελλήνων εφοπλιστών στον τομέα των ναυπηγήσεων εκείνη την εποχή, σίγουρα η παγκόσμια ιστορία θα είχε ένα διαφορετικό ανάγνωσμα.»

Πηγή: www.protothema.gr.

Σχετικά Άρθρα