Αφέθηκα στην αγκαλιά της θάλασσας το καλοκαίρι του 1961. Από τότες, καθημερινά, άκουγα, απίστευτες ιστορίες για κυκλώνες και φουρτούνες. Οι αφηγήσεις ξεπερνούσαν τα όρια λογικής και της φαντασίας. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Είχες και το δούλεμα των γερό- θαλασσόλυκων να σε πειράζουν θυμίζοντας σου πως, αν δε περάσεις μια ντουζίνα κυκλώνες ναυτικός ε νογάσαι!
Πέρναγε ο καιρός, στους ωκεανούς και τις θάλασσες του κόσμου, μα τίποτα το παράδοξο. Μπάρκα, μακροχρόνια. Βαπόρια παλιά με ταχύτητες που δεν ξεπέρναγαν τα οκτώ με εννιά μίλια την ώρα, και αυτά με γαλήνια θάλασσα και πρύμο τον καιρό.
Το Θρυλικό μότορσιπ ''ΟΣΤΡΑΚΟ ''
Το πρώτο Ελληνικό σιδερένιο σκαρί του Αιγαίου
Ένα σκουριασμένο, κινούμενο φέρετρο, όλο τρύπες και ρήγματα. Που μυαλό και φόβος για τον κίνδυνο. Το μόνο καλό που είχαν τότε οι καιροί, ήταν η μακροχρόνια παραμονή στα λιμάνια.
Αργούσες να πατήσεις στεριά, αλλά άμα πατούσες, ξεχνούσες να φύγεις. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, είχαν περάσει είκοσι επτά μήνες στη θάλασσα χωρίς τίποτα σημαντικό. Είχαμε φορτώσει μινεράλι από κάποιο λιμάνι της ανατολικής Αυστράλιας. Προορισμός μας η Yokohama.
Είχαμε περάσει τις Φιλιππίνες, όταν από το μηχανοστάσιο ενημέρωσαν ότι ή στάθμη νερού της σεντίνας του Νο 5 αμπαριού, αυξάνονταν με ανεπίτρεπτο ρυθμό. Κατεβήκαμε στο αμπάρι. Πράγματι σε δυο νομείς, υπήρχαν ρήγματα στην εξωτερική λαμαρίνα του πλοίου.
Χωρίς χρονοτριβή, αρχίσαμε τη γνώριμη εργασία μας. Καλουπώσαμε... Κάναμε χαρμάνι με ταχείας πήξεως τσιμέντο και μίγμα από το φορτίο, μετά από κάμποσες ώρες όλα ήταν έτοιμα.
Σαν ανέβηκα στη γέφυρα για βάρδια, αδίπλωτος ανθυποπλοίαρχος τότε, είδα τον καπετάνιο και τον ασυρματιστή σκυμμένους πάνω στο χάρτη. Ήταν στενοχωρημένοι και σκεπτικοί. Ο μαρκόνης, μου ψιθύρισε στο αυτί, ότι ο καπετάν Παναής, δεν ήθελε να αλλάξει πορεία και πήγαινε ντουγρού να σπάσει τα μούτρα του πάνω στον καιρό.
Μάταια προσπαθούσαν Γραμματικός και Πρώτος Μηχανικός να του αλλάξουν γνώμη. Ανένδοτος ο καπετάνιος . Επέμενε ότι παρά τις προβλέψεις, ο καιρός θα στρίψει και θα κάνει τόπο να περάσουμε ακούνητοι. Αυτή ήταν η απάντηση του. Και να σκεφθεί κανείς ότι μέσα στο πλοίο ήταν η σύζυγος του, ο πεθερός του, ο πρώτος του εξάδελφος και πάμπολλοι χωριανοί του.
Εγώ με τον Πατέρα μου. Ο μάγειρας και ο παραμάγειρας αδέρφια. Το ίδιο και ο άλλος ανθυποπλοίαρχος, με το καμαροτάκι. Ο λοστρόμος με ένα ναύτη, γαμπρός και κουνιάδος. Καμαρότος και καμαροτάκι αδέλφια. Όλο το πλήρωμα μηχανής από το ίδιο χωριό. Φαντάζεστε την τραγωδία που θα κτυπούσε τα δύστυχα σπίτια μας!
