Aισώπου μύθοι μέρος 32ο

Πέμ, 30/11/2023 - 19:40
Λεωνίδας Πυργάρης

321. Χελώνη καὶ λαγωός

Χελώνη καὶ λαγωὸς περὶ ὀξύτητος ἤριζον. Καὶ δὴ προθεσμίαν στήσαντες τοῦ τόπου ἀπηλλάγησαν. Ὁ μὲν οὖν λαγωὸς διὰ τὴν φυσικὴν ὠκύτητα ἀμελήσας τοῦ δρόμου, πεσὼν παρ’ ὁδὸν ἐκοιμᾶτο. Ἡ δὲ χελώνη συνειδυῖα ἑαυτῇ βραδύτητα, οὐ διέλιπε τρέχουσα, καὶ οὕτω κοιμώμενον τὸν λαγωὸν παραδραμοῦσα ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς νίκης ἀφίκετο.

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πολλάκις φύσιν ἀμελοῦσαν πόνος ἐνίκησεν.

[Μια φορά μάλωναν μεταξύ τους η χελώνα κι ο λαγός ποιος απ’ τους δυο είναι ο πιο γρήγορος. Όρισαν λοιπόν ένα σημείο τερματισμού τους και ξεκίνησαν τρέξιμο.

Ο λαγός, έχοντας αυξημένη αυτοπεποίθηση λόγω τής φυσικής του γρηγοράδας, δεν έδωσε σημασία στο τρέξιμο, κι άραξε σ’ ένα σημείο τού δρόμου και τό ’ριξε στον ύπνο. Αντίθετα, η χελώνα είχε συνείδηση τής βραδύτητάς της. Γι’ αυτό δεν έκαμε καθόλου παύση παρά έτρεχε αδιάκοπα.

Έτσι προσπέρασε το λαγό, που κοιμόταν σε βαθύ ύπνο, και τελικά τερμάτισε πρώτη κερδίζοντας το βραβείο.

Δίδαγμα: η προσπάθεια κι η εργατικότητα πολύ συχνά υπερνικούν τη χαρισματική αλλά τεμπέλικη φύση.

Πολλοί άνθρωποι είναι ευφυέστατοι και γενικά χαρισματικές προσωπικότητες εκ φύσεως. Ωστόσο, κάποιοι απ’ αυτούς δεν εκμεταλλεύονται όπως πρέπει αυτά τα δώρα τής φύσεως, την ξεχωριστή εξυπνάδα και ευφυΐα, αλλά επαναπαύονται σ’ αυτά. Δηλαδή, δεν καταβάλλουν απ’ την πλευρά τους τη δέουσα προσπάθεια ή και καθόλου προσπάθεια, παραμένοντας αδρανείς και ανενεργοί. Οπότε η ευφυΐα τους, αν δεν συνοδεύεται από εργατικότητα, παραμένει δώρον άδωρον!

Παράδειγμα: έστω ότι έχεις τον δείκτη ευφυΐας ενός Αϊνστάιν. Παράλληλα όμως είσαι μέγας τεμπέλης, ακαμάτης και παραιτημένος ακόμη κι απ’ την ελάχιστη προσπάθεια. Το αποτέλεσμα θα είναι αυτή η προίκα που έχεις απ’ τη φύση να μείνει εντελώς ανεκμετάλλευτη. Αν όμως, έχοντας την ευφυΐα τού Αϊνστάιν, είσαι παράλληλα εργατικός και μεθοδικός στο μέγιστο βαθμό, τότε οπωσδήποτε θα διαπρέψεις σ’ όποιον τομέα τής επιστήμης ακολουθήσεις. Και το ανάποδο τώρα: έστω ότι είσαι ένας άνθρωπος μέτριας ευφυΐας και νοητικών δυνατοτήτων, έως ακόμα και χαμηλών πνευματικών επιδόσεων. Κι όμως, επειδή έχεις υπέρμετρα αναπτυγμένο το αίσθημα τής ευθύνης, της νοικοκυροσύνης και της εργατικότητας, καταφέρνεις να υπερνικήσεις τις όποιες διανοητικές σου ανεπάρκειες και ελλείψεις, και στο τέλος εξακοντίζεσαι και απογειώνεσαι πολύ ψηλά: γίνεσαι ένας μεγάλος επιστήμων και ερευνητής, διότι υπήρξες σ’ όλη σου τη ζωή υπερεργατικός. Ήσουν ένα «μαμούνι», ένα «μυρμήγκι» στην εργατικότητα.

