Αισώπου μύθοι Νο 6

Παρ, 20/10/2023 - 22:49
Λεωνίδας Πυργάρης
  1. Λέων μῦν φοβηθεὶς καὶ ἀλώπηξ

 

   Λέοντος κοιμωμένου μῦς τὸ σῶμα διέδραμεν. Ὁ δὲ ἐξαναστὰς πανταχόθεν περιειλίττετο ζητῶν τὸν προσεληλυθότα. Ἀλώπηξ δὲ αὐτὸν θεασαμένη ὠνείδιζεν, εἰ λέων ὢν μῦν ηὐλαβήθη. Καὶ ὃς ἀπεκρίνατο· «Οὐ τὸν μῦν ἐφοβήθην, ἐθαύμασα δὲ εἴ τις λέοντος κοιμωμένου τὸ σῶμα ἐπιδραμεῖν ἐτόλμησεν».

   Ὁ λόγος διδάσκει τοὺς φρονίμους τῶν ἀνθρώπων μηδὲ τῶν μετρίων πραγμάτων καταφρονεῖν.

   [Καθώς κοιμόταν ένα λιοντάρι, ένας ποντικός πέρασε τρέχοντας πάνω από το σώμα του. Το λιοντάρι, ξαφνιασμένο, πετάχτηκε πάνω και κυλιόταν εδώ κι εκεί, προσπαθώντας να εντοπίσει ποιος το άγγιξε. Μια αλεπού, που είδε όλη αυτή την εικόνα, κοροΐδευε το λιοντάρι και του είπε: «καλά, δεν ντρέπεσαι καθόλου; Εσύ, ένα λιοντάρι, να φοβάσαι έναν ποντικό!». – «Δεν φοβήθηκα τον ποντικό. Αλλά μού έκαμε εντύπωση ποιος τόλμησε ν’ αγγίξει το σώμα ενός κοιμισμένου λιονταριού!».

   Δίδαγμα: οι μυαλωμένοι άνθρωποι πρέπει να παίρνουν στα σοβαρά ακόμα και τις πιο ασήμαντες απειλές].

 

  1. Περιστερὰ διψῶσα

 

   Περιστερὰ δίψει συνεχομένη, ὡς ἐθεάσατο ἔν τινι πίνακι κρατῆρα ὕδατος γεγραμμένον, ὑπέλαβεν ἀληθινὸν εἶναι. Διόπερ πολλῷ ῥοίζῳ ἐνεχθεῖσα ἔλαθεν ἑαυτὴν τῷ πίνακι ἐντινάξασα. Συνέβη δὲ αὐτῇ, τῶν πτερῶν περιθραυσθέντων, ἐπὶ τῆς γῆς καταπεσοῦσαν ὑπό τινος τῶν παρατυχόντων συλληφθῆναι.

   Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ σφοδρὰς ἐπιθυμίας ἀπροσκέπτως τοῖς πράγμασιν ἐπιχειροῦντες λανθάνουσιν ἑαυτοὺς εἰς ὄλεθρον εἰσιέντες.

   [Ένα περιστέρι βασανιζόταν απ’ τη δίψα. Είδε έναν ζωγραφικό πίνακα ο οποίος απεικόνιζε ένα δοχείο γεμάτο με νερό. Η ζωγραφιά τού πίνακα ήταν τόσο ρεαλιστική και πετυχημένη που το περιστέρι πίστεψε πως εκεί υπήρχε στ’ αλήθεια ένα δοχείο με νερό. Έτσι λοιπόν παίρνει φόρα το περιστέρι και ορμά πάνω στον ζωγραφικό πίνακα για να πιεί νερό. Λόγω τής πρόσκρουσης τσακίστηκαν τα φτερά του. Το περιστέρι πέφτει σακατεμένο στη γη. Κάποιος περαστικός το συλλαμβάνει.

   Κάτι ανάλογο παθαίνουν και μερικοί άνθρωποι: γίνονται, κάποιες φορές, δούλοι σε κάποιες βλαπτικές για τους ίδιους επιθυμίες τους (κάπνισμα, αλκοόλ, ναρκωτικά, χαρτοπαιξία κ.ά.π.). Και δεν καταλαβαίνουν πως αυτή η υποδούλωση τούς οδηγεί, αργά αλλά σταθερά, στην ολοκληρωτική καταστροφή].

