Αφιέρωμα στην «τρομερά και ανήκουστο» σφαγή της Χίου

Τετ, 11/05/2016 - 18:19

Ουδέποτε άνθρωπος θα μπορέσει να περιγράψει τη φρίκη, τα μαρτύρια, τον αφανισμό και το θρήνο ενός λαού που αφέθηκε άοπλος στο μαχαίρι 30.000 ανθρωπόμορφων θηρίων. Ποτέ η μυρωδιά του αδικοχυμένου αίματος, δεν ξύπνησε περισσότερο τα αιμοβόρα ένστικτα των φονιάδων του. Ποτέ ο πολύς πλούτος, τα θέλγητρα των γυναικών, η ακόρεστος επιθυμία της καταστροφής κάθε χριστιανικής πόλης κι η δίψα για αίμα χριστιανικό που δεν έσβηνε, δεν ερήμωσαν με μιας ένα πυκνοκατοικημένο τόπο και τον έπνιξαν στο αίμα. Άρχισε ο αποτρόπαιος αιματοβαμμένος χορός από την πόλη και Κυριακή του Πάσχα, όρμησαν οι Τούρκοι οπλοφόροι στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά. Χιλιάδες εκεί οι αποκλεισμένοι. Τους ζητήθηκε να παραδοθούν μα κανένας δεν παραδόθηκε γνωρίζοντας ότι θα παραδοθούν σε χέρια ληστών και φονιάδων. Λιγοστή η αντίδραση των δύσμοιρων ανθρώπων και μπήκαν σύντομα οι άπιστοι στο μοναστήρι κι άλλοι περάστηκαν απ’ το μαχαίρι κι άλλοι κάηκαν στις φλόγες εγκλωβισμένοι μες στα πηγάδια και στις δεξαμενές κι απόμειναν σκελετοί μαυρισμένοι ωσάν τα κάρβουνα, μάρτυρες παντοτινοί της ελευθερίας. Κι απλωνόταν ο κύκλος του αιματοβαμμένου χορού κι η δίψα για αίμα δεν έσβηνε απ’ τα μάτια των θηρίων και τράβηξαν κατά το χωριό τ’ Άη Γιώργη που βρισκόταν ο Λογοθέτης με τους Σάμιους. Αντιστάθηκαν για λίγο οι Σαμιώτες με το Λογοθέτη, μα γρήγορα εγκατέλειψαν το νησί κι έφτασαν ασφαλείς στα Ψαρά κι οι βάρβαροι έσφαζαν, έκαιγαν, αιχμαλώτιζαν, αφάνισαν το χωριό.

Έδειξε η Τουρκία και τ’ άλλο της πρόσωπο. Ποτέ λαός δεν εξαπατήθηκε τόσο ξεδιάντροπα όσο ο φιλήσυχος, φιλοεμπορικός λαός της Χίου. Εξαπατήθηκαν κι οι πρόξενοι της Αυστρίας και της Γαλλίας και με κλάδους ελαίας και με υποσχέσεις αμνηστίας από τους έγκλειστους προύχοντες, περιδιάβαιναν την πόλη και τα χωριά, εγγυώμενοι την ασφάλεια των κατοίκων αν παρέδιδαν τα όπλα. Πίστεψαν και τα παρέδωσαν. Ω! της καταστροφής των καταστροφών. Της δυστυχίας και της οδύνης. Πιστοί και άπιστοι στο Σουλτάνο εθεωρούντο το ίδιο. Μάταιη πάσα αντίσταση, πάσα υποταγή. Σφάχτηκαν ακόμα και οι νοσηλευόμενοι στο νοσοκομείο και στο λωβοκομείο. Έτρεχε πλήθος πανικόβλητων ανθρώπων να κρυφτεί στα όρη, μέσα στις σπηλιές. Έβγαιναν μόνο μες στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας με κίνδυνο, για λίγο νερό ή τροφή. Μα ούτε κι εκεί ήταν ασφαλείς και μαζεύονταν κατά χιλιάδες στις ακρογιαλιές με την ελπίδα να φτάσουν στα Ψαρά. Κι ήταν όλα, χωρίς ελπίδα αφού πρόφταιναν οι δήμιοι και τους έσφαζαν. Κουφοί σε κάθε φωνή ελέους, σε κάθε ικεσία. Τόσο ήταν το αίμα που χύθηκε που βάφτηκε η θάλασσα κόκκινη ως πέρα βαθιά. Το χωριό Ανάβατος κλειστό σαν κάστρο, ένα με τα βράχια, θεωρήθηκε ασφαλές κι έτρεξαν εκεί χιλιάδες άνθρωποι να γλιτώσουν απ’ το μαχαίρι των Τούρκων. Μάταιο. Εισχώρησαν κι εκεί και ξετυλίχθηκαν σκηνές απίστευτης θηριωδίας. Νέο χορό του Ζαλόγγου έστησαν οι Χιώτισσες πάνω απ’ το βάραθρο, πλάι σε μια αγριελιά κι έπεφταν τραγουδώντας.