   Συνεπώς ας μην υπεραίρεται κάποιος αν η Φύση τον προίκισε με κάποια ταλέντα. Το ζήτημα είναι το αν αυτά τα ταλέντα που του χορήγησε πλουσιοπάροχα η Φύση – ή ο Θεός πέστε – είναι κανείς διατεθειμένος να τα αξιοποιήσει με την ατομική προσπάθεια και εργασία. Ευφυΐα χωρίς εργατικότητα δώρον άδωρον!

Παροιμίες: «Η επιμέλεια νικά όλας τας δυσκολίας/και οδηγεί τον άνθρωπον εις δρόμους ευτυχίας». «Ο αργός περάει το γρήγορον» (Λευκάδα)].  

322. Χῆνες καὶ γέρανοι

Χῆνες καὶ γέρανοι τὸν αὐτὸν λειμῶνα ἐνέμοντο. Ἐπιφανέντων δὲ αὐτοῖς θηρευτῶν, αἱ μὲν γέρανοι ἐλαφραὶ οὖσαι ἀπέπτησαν, οἱ δὲ χῆνες μείναντες διὰ τὸ βάρος τῶν σωμάτων συνελήφθησαν.

Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἐπὰν πόλεμος ἐν πόλει γένηται, οἱ μὲν πένητες εὐπρόφοροι ὄντες, ῥᾳδίως ἀπὸ πόλεως εἰς ἑτέραν πόλιν διασῴζονται τῆς ἐλευθερίας μετέχοντες, οἱ δὲ πλούσιοι διὰ τὴν τῶν ὑπαρχόντων ὑπερβολὴν μένοντες πολλάκις δουλεύουσιν.

[Κάποτε βοσκούσαν στο ίδιο λιβάδι οι χήνες κι οι γερανοί. Ξαφνικά εμφανίστηκαν κάποιοι κυνηγοί κι έρχονταν καταπάνω τους.

Οι γερανοί, που είναι ελαφριά πουλιά, πέταξαν αμέσως μακριά και σώθηκαν. Αντίθετα οι χήνες, λόγω τού σωματικού τους βάρους, καθηλώθηκαν κι αιχμαλωτίστηκαν.

Κάτι ανάλογο παθαίνουν και μερικοί άνθρωποι: κάθε φορά που ξεσπούν εσωτερικές διαμάχες σε μια πόλη, οι φτωχοί μετακινούνται εύκολα απ’ το ένα μέρος στ’ άλλο, και σώζονται. Όμως οι πλούσιοι, επειδή έχουν μέσα στην πόλη μεγάλες περιουσίες, μένουν πίσω, με αποτέλεσμα να καταντούν πολύ συχνά δούλοι.

Δίδαγμα πρώτο: το να είναι κάποιος λεπτός στο σώμα σημαίνει ευελεξία, ταχύτητα και δυνατότητα διαφυγής απ’ τον κίνδυνο. Αυτή η πραγματικότητα έχει εφαρμογή σε ποικίλες περιπτώσεις. Π.χ. ένας αδύνατος και λεπτός άνθρωπος έχει αυξημένες πιθανότητες να διαφύγει  απ’ τον κίνδυνο και ν’ αναρρώσει, αν υποστεί ένα οξύ καρδιακό επεισόδιο, σε σύγκριση μ’ έναν χοντρό άνθρωπο, του οποίου η παχυσαρκία αποτελεί υπονομευτικό παράγοντα για την υγεία του αλλά και ανασταλτικό επίσης στην περίπτωση σοβαρών προβλημάτων υγείας.

Δίδαγμα δεύτερο: σε καιρό πολέμου, οι φτωχοί δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Πολύ απλά, παίρνουν το σαρκίο τους και φεύγουν ως πρόσφυγες σε ξένη γη. Αντίθετα, οι πλούσιοι, στην προσπάθειά τους πολλές φορές να σώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, καθηλώνονται μέσα στη ζώνη τού πολέμου και χάνουν την ίδια τους τη ζωή. Δηλαδή ο πλούτος, σε εμπόλεμες περιόδους, γίνεται για κάποιους το «βαρίδι που τους τραβά κάτω στο βυθό και τους πνίγει».

Παροιμίες: «Όποιος δεν έχει τίποτι, έναι πιο κερδισμένος» (=όποιοι δεν διαθέτουν μεγάλες περιουσίες, αφενός δεν έχουν σκοτούρες στο κεφάλι τους κι αφετέρου δεν υπόκεινται σε επαχθή φορολόγηση) (Βουνός). «Στα πολλά βασανισμένη και λί' ανεπαμένη»[1] (Αμοργός). «Πᾶς τις πλούσιον ἄνδρα τίει, ἀτίει δὲ πενιχρόν/πᾶσιν δ' ἀνθρώποισ’ αὐτὸς ἔνεστι νόος» (Θέογνις, Elegia st. 620-621 Diehl)].