 

  1. Λέων καὶ μῦς ἀντευεργέτης

 

   Λέοντος κοιμωμένου μῦς τῷ σώματι ἐπέδραμεν. Ὁ δὲ ἐξαναστὰς καὶ συλλαβὼν αὐτὸν οἷός τε ἦν καταθοινήσασθαι. Τοῦ δὲ δεηθέντος μεθεῖναι αὐτὸν καὶ λέγοντος ὅτι σωθεὶς χάριτας αὐτῷ ἀποδώσει, γελάσας ἀπέλυσεν αὐτόν. Συνέβη δὲ αὐτὸν μετ’ οὑ πολὺ τῇ τοῦ μυὸς χάριτι περισωθῆναι· ἐπειδὴ γὰρ συλληφθεὶς ὑπό τινων κυνηγετῶν κάλῳ ἐδέθη τινὶ δένδρῳ, τὸ τηνικαῦτα ἀκούσας ὁ μῦς αὐτοῦ στένοντος ἐλθὼν τὸν κάλων περιέτρωγε καὶ λύσας αὐτὸν ἔφη· «Σὺ μὲν οὕτω μου τότε κατεγέλασας ὡς μὴ προσδεχόμενος παρ’ ἐμοῦ ἀμοιβὴν κομιεῖσθαι· νῦν δὲ εὖ ἴσθι ὅτι ἐστὶ καὶ παρὰ μυσὶ χάρις».

   Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι καιρῶν μεταβολαῖς οἱ σφόδρα δυνατοὶ τῶν ἀσθενεστέρων ἐνδεεῖς γίνονται.

   [Καθώς κοιμόταν ένα λιοντάρι, ένας ποντικός ανέβηκε πάνω στο σώμα του και περπάταγε. Το λιοντάρι ξύπνησε, άρπαξε τον ποντικό και ήταν έτοιμο να τον κάνει μια χαψιά. Το ποντίκι παρακάλεσε: – «άφησέ με να ζήσω! Για σένα ούτε μια μπουκιά δεν είμαι. Αν με αφήσεις να ζήσω, θα σε ευγνωμονώ αιώνια και θα σου ανταποδώσω την ευεργεσία». Το λιοντάρι, γελώντας, τελικά άφησε τον ποντικό να ζήσει: «Ποια ευεργεσία είσαι εσύ σε θέση να προσφέρεις σ’ εμένα;».

   Λίγες μέρες αργότερα, τα πράγματα ήρθαν έτσι που το λιοντάρι σώθηκε απ’ τον ποντικό. Συγκεκριμένα: το λιοντάρι αιχμαλωτίστηκε από κάποιους κυνηγούς, και, με ένα χοντρό σκοινί, ήταν δεμένο πάνω σε ένα δέντρο. Ο ποντικός τότε άκουσε τούς βρυχηθμούς τού λιονταριού, το πλησίασε, με τα δόντια του μασούλησε το χοντρό σκοινί, και στο τέλος ελευθέρωσε το λιοντάρι. Και συμπλήρωσε: «πριν από λίγες μέρες, όταν σου υποσχέθηκα πως θα σε βοηθήσω αν ποτέ βρεθείς σε ανάγκη, με ειρωνεύτηκες, με περιγέλασες και δε με πήρες στα σοβαρά. Τώρα όμως βλέπεις ότι ακόμα κι ένας ποντικός μπορεί να σε σώσει!».

   Συμπέρασμα: «έχει ο καιρός γυρίσματα», και, συχνά, ακόμα και οι πολύ δυνατοί βρίσκονται στην ανάγκη τών πιο αδύναμων].

 

  1. Παιδίον ἐσθίον σπλάγχνα

   Βοτῆρες ἐπ’ ἀγρῷ θύοντες αἶγα τοὺς σύνεγγυς ἐκάλεσαν. Σὺν αὐτοῖς δὲ ἦν καὶ γυνὴ πενιχρά, μεθ’ ἧς καὶ ὁ παῖς αὐτῆς. Προϊούσης δὲ τῆς εὐωχίας, τὸ παιδίον ὀγκωθὲν τὴν γαστέρα ἐκ τῶν κρεῶν, ὀδυνώμενον ἔλεγεν· «Ὦ μῆτερ, τὰ σπλάγχνα ἐμῶ». Ἡ δὲ μήτηρ αὐτοῦ εἶπεν· «Οὐχὶ τὰ σά, τέκνον, ἃ δὲ κατέφαγες».

