
«Η ιστορία που θα σας πώ, άρχισε ο Κυριάκος, παρουσία και του έταιρου Θυμιανούση καπτά Μιχάλη Λεμονιάδη, έγινε πρός τά τέλη της 10ετίας του 1950! Και έλαβε χώρα στο καφενείο του Καρανικόλα, στά Θυμιανά» αναφέρει σε χρονογράφημα του προς την "Αλήθεια" ο Δημήτρης Τσεσμετζής σημειώνοντας:
«Εκεί λοιπόν όταν μαζευόμασταν να πιούμε το καφέ μας και να παίξουμε πρέφα, κολτσίνα, τάβλι ή ντάμα, ερχονταν και ένας ηλικιωμένος συγχωριανός (ο Μηχαήλος Κλειδάς) που πήγαινε και καθόνταν - ξάπλωνε σε 2 καρέκλες, πάντα εκεί που έπαιζαν πρέφα. Ήταν καλός άνθρωπος και το μόνο του κακό, άν μπορείς να το πείς, ήταν ότι σε λίγο τόν έπαιρνε ο ύπνος και άρχιζε να ροχαλίζει!
Αυτό γίνονταν μόνιμα γιατί φαίνεται ότι τόν ... νανούριζε το "ατού και διπλοτσάκα... " που άκουγε!
Είδαν και απο είδαν οι πρεφαδόροι, συνεννοήθηκαν και μια μέρα τήν ώρα που άρχισε να ροχαλίζει, έκλεισαν πορτες και παραθύρια, τράβηξαν και τίς κουρτίνες για πλήρη συσκότιση και άρχισαν να παίζουν και να φωνάζουν δυνατά "ατού και διπλοτσάκα, πρώτα δεύτερα, σπαθιά κούπες, άχρωα" κλπ όρους που λένε οι πρεφαδόροι ενώ ταυτόχρονα τον σκούνταγαν με τόν αγκώνα τους...
Ο Μηχαήλος ξύπνησε, άκουσε τους άλλους να παιζουν ενώ ο ίδιος δεν έβλεπε τίποτα, και νομίζοντας ότι τυφλώθηκε, άρχισε να κλαίει φωνάζοντας... "Ρέ παιδιά, τα μάτια μου, δεν βλέπω, έχασα το φως μου! "
Περιττό να σας πω ότι ο Μηχαήλος, θεός συγχωρέση του, δεν ξανακοιμήθηκε ποτέ του στο καφενείο».







