323. Χύτραι

Χύτραν ὀστρακίνην καὶ χαλκῆν ποταμὸς κατέφερεν. Ἡ δὲ ὀστρακίνη τῇ χαλκῇ ἔλεγεν· «Μακρόθεν μου κολύμβα, καὶ μὴ πλησίον· ἐὰν γάρ μοι σὺ προσψαύσῃς, κατακλῶμαι, κἂν ἐγὼ μὴ θέλουσα προσψαύσω».

Ὅτι ἐπισφαλής ἐστι βίος πένητι δυναστοῦ ἅρπαγος πλησίον παροικοῦντι.

[Ένας ποταμός παράσερνε μια χύτρα πήλινη και μια χύτρα χάλκινη. Η πήλινη είπε στη χάλκινη: «σε παρακαλώ, κολύμπα όσο πιο μακριά μου μπορείς! Μη με πλησιάζεις! Γιατί, κι ελάχιστα αν μ’ ακουμπήσεις ή αν πάλι εγώ άθελά μου σ’ ακουμπήσω, εγώ θα γίνω κομμάτια κι όχι εσύ!».

   Δίδαγμα: επισφαλής και αβέβαιη είναι η τύχη αλλά και η ζωή η ίδια τού αδύναμου ανθρώπου, που είχε την κακοτυχία να γειτονεύει με άνθρωπο παντοδύναμο και ταυτόχρονα ανήθικο. Όταν οι αδύνατοι ερίζουν και φιλονεικούν με ισχυρούς, πάντα ζημιά και βλάβη υφίστανται οι αδύνατοι.

Δηλαδή, αν ο ολοφάνερα δυνατός με τον ολοφάνερα αδύνατο συγκρουστούν, θα καταστραφεί σίγουρα ο αδύνατος. Είτε ο δυνατός επιτεθεί στον αδύνατο είτε ο αδύνατος επιτεθεί στο δυνατό, θα καταστραφεί ο αδύνατος. Παράδειγμα: εμπλέκεται ένα μικρό κράτος, με υποτυπώδη στρατιωτική ισχύ, σε πόλεμο μ’ ένα άλλο κράτος που αποτελεί υπερδύναμη. Το αποτέλεσμα είναι, δυστυχώς, προδιαγεγραμμένο σε βάρος τού ασθενικού κράτους. Αυτό δηλαδή συμβαίνει συνήθως. Υπάρχουν βεβαίως και οι εξαιρέσεις.

Παροιμίες: «Άμα χτυπήσει τ’ αυγό στην πέτρα, τ’ αυγό θα σπάσει. Κι άμα χτυπήσει η πέτρα τ’ αυγό, πάλι τ’ αυγό θα σπάσει» (Χίος). «Τ' αυγό όπου πέσει τζακίζεται» (Γιάννενα). «Σαράντα αυγκά στον τοίχον τζαι πάλ’ αλί τ’ αυγκά» (Κύπρος). «Παίζ' ο λύκος με τ' αρνί, κακό τό 'παθε τ' αρνί./Σε χίλιαις όρθαις αητός νικά» (Κρήτη). «Όποιος δουλέβγει βασιλιά, το νου ντου πάντα νάχει» (Φυτά Χίου)].  

324. Ψιττακὸς καὶ γαλῆ

Ψιττακόν τις ἀγοράσας ἀφῆκεν ἐπὶ τῆς οἰκίας νέμεσθαι. Ὁ δὲ τῇ ἡμερότητι χρησάμενος, ἀναπηδήσας ἐπὶ τὴν ἑστίαν ἐκάθισε, κἀκεῖθεν τερπνὸν ἐκεκράγει. Γαλῆ δὲ θεασαμένη ἐπυνθάνετο αὐτοῦ τίς τέ ἐστι καὶ πόθεν ἦλθεν. Ὁ δὲ εἶπεν· «Ὁ δεσπότης με νεωστὶ ἐπρίατο. — Οὐκοῦν, ἰταμώτατε ζῴων, ἔφη, πρόσφατος ὢν τοιαῦτα βοᾷς, ὅτε ἐμοὶ τῇ οἰκογενεῖ ἐπιτρέπουσιν οἱ δεσπόται, ἀλλ’ ἐάν ποτε τοῦτο πράξω, προσαγανακτοῦντες ἀπελαύνουσί με». Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο λέγων· «Οἰκοδέσποινα, ἀλλὰ σύ γε βάδιζε μακράν· οὑχ ὁμοίως γὰρ δυσχεραίνουσιν οἱ δεσπόται ἐπὶ τῇ ἐμῇ φωνῇ ὅσον ἐπὶ τῇ σῇ».