   Ὁ μῦθος οὗτος πρὸς ἄνδρα χρεωφειλέτην, ὅστις ἑτοίμως τὰ ἀλλότρια λαμβάνων, ὅταν ἀπαιτηθῇ ταῦτα, οὕτως ἄχθεται ὥσπερ ἐὰν οἴκοθεν ταῦτα ἐδίδου.

   [Κάποιοι τσοπάνηδες, στην εξοχή που ζούσαν, έσφαξαν μια αίγα. Κάλεσαν και τους γείτονες στο τραπέζι για να τη φάνε όλοι μαζί. Στην παρέα τών καλεσμένων ήταν και μια φτωχιά γυναίκα που είχε φέρει μαζί και τον γιο της. Όσο κράταγε το φαγοπότι, εκείνο το παιδί, λιμασμένο και στερημένο όπως ήταν, έπεσε με τα μούτρα στα φαγητά. Έφαγε μέχρι σκασμού. Η κοιλιά του ήταν έτοιμη να σκάσει από το υπερβολικό φαγητό.

   Σε λίγο, από τη δυσφορία και την ενόχληση τού στομαχιού, ήταν έτοιμο να ξεράσει: «αχ, μάννα μου, θα βγάλω τ’ άντερά μου! Άχου, η κοιλίτσα μου!». – «Δεν θα ξεράσεις τ’ άντερά σου! Θα ξεράσεις τα ξένα φαγιά που καταβρόχθισες!».

   Τούτη η ιστορία διδάσκει ότι όποιος, εντελώς ασυλλόγιστα, παίρνει δάνεια, κάποια στιγμή πρέπει να τα επιστρέψει. Όταν λοιπόν τα δάνεια γίνονται απαιτητά από τους δανειστές, τότε οι δανειολήπτες δυσφορούν και δεν θέλουν να τα γυρίσουν πίσω, λες και τα χρήματα που κάποτε πήραν ήταν δικά τους].

 

  1. Παῖς κλέπτης καὶ μήτηρ

 

   Παῖς ἐκ διδασκαλείου τὴν τοῦ συμφοιτητοῦ δέλτον ὑφελόμενος τῇ μητρὶ ἐκόμισε. Τῆς δὲ οὐ μόνον αὐτῷ μὴ ἐπιπληξάσης, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπαινεσάσης αὐτὸν, ἐκ δευτέρου ἱμάτιον κλέψας ἤνεγκεν αὐτῇ. Ἔτι δὲ μᾶλλον ἐπαινεσάσης αὐτὸν ἐκείνης, προϊὼν τοῖς χρόνοις, ὡς νεανίας ἐγένετο, ἤδη καὶ τὰ μείζονα κλέπτειν ἐπεχείρει. Ληφθεὶς δέ ποτε ἐπ’ αὐτοφώρῳ καὶ περιαγκωνισθεὶς ἐπὶ τὸν δήμιον ἀπήγετο. Τῆς δὲ ἐπακολουθούσης αὐτῷ καὶ στερνοκοπουμένης, εἶπε βούλεσθαί τι αὐτῇ εἰπεῖν πρὸς τὸ οὖς· καὶ ἐπεὶ τάχιστα αὐτῷ προσῆλθε, τοῦ ὠτίου ἐπιλαβόμενος, κατέδακεν αὐτό. Τῆς δὲ κατηγορούσης αὐτοῦ δυσσέβειαν, εἴπερ μὴ ἀρκεσθεὶς οἷς ἤδη πεπλημμέληκε, καὶ τὴν μητέρα ἐλωβήσατο, ἐκεῖνος ὑποτυχὼν εἶπεν· «Ἀλλὰ τότε ὅτε σοι πρῶτον τὴν δέλτον κλέψας ἤνεγκα, εἰ ἐπέπληξάς μοι, οὐκ ἂν μέχρι τούτου ἐχώρησα, ὡς καὶ ἐπὶ θάνατον ἀπάγεσθαι».

   Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τὸ κατ’ ἀρχὰς μή κολαζόμενον ἐπὶ μεῖζον αὔξεται.

   [Μια φορά ένα σχολιαρόπαιδο βούτηξε την πλάκα (το σημερινό τετράδιο) τού συμμαθητή του στο σχολείο, και την έφερε στη μάννα του. Η μάννα όχι μόνο δεν μάλωσε το γιο της αλλά τού είπε και μπράβο. Τη δεύτερη φορά, το κλεφτρόνι «τσίμπησε» ένα πανωφόρι πάλι στο σχολείο, και το κουβάλησε κι αυτό στη μάννα του. Η μάννα πάλι παίνεψε τον «λεβέντη» της για το «κατόρθωμά» του.