Πλήρωμα καταστρώματος s/s '' SAN LORENZO'' 1964
Το πρώτο Λίμπερτυ πλοίο της αρμυρής πορείας μου
Η άπνοια που επικρατούσε, δεν προϊδέαζε του τι θα συνέβαινε σε λίγο. Κάποια στιγμή, άρχισε να συννεφιάζει. Ένα απαλό αγεράκι, άρχισε να πνέει δειλά. Παρέδωσα βάρδια μα δεν έφυγα από τη τιμονιέρα. Σιγά - σιγά ο αγέρας δυνάμωνε και το γέρικο σκαρί άρχισε να υποφέρει. Στον ορίζοντα, υπήρχε ένα άνοιγμα στον ουρανό... η πύλη της κολάσεως . Κατακόκκινο σαν αίμα.
Έλαμπε, λες και το φώτιζαν χιλιάδες προβολείς. Αρχίσαμε να σφαλίζουμε πόρτες και φιλιστρίνια. Πήγαμε στις καμπίνες μας να προστατέψουμε τα λιγοστά υπάρχοντα μας και ξανά – ανεβήκαμε στη γέφυρα όλοι, εκτός από τη βάρδια της μηχανής.
Εμείς όλοι, ζωσμένοι με τα σωσίβια, άφωνοι, γαντζωμένοι στα ρέλια, στοιβαγμένοι δεξιά - αριστερά στις βαρδιόλες ή μέσα στη γέφυρα. Άκουγε ο ένας τους κτύπους της καρδιάς του άλλου ή ψιθυρισμό προσευχών από ασπρομάλληδες της αρμυρής βιοπάλης.
Θεέ και κύριε....! Η λογική σταματούσε, αδύναμη να παραδεχτεί την εικόνα που έβλεπαν τα μάτια. Μετά από τόσα χρόνια, στο τέρμα της ζήσης μου, σας περιγράφω τη φρίκη.
Σήκωνα την κεφαλή και έβλεπα τις κορυφές των κυμάτων να ξεπερνούν κατά πολύ τα άλμπουρα. Σαν άρχιζε το γέρικο σκαρί να ανεβαίνει, αναρωτιόμουν... Άραγε αυτή τη φορά θα φτάσει εκεί που τελειώνει η μανιασμένη θάλασσα και αρχίζει ο Θεός ;
Από εκεί πάνω, με δέος έβλεπα το απίστευτο βάθος, μεταξύ των δυο κυμάτων αναρωτιόμουν, άραγε θα φτάσουμε εκεί κάτω για θα τουμπάρουμε ;
Κάθε τόσο τα S.O.S που παίρναμε θύμιζαν πως δεν είμαστε μόνοι στην κοσμοχαλασιά.
Ένας - ένας οι συνάδελφοι άρχισαν να κουράζονται και να ξαπλώνουν στο πάτωμα. Είχαν σβήσει πριν έρθει ο χάρος να ζητήσει τη τυραννισμένη τους ψυχή .
Μονολογούσαν πικραμένοι, «Μαζί με το ρημάδι θα πάμε στον πάτο». Καμιά ελπίδα σωτηρίας από τη μοναδική σωσίβια βάρκα. Ούτε στην ανύπαρκτη ελπίδα δεν πιστεύαμε πια. Κάποια στιγμή , στις ώρες της απελπισίας, ο Μαρκόνης με φώναξε να πάω στο radio room. Τρεκλίζοντας και γεμάτος απορία ζύγωσα. Σκαφτόμουν… τι να με θε άραγε; Πρόσεξα το πρόωρα γερασμένο πρόσωπο του και ας ήταν ένα εικοσιεπτάχρονο παιδί.
Τα μάτια του κατακόκκινα, κλαμένα. Σαν έφτασα σιμά του, άπλωσε δειλά το χέρι και μου έδωσε ένα φάκελο. «Να ζήσεις μου είπε» και έβαλε τα κλάματα και Ζήτησε συγνώμη που ήταν γραμμένο στο χέρι !Απορημένος, άνοιξα το διπλωμένο χαρτί του τηλεγραφήματος.