Πρὸς ἄνδρα πονηροψόγον ἑτέροις ἀεὶ αἰτίας προσάπτειν ἐπιχειροῦντα ὁ λόγος εὔκαιρος.

[Μια φορά ένας άνθρωπος αγόρασε έναν παπαγάλο. Τον αμόλησε μέσα στο σπίτι του να γυρίζει ελεύθερος. Ο παπαγάλος εκμεταλλεύτηκε την απόλυτη ελευθερία που του χορήγησε τ’ αφεντικό κι αναπήδησε πάνω στο τζάκι. Κούρνιασε εκεί πάνω κι έκραζε όλο χαρά.

Η γάτα τού σπιτιού, σαν τον είδε, άρχισε να τον ρωτά ποιος είναι κι από πού ξεφύτρωσε: «εσύ πάλι ποιος είσαι; Από πού μας κουβαλήθηκες; Ποιος σ’ έφερε εδώ;». – «Να, τώρα τελευταία μ’ αγόρασε τ’ αφεντικό και μ’ έφερε στο σπίτι». – «Α, έτσι λοιπόν αναιδέστατο πλάσμα! Ήρταν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα! Μας ήρτες καινούργιος καινούργιος, κι έχεις το θράσος να ξελαρυγγιάζεσαι κι αποπάνω! Για πρόσεξε καλά: εγώ που με βλέπεις είμαι σ’ αυτό το σπίτι απ’ τα γεννοφάσκια μου. Κι όμως τ’ αφεντικά ποτέ δε μού δώσαν άδεια ν’ ανοίξω το στόμα μου! Κι αν καμμιά φορά νιαουρίσω χωρίς να πάρω την άδειά τους, θυμώνουν οι αφέντες και με πετάνε έξω απ’ το σπίτι με τις κλωτσιές!».

Ο παπαγάλος όμως είχε έτοιμη την ειρωνική απάντηση: «κοίταξε, κουκλίτσα μου, θα σε συμβούλευα να κάνεις λίγο πιο πέρα και να μη μού κολλάς! Άλλο πράμα η δικιά σου φωνή, άλλο η δικιά μου! Όπως φαίνεται, τ’ αφεντικά ενοχλούνται περισσότερο με τη δικιά σου φωνή και λιγότερο με τη δικιά μου!».

Ο μύθος ταιριάζει για άνθρωπο φιλοκατήγορο, που του αρέσει να βρίσκει συνεχώς κουσούρια στους άλλους ώστε να τους κακολογεί.

Παροιμίες: «Έβγαλ’ ο κλέφτης τη φωνή, λοπά[2] ο νοικύρης» (Πυργί). «Να μπήξ’ ο κλέφτης τη φωνή να φοβηθ’ ο ντραγάτης» (Θυμιανά). «Σύρνει τη φωνή ο κλέφτης, χώνεται ο νοικοκύρης» (Βολισσός). Ποντιακή: «Έρθαν τα όρνα ας σα ραχία κ’ εξέγκαν τα βούδα ας σα μαντρία». «Ήρταν οι λύκοι να βγάλουν τα πρόβατα» (Αμοργός). «Έρθαν τ’ άγρζα να βγάλ’νε τα ήμερα» (Σκύρος). «Ήρταν τα πετούμενα να βγάλουν τα καθούμενα  (Κάρπαθος). «Ήρτανι τ’ άγρια να βγάλνι τα ήμιρα» (Σάμος). «Βγάλε την αράχνη από το σπίτι σου να μη σε βγάλει εκείνη όξω» (Κρήτη). «Ήρταν τ’ αλάφια πε’ το β’νι να βγάλιν τα βόδγια π’ το παχνί» (Λέσβος). «Ήρταν οι αππέξω να βκάλουν τους αππέσω./Ήρταν τα άρκα[3] να βκάλουν τα ήμερα./Ήρτασιν τα σελιδόνια να βκάλουσι τους στρούθους[4]./Κάμν' ο κλέφτης αλοχήν[5] να βοηθεί[6] που χάσει./Κάμν' ο κλέφτης αναλοσήν να φύει ο νοικοτζύρης» (Κύπρος)].