   Το μικρό παιδί μεγάλωσε κι έγινε νεαρούλης. Τώρα άρχισε να καταπιάνεται με πιο χοντρές κλοπές. Κάποια στιγμή τον έπιασαν στα πράσα, του δέσανε τα χέρια πισθάγκωνα, και τον πήγαιναν κατευθείαν στον δήμιο. Τότε η μάννα του ακολουθούσε από πίσω του. Βάραγε τα στήθια της και θρηνούσε. Κάποια στιγμή, ο γιος της τής φώναξε πως κάτι ήθελε να της ψιθυρίσει στ’ αυτί. Μόλις τον πλησίασε εκείνη, ο γιος γράπωσε με τα δόντια του το αυτί της, το δάγκασε με όλη του τη δύναμη και της το ξερίζωσε.

   Η γυναίκα ξέσπασε σε κατηγορίες κατά τού παιδιού της: «Ξεδιάντροπε! Δεν σε φτάνουν τα τόσα παραπτώματα που έκαμες! Έφτασες στο σημείο, βρε αλήτη, ακόμα και την ίδια τη μάννα σου να σακατέψεις;».

   Αλλά ο γιος τής έκοψε τη φόρα και την έκραξε χοντρά: «μωρή παλιογυναίκα, τώρα σκέφτηκες πως είσαι μάννα μου; Τότε που ήμουνα μικρό παιδί, και πρωτάρχισα τις κλεψιές και τις αλητείες, τότε που σού έφερα στο σπίτι την κλεμμένη πλάκα από το σχολείο, πού ήσουν τότε; Γιατί τότε δεν με συμμάζεψες; Δεν ήξερες πως, με τη λάσκα που μου άφησες όλα αυτά τα χρόνια, θα αλήτευα; Άμα τότε με περιόριζες, σήμερα δεν θα με τραβολογούσε η Αστυνομία για εκτέλεση!».

   Δίδαγμα: το κακό, αν δεν τιμωρείται από την αρχή, με τον καιρό θεριεύει και φουντώνει. Ο γονιός έχει την αποκλειστική ευθύνη για τα όποια παραστρατήματα τού παιδιού του].

 

  1. Ὄνος (χωλαίνειν προσποιούμενος) καὶ λύκος

 

   Ὄνος ἔν τινι λειμῶνι νεμόμενος, ὡς ἐθεάσατο λύκον ἐπ’ αὐτὸν ὁρμώμενον, χωλαίνειν προσεποιεῖτο. Τοῦ δὲ προσελθόντος αὐτῷ καὶ τὴν αἰτίαν πυνθανομένου δι’ ἣν χωλαίνει, ἔλεγεν ὡς φραγμὸν διαβαίνων σκόλοπα ἐπάτησα καὶ παρῄνει αὐτῷ πρῶτον ἐξελεῖν τὸν σκόλοπα, εἶθ’ οὕτως αὐτὸν καταθοινήσασθαι, ἵνα μὴ ἐσθίων περιπαρῇ. Τοῦ δὲ πεισθέντος καὶ τὸν πόδα αὐτοῦ ἐπάραντος ὅλον τε τὸν νοῦν πρὸς τῇ ὁπλῇ ἔχοντος, ὁ ὄνος λὰξ εἰς τὸ στόμα τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ ἐτίναξε. Καὶ ὃς κακῶς διατεθεὶς ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε δίκαια πέπονθα· τί γάρ, τοῦ πατρός με μαγειρικὴν τέχνην διδάξαντος, αὐτὸς ἰατρικῆς ἐπελαβόμην;».

   Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ μηδὲν προσήκουσιν ἐπιχειροῦντες εἰκότως δυστυχοῦσιν.

   [Ένας γάιδαρος έβοσκε σ’ ένα λιβάδι. Βλέπει έναν λύκο να έρχεται καταπάνω του. Ο γάιδαρος τότε άρχισε να προσποιείται τον κουτσό. Ο λύκος πλησιάζει τον γάιδαρο: «τι έπαθες στο πόδι σου; Για ποιον λόγο κουτσαίνεις;». – «Να! Προσπάθησα να διαβώ έναν φράχτη, σε κάποιο χωράφι, και άθελά μου πάτησα κάποιο μυτερό ξύλο, το οποίο μού μπήκε στην πατούσα μου. Επειδή καταλαβαίνω πως θέλεις να με φας, θα σε παρακαλέσω πρώτα να μού βγάλεις από το πόδι μου αυτό το αγκάθι και μετά να με φας. Γιατί, αν με φας έτσι όπως είμαι τώρα, σίγουρα θα τρυπηθεί η κοιλιά σου από το σουβλερό ξύλο που βρίσκεται μπηγμένο μέσα στην πατούσα μου».