 

«Έχε γεια καημένε κόσμε

Έχε γεια κι εσύ αγριελιά

Τα κορίτσια τ’ Αναβάτου

Πέφτουν για τη λευτεριά»

 

Γέμισε το νησί ερείπια και τα λαμπρά του κτίρια, κείτονταν στάχτη στο χώμα και οι μυρωμένοι κήποι μεταβλήθηκαν σε γη δυσωδίας λόγω των χιλιάδων πτωμάτων. Το περίφημο νησί είχε μεταβληθεί σ’ ένα απέραντο νεκροταφείο. Μπρος στα γυάλινα μάτια των αθώων ανθρώπων εκτυλίσσονταν εικόνες εφιαλτικές. Τίποτα δεν μπορούσε να στομώσει το ακονισμένο μαχαίρι των Τούρκων.

Πετούσαν ύστερα σαν τόπι το μωρό ψηλά, τ’ άφηναν να πέσει στ’ ανασηκωμένα γιαταγάνια τους και να καρφωθεί σ’ αυτά. Κρεμάστηκαν οι όμηροι κι ο αρχιερέας Πλάτωνας και γέμισαν οι τύραννοι, άχυρα τις δορές* και τις έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη. Ανήκουστη η σφαγή, ανήκουστη η καταστροφή. Έσκαβαν ακόμα και την πλημμυρισμένη στο αίμα γη για ανεύρεση πλούτου. Ξεχείλιζαν οι βάρκες με σκλάβες Χιωτοπούλες. Ήταν χιλιάδες. Θα ‘πεφτε η τιμή τους και τις βύθιζαν στη θάλασσα για να μείνουν λίγες κι εκλεκτές.

Το πλούσιο νησί που σ’ αυτούς τους χρόνους βρισκόταν στη μεγαλύτερη κοινωνική και οικονομική του ανάπτυξη, με τους 120.000 κατοίκους, τα 66 χωριά, τις 700 εκκλησίες και μοναστήρια, το μαργαριτάρι του Αιγαίου, η Χίος με την υψηλή πνευματική ζωή, τη Δημόσια Σχολή της που σπούδαζαν νέοι από όλη την Ελλάδα και περιελάμβανε περίφημη βιβλιοθήκη με τρεις χιλιάδες τόμους και τυπογραφείο. 

Το μυρωμένο νησί της μαστίχας και του ανθού, με τα πετρόχτιστα και μαρμαρένια σπίτια, τους πυργοστόλιστους λεμονώνες και πορτοκαλώνες, το Παρίσι της Ανατολής ή ως άλλη νήσος των Μακάρων όπως λεγόταν, έγινε το νησί του μαρτυρίου. Απόμεινε σαν μαύρο νούφαρο να πλέει σε μια λίμνη αίματος.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Μαντώ Μαυρογένους»

Εκδόσεις Κέδρος


* γδαρμένα δέρματα