325. Ψύλλα καὶ ἀθλητής

Ψύλλα ποτὲ πηδήσασα ἐκάθισεν ἐπὶ πόδα ἀνδρὸς ἀθλητοῦ σοβοῦντος καὶ ἁλομένη ἐνῆκε δῆγμα. ὁ δὲ ἀκροχολήσας ‹καὶ› εὐτρεπίσας τοὺς ὄνυχας οἷός τε ἦν συνθλάσαι τὴν ψύλλαν. ἡ δ᾽ ὑφ᾽ ὁρμῆς φυσικῆς πήδημα λαβοῦσα ἀπέδρα τοῦ θανεῖν ἀπαλλαγεῖσα. καὶ ὃς στενάξας εἶπεν· «ὦ Ἡράκλεις, ὅταν πρὸς ψύλλαν οὕτως, πῶς ἐπὶ τοὺς ἀνταγωνιστὰς συνεργὸς ἔσῃ;».

Ὁ λόγος δηλοῖ μὴ δεῖν ἐπὶ τὰ ἐλάχιστα καὶ ἀκίνδυνα ἐπ᾽ εὐθεῖαν τοὺς θεοὺς ἐπικαλεῖν, ἀλλ᾽ ἐπὶ ταῖς μείζοσιν ἀνάγκαις.

[Μια φορά ένας ψύλλος έκανε πήδημα και κάθισε πάνω στο πόδι κάποιου αθλητή. Καθώς λοιπόν ο αθλητής περπατούσε, κάνοντας μεγάλο βηματισμό, ο ψύλλος χοροπήδαγε και, τελικά, έριξε στον αθλητή μια δαγκωματιά.

Του αθλητή τού ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι: ετοίμασε αμέσως τα νύχια του κι ήταν έτοιμος να γραπώσει και να λειώσει τον ψύλλο. Ο ψύλλος όμως, με τη φόρα που είχε πάρει, έκανε κι άλλο πήδημα και του ξέφυγε, γλυτώνοντας το θάνατο.

Τότε ο αθλητής στέναξε κι αναφώνησε: «ω Ηρακλή, ωραία βοήθεια μού προσφέρεις με τον ψύλλο! Έτσι θα σταθείς στο πλευρό μου και στον αγώνα με τους αντιπάλους μου;».

Δίδαγμα: για προβλήματα ασήμαντα και μηδαμινά, δεν πρέπει κανείς να επικαλείται κατευθείαν τη βοήθεια τών θεών. Πρέπει να επικαλούμαστε τη βοήθεια τού θεού μονάχα σε κρίσιμες στιγμές πραγματικής ανάγκης. Δεν πρέπει κάποιος «για ψύλλου πήδημα» να ζητά την άνωθεν βοήθεια, διότι έτσι γελοιποείται κι ο θεός!].

326. Ψύλλα καί ἂνθρωπος

Ψύλλα δὲ ποτέ τινι πολλὰ ἠνώχλει.
Καὶ δὴ συλλαβών· «Τίς εἶ σύ, ἀνεβόα, ὅτι πάντα μου μέλη κατεβοσκήσω εἰκῆ καὶ μάτην ἐμὲ καταναλίσκων;».
Ἡ δὲ ἐβόα· «Οὕτως ζῶμεν, μὴ κτείνῃς· μέγα γὰρ κακὸν οὐ δύναμαι ποιῆσαι».

Ὁ δὲ γελάσας πρὸς αὐτὴν οὕτως ἔφη·
«Ἄρτι τεθνήξῃ χερσί μου ταῖς ἰδίαις· ἅπαν γὰρ κακόν, οὐ μικρόν, οὐδὲ μέγα οὐδ’ ὅλως πρέπει καθόλου φυῆναι».

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ὁ κακὸς οὐ πρέπει ἐλεηθῆναι, κἂν μέγας ᾖ, κἂν μικρός.

[Ένας ψύλλος κάποτε ενοχλούσε πολύ έναν άνθρωπο. Τον τσιμπούσε εδώ κι εκεί και δεν τον άφηνε σε ησυχία. Τότε ο άνθρωπος πιάνει στο χέρι του τον ψύλλο και του λέει: «ποιος είσαι εσύ που έχεις κατατσιμπήσει όλα μου τα μέλη, χωρίς εγώ να σε πειράξω, κι έρχεσαι και τρως όλο μου το σώμα;».

Ο ψύλλος απάντησε: «ε, τι να κάνουμε! Τέτοια είναι η ζωή εμάς τών ψύλλων και των άλλων εντόμων: είμαστε τα παράσιτα τής κοινωνίας! Αν δεν τσιμπήσουμε άλλους και δεν πιούμε το αίμα τους, δε γίνεται να ζήσουμε. Έτσι μάθαμε να ζούμε, σε βάρος άλλων. Επομένως, μη με σκοτώσεις! Μεγαλύτερο κακό απ’ αυτό – που σου ήπια λίγο αίμα – δε μπορώ να σου κάμω».