«Να τα εκατοστίσεις Παιδί μου - Η Μητέρα σου» ... Έφερα το χαρτί στο πρόσωπο μου…!
Το μούσκεψαν. Το μάτωσαν. Το έκαψαν τα καυτά δάκρυα μου. «Μάνα μου» φώναξα κλαίγοντας δεν θα με ξαναδείς !
Γύρισαν όλοι απορημένοι και με κοίταγαν «Κουράγιο, μη λυγίζεις έχει ο Θεός». Άκουσα τον μαρκόνη να τους λέει «Είχε χθες τα γενέθλια του» ... «Βρε τη δόλια του τη μάνα, τον έχει ένα και μονάκριβο»… «Είναι μοναχογιός και μοναχοπαίδι» «Πουτάνα θάλασσα.....!»
Σύρθηκα στο Chartroom. Μέσα στη γενική αναστάτωση, πείρα ένα μολύβι και άρχισα να γράφω τα τελευταία λόγια της λιγόχρονης ζωής μου σε μια σελίδα των Notice to Mariners ...
ΠΡΙΝ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
έφτασε η αρχή του τέλους
είναι φρικτό να είσαι νέος όλο ζωή,
και να ξέρεις σίγουρα
πως σε λίγο θα πεθάνεις.
καυτό στα φλογισμένα μάγουλα.
Αργά – αργά κυλά και σμίγει
με τον ιδρώτα και την αρμύρα.
Και εσύ κλαις βουβά. Πικρά.....!
Όχι από φόβο της ζωής που φεύγει
μα για το άδικο .................
Να έκλεισες μόλις χθες,
τα εικοσιένα σου χρόνια
και σήμερα, στην κοσμοχαλασιά
να περιμένεις το θάνατο... !
Κάθεσαι στη βαρδιόλα μοναχός
και σκέπτεσαι πως το κύμα
που μπρος σου ορθώνεται φοβερό
θα γίνει μνήμα σου, χωρίς σταυρό.
Ακούς τον αγέρα να ουρλιάζει
γνωρίζοντας πως είναι ο χάρος
που κοντά του σε καλεί ....
που κοντά του σε κράζει ... !!!!!
Ακριβώς, μετά από πενήντα χρόνια ... Η Θάλασσα που Λάτρεψα και Αγάπησα, με ξέβραζε σακάτη στη στεριά, χτυπημένο από την επάρατο νόσο. Και όμως ακόμα ζω και σας μιλώ ! Νοσταλγώ. Αγαπώ. Αναπολώ και Αποζητώ τις θάλασσες τα πέλαγα τους ωκεανούς και τα καράβια !
Η Θάλασσα και τα βαπόρια, ήταν και παραμένουν, μετά από την οικογένεια μου, οι μεγάλες και αξέχαστες αγάπες.
Η ζωή μου όλη ... !
Συγχωρέστε με αν σας κούρασα ανοίγοντας τα εσώψυχα μου. Ευχαριστώ για την προσοχή σας.
M. G. Kariamis (Keelung) - Φωτο αυτής της εποχής Στη μνήμη των αξέχαστων συναδέλφων του κύματος και στους ελάχιστους από αυτούς που ζουν ακόμα για να νοιώσουν τον σημερινό εξευτελισμό, την απαξίωση και την απαράδεκτη τραγική μας κατάντια από τα ανίκανα και ανάλγητα γκουβέρνα που σκύλευαν και ασχημονούν καθημερινά, πάνω στους κόπους μιας ολόκληρης ζωής. Αλήθεια αν πω ''Ντροπή'' τους, θα το νιώσουν ; Ειλικρινά, δεν το πιστεύω, μια και οι πιότεροι από αυτούς είναι παιδιά των μπαμπάδων τους. Επαγγελματίες της πολιτικής. Δεν ίδρωσαν ποτέ και δεν έχουν δουλέψει, ούτε μια ώρα στη ζωή τους ... !
Μιχάλης Γ. Καριάμης - Πλοίαρχος Ε. Ν.