Ο άνθρωπος γέλασε ειρωνικά κι είπε στον ψύλλο: «θα πεθάνεις, εδώ και τώρα, στα χέρια μου! Διότι ένα κακό, είτε μεγάλο είναι αυτό είτε μικρό, πρέπει να εξαλείφεται την ώρα που γεννιέται και να μην το αφήνουμε καν να ξεφυτρώνει και να κάνει την εμφάνισή του».

Δίδαγμα: ένα κακό, μικρό ή μεγάλο, πρέπει να πατάσσεται εν τη γενέσει του και να εξαλείφεται, προτού θεριέψει].

327. Ψύλλα καὶ βοῦς

Ψύλλα δέ ποτε τὸν βοῦν οὕτως ἠρώτα· «Τί δὴ [παθὼν] ἀνθρώποις ὁσημέραι δουλεύεις, καὶ ταῦτα ὑπερμεγέθης καὶ ἀνδρεῖος [τυγχάνων], μοῦ σάρκας αὐτῶν οἰκτίστως διασπώσης καὶ τὸ αἷμα <αὐτῶν> χανδόθεν πινούσης;». Ὁ δ’· «Οὐκ ἄχαρίς εἰμι μερόπων γένει· στέργομαι γὰρ παρὰ αὐτῶν καὶ φιλοῦμαι [ἐκτόπως], τρίβομαί τε συχνῶς μέτωπόν [τε] καὶ ὤμους».
Ἡ δέ· «Ἀλλ’ ἐμοὶ γοῦν τέως τῇ δειλαίᾳ ἡ σοὶ φίλη τρίψις οἴκτιστος <δὴ> μόρος, ὅτε καὶ τύχῃ συμβαίνει <μοι ἁλῶναι>».

Ὅτι οἱ διὰ τοῦ λόγου ἀλαζόνες καὶ ὑπὸ τοῦ εὐτελοῦς ἡττῶνται.

[Ένας ψύλλος κουβέντιαζε μ’ ένα βόδι, και το ρωτούσε: «είσαι με τα καλά σου; Τόσα σού κάνουν οι άνθρωποι κι εσύ, καθημερινά, τους δουλεύεις σα σκλάβος! Εσύ που είσαι τόσο μεγαλόσωμο ζώο και τόσο δυνατό! Κοίτα εμένα: είμαι ένα τόσο μικρό πλάσμα, κι όμως έχω το θάρρος να επιτίθεμαι στον άνθρωπο, να του σκίζω τις σάρκες, να του πίνω αχόρταγα το αίμα!».

Το βόδι απάντησε: «εγώ δεν είμαι αχάριστο ζώο απέναντι στους ευεργέτες μου: δέχομαι ξεχωριστή αγάπη και στοργή απ’ τους ανθρώπους. Συχνά μάλιστα οι αυτοί μέ χαϊδεύουν και μου τρίβουν το μέτωπο και τους ώμους».

Τότε ο ψύλλος είπε: «πάντως το τρίψιμο – που για σένα είναι χαρά κι ευτυχία – για μας τούς ψύλλους είναι καταστροφή και θάνατος! Εκεί που χαϊδεύουν και τρίβουν εσάς, στο ίδιο σημείο εμάς, χωρίς καν να το καταλάβουν, μας λειώνουν».

Δίδαγμα πρώτο: η παλληκαριά κάποιων είναι μονάχα στα λόγια, αφού με την παραμικρή απειλή φωλιάζει στην ψυχή τους ο φόβος.

Δίδαγμα δεύτερο: οι σκάρτοι και ελεεινοί χαρακτήρες, για να μη νιώθουν άβολα μέσα στα χάλια τους, θέλουν και παρέα! Προσπαθούν επομένως να παρασύρουν στη βρομοπαρέα τους και τους καλούς και ηθικούς ώστε το «κόμπλεξ» τους να γίνεται μικρότερο].

328. Ἀνὴρ ἔχιν ἀνελόμενος

Ὥρᾳ χειμῶνος ἔχις τις πλησίον ὁδοῦ κατέκειτο καὶ τῇ τοῦ ψύχους σφοδρότητι ἐκινδύνευε διαφθαρῆναι. ἀνὴρ δέ τις παρερχόμενος καὶ ταύτην ἰδὼν κατώκτειρε, καὶ ἄρας τῆς γῆς τῷ ἰδίῳ κόλπῳ ἐναπέθετο. ἡ δὲ ἔχις διαθερμανθεῖσα εὐθὺς καιρίῳ δήγματι τὸν ἄνδρα ἀπέκτεινεν.

Οὗτος δηλοῖ ὡς ὁ φύσει κακός, κἂν ἀγαθόν τι παρὰ τινοσοῦν ἐπισπάσαιτο, τῷ εὐεργέτῃ μᾶλλον κακὰ ἀποδίδωσιν.

[Μέσα στο καταχείμωνο, κάποιος βρήκε κοντά στο δρόμο μιαν οχιά. Αυτή, απ’ το πολύ κρύο, κινδύνευε να πεθάνει. Ο άνθρωπος λοιπόν, την ώρα που περνούσε απ’ το δρόμο, την είδε, τη λυπήθηκε, την έπιασε απ’ το χώμα και την έβαλε μέσα στον κόρφο του, για να τη ζεστάνει.

Η οχιά, μόλις ζεστάθηκε και συνήλθε απ’ την παγωνιά, αμέσως έριξε μια δαγκωματιά στον ευεργέτη της και τον σκότωσε.

Ο μύθος υπαινίσσεται ότι όποιος είναι σκάρτος και παλιάνθρωπος απ’ την κοιλιά τής μάννας του, αυτός, ακόμα κι αν δεχτεί τη μεγαλύτερη ευεργεσία από κάποιον, σίγουρα θα ανταμείψει τον ευεργέτη του με αχαριστία και με κακουργία.

Παροιμίες: «Φίδι έτρεφα στον κόρφο μου!». Παλαιά Διαθήκη: «Καὶ ἡνίκα ἂν συμβῇ ἡμῖν πόλεμος, προστεθήσονται καὶ οὗτοι πρὸς τοὺς ὑπεναντίους» (Έξοδος, 1. 10). «Έχαμε τσαι στσύλε τσαι βό'θα τ' λα'ού» (Είχαμε και σκύλο και βοήθαν τού λαγού) (Σκύρος). «Περνά το νερόν κάτω που τ' άχερα» (Κάρπαθος). (Βλέπε και το μύθο Γεωργός καὶ ὄφις ὑπὸ κρύους πεπηγώς)].

329. Καρκίνος καὶ ἀλώπηξ

Καρκῖνος ἀναβὰς ἀπὸ τῆς θαλάσσης ἐπί τινος αἰγιαλοῦ μόνος ἐνέμετο. Ἀλώπηξ δὲ λιμώττουσα, ὡς ἐθεάσατο αὐτόν, ἀποροῦσα τροφῆς, προσδραμοῦσα συνέλαβεν αὐτόν. Ὁ δὲ μέλλων καταβιβρώσκεσθαι ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε δίκαια πέπονθα, ὅτι θαλάσσιος ὢν χερσαῖος ἠβουλήθην γενέσθαι».

Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τὰ οἰκεῖα καταλιπόντες ἐπιτηδεύματα καὶ τοῖς μηδὲν προσήκουσιν ἐπιχειροῦντες εἰκότως δυστυχοῦσιν.

[Ένας κάβουρας βγήκε απ’ τη θάλασσα, και, μόνος του, προχωρούσε πάνω στην παραλία, ψάχνοντας τροφή. Μια αλεπού πεινασμένη, μόλις τον είδε, έτρεξε κοντά του, τον άρπαξε και τον έφαγε.

Προτού τον φάει η αλεπού, ο κάβουρας είπε: «καλά να πάθω! Αφού ο φυσικός μου χώρος είναι η θάλασσα, τι ήθελα να ξεμακραίνω στη στεριά;».

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε μερικούς ανθρώπους: αφήνουν τις γνώριμες ασχολίες τους και καταπιάνονται με δραστηριότητες που δεν κατέχουν, με λογικό αποτέλεσμα όχι μόνο ν’ αποτυγχάνουν αλλά και να εκθέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο.

Παροιμίες: «Πε μου πως σε δείρανε κ’ εγώ κατέω πόσαις ραβδιαίς έφαες» (Κρήτη). «Λαγός δεν είσαι, στο κλαδί είντα θες;» (Κρήτη). «Όντε θα πάρει κιανένα ο διάολος, παίρνει πρώτα τον νουν του» (Κρήτη). «Η ίδια ιδέα στον Αισχύλο: «ἀλλ᾽, ὅταν σπεύδῃ τις αὐτός, χὠ θεὸς συνάπτεται» (Πέρσαι, στ. 743)[7]. «Μωμήσεται μᾶλλον ἢ μιμήσεται: ἐπὶ τῶν ἀπαιδεύτων» (Γρηγορίου τού Κυπρίου). (Βλέπε και το μύθο Πίθηξ καὶ ἁλιεῖς)].

330. Καρκίνος καὶ μήτηρ

Μὴ λοξὰ περιπατεῖν καρκίνῳ μήτηρ <ἔλεγε> μηδὲ τῇ ὑγρᾷ πέτρᾳ τὰς πλευρὰς προστρίβειν. Ὁ δὲ εἶπεν· «Μῆτερ, σύ, ἡ διδάσκουσα, ὀρθὰ βάδιζε καὶ βλέπων σε ζηλώσω».

 Ὅτι τοὺς μεμψιμοίρους πρέπον ἐστὶν ὀρθὰ βιοῦν καὶ βαδίζειν, καὶ τότε ὅμοια διδάσκειν.

[Η μάννα τού κάβουρα συμβούλευε το γιο της: «γιε μου, μην περπατάς στα πλάγια, βάδιζε ίσια στο δρόμο! Και να μην ακουμπάς μήτε να ξύνεις το σώμα σου πάνω στ’ άγρια βράχια!».

Και το παιδί είπε στη μάννα: «μάννα, αυτά που με δασκαλεύεις κάνε τα πρώτα εσύ, κι εγώ, βλέποντάς σε, θ’ ακολουθήσω το παράδειγμά σου!».

Δίδαγμα: όσοι μονίμως κριτικάρουν τούς άλλους και μονάχα νουθεσίες ξέρουν να δίνουν ας φροντίσουν πρώτα να δίνουν με το παράδειγμά τους τον κανόνα τής ορθής βιοτής, ώστε να διδάσκουν έργω και ουχί λόγω. 

Παροιμίες: «Ο κάβουρας μαλλώνει τα παιδιά του γιατί περπατούν στραβά» (Κρήτη). «Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις» (Χίος). «Γραμματικέ που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις». «Ὅσα νεμεσᾷς τῷ πλησίον, αὐτὸς μὴ ποίει» (Ό,τι δεν σου αρέσει στους άλλους, να μην το κάνεις ο ίδιος) (3.1.172ε, Πιττακὸς Υρραδίου Λέσβιος. Επτά Σοφοί, Στοβαίος). « ψέγομεν ἡμεῖς, ταῦτα μὴ μιμώμεθα (Μένανδρος 5)./Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός» (Σιχαίνομαι τον πολύξερο που συμβουλεύει άλλους, αλλά την ίδια ώρα θέλει ο ίδιος νουθεσία) (Μένανδρος 332). Λατινική: «Medice, cura te ipsum!» (Γιατρέ, γιάτρεψε τον εαυτό σου!). «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 5. 14-16)].


[1] Το νόημα: «η ψυχή τού ανθρώπου βασανίζεται με τα πολλά πλούτη ενώ με τα λίγα είναι ήρεμη».

[2] λουπάζω και λουπώ (Βουνός): <λωπάζω<λώπ(η)+-άζω. Αναπνέω με δυσκολία, τείνω προς λιποθυμία. [λούπαση η (Βουνός): η αναπνευστική δυσφορία λόγω καύσωνα, η τάση προς λιποθυμία. Προφανέστατα: λούπαση<λώπαση<λώπ(η) (=ένδυμα)+-αση. Δηλαδή λούπαση=η αναπνευστική δυσχέρεια η παραπλήσια με την παρεμπόδιση τής αναπνοής με κάποιο ρούχο].

[3] άγρια.

[4] Τα χελιδόνια είναι αποδημητικά πτηνά ενώ οι σπουργίτες επιδημητικό (ενδημικό) είδος. στρούθος ο (Κύπρος): <αρχ. στρουθός/στρούθος ο. Ο σπουργίτης, κάθε μικρό πτηνό. [Αρχ. μέγας στρουθός και στρουθός κατάγαιος (=η στρουθοκάμηλος, η τρέχουσα επί του εδάφους-η μη πετώσα)]. 

[5] αλοσιή/αλοχή/αναλοσιή (Κύπρος): <αρχ. αλαλή η/δωρ. αλαλά*<αρχ. αλαλαγή (=αλαλαγμός, πολεμική κραυγή)<αρχ. αλαλάζω. Αναβρασμός, ταραχή, θόρυβος.

   *Αλαλά η: η θυγατέρα τού θεού Πολέμου. 

[6] φοβηθεί.

[7] Στην τραγωδία «Πέρσαι» τού Αισχύλου, ο Δαρείος, πατέρας τού ηττημένου στην Ελλάδα Ξέρξη, αποδίδει την ήττα τού γιού του, στη ναυμαχία τής Σαλαμίνας, στην έπαρση και μεγαλαυχία τού Ξέρξη, ο οποίος «πήγε γυρεύοντας». Δηλαδή, όταν κανείς προκαλεί τούς θεούς με την αλαζονική συμπεριφορά του, είναι αναμενόμενο πως θα τιμωρηθεί!

Άλλες απόψεις: Του Λεωνίδα Πυργάρη