   Ο λύκος πείσθηκε στα λόγια τού γαϊδάρου. Σηκώνει λοιπόν ο λύκος το πόδι τού γαϊδάρου και στρέφει όλη του την προσοχή στην οπλή τού ζώου. Δηλαδή εξέταζε με σχολαστικότητα πού βρισκόταν το αγκάθι ώστε να το αφαιρέσει. Τότε ο γάιδαρος τραβά μια γερή κλωτσιά μέσα στα μούτρα τού λύκου, και του φέρνει κάτω όλα τα δόντια.

   Κι ο λύκος, μέσα στα μαύρα χάλια που έπαθε, είπε: «καλά να πάθω! Τι ήθελα εγώ, που ο πατέρας μου με δίδαξε να είμαι χασάπης και μάγειρας, να παριστάνω το γιατρό;;».

   Ανάλογα, και όποιοι δοκιμάζουν να κάνουν πράγματα που δεν κατέχουν, είναι αναμενόμενο να εκθέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο].

 

  1. Παῖς καὶ λέων γεγραμμένος

 

   Υἱόν τις μονογενῆ γέρων δειλὸς ἔχων γενναῖον καὶ κυνηγεῖν ἐφιέμενον, τοῦτον καθ’ ὕπνους εἶδεν ὑπὸ λέοντος θανατωθέντα. Φοβηθεὶς δὲ μὴ ὕπαρ γένηται καὶ ἀληθεύσῃ ὁ ὄνειρος, οἴκημα κάλλιστον καὶ μετέωρον κατασκευάσας, ἐκεῖσε τὸν υἱὸν παρεφύλαττε. Ἐζωγράφησε δὲ καὶ τὸ οἴκημα πρὸς τέρψιν παντοίοις ζῴοις, ἐν οἷς καὶ λέων ἐμορφώθη. Ὁ δὲ ταῦτα μᾶλλον ὁρῶν πλείω τὴν λύπην εἶχε. Καὶ δήποτε πλησίον τοῦ λέοντος στάς· «Ὦ κάκιστον θηρίον, εἶπε, διὰ σὲ καὶ τὸν ψεύστην ὄνειρον τοῦ ἐμοῦ πατρὸς γυναικείᾳ ἐνεκλείσθην φρουρᾷ· τί σοι ποιήσω;». Καὶ εἰπὼν ἐπέβαλε τὴν χεῖρα τῷ τοίχῳ ὡς τυφλώσων τὸν λέοντα. Σκόλοψ δὲ τῷ ὄνυχι αὐτοῦ ὑπεισδὺς ἄλγημα ὀξὺ καὶ φλεγμονὴν μέχρι βουβώνων εἰργάσατο· πυρετός τε ἐπὶ τούτοις ἀνάψας τὸν παῖδα θᾶττον τοῦ βίου ὑπεξήγαγεν. Ὁ δὲ λέων καίπερ γραπτὸς ὢν τοῦτον ἀνῃρήκει, μηδὲν τῷ τοῦ πατρὸς ὠφεληθέντα σοφίσματι.

   Ὅτι ἃ δὴ μέλλει συμβαίνειν τινί, ἐγκαρτερείτω τούτοις γενναίως καὶ μὴ σοφιζέσθω· οὐ γὰρ ἐκφεύξεται.

   [Ένας φουκαράς πατέρας είχε έναν μοναχογιό. Αυτός ήταν γενναίος και ατρόμητος και του άρεσαν τα κυνήγια άγριων ζώων. Μια νύχτα λοιπόν ο πατέρας είδε στον ύπνο του πως ο γιος του έχανε τη ζωή του στο κυνήγι από ένα λιοντάρι. Φοβήθηκε μήπως και γίνει στ’ αλήθεια αυτό που είδε στ’ όνειρό του. Γι’ αυτό και έφτιαξε ένα σπίτι πολύ ασφαλές, το οποίο δεν είχε πάτωμα στη γη, δηλαδή ήταν μετέωρο, χτισμένο πάνω σε ψηλούς στύλους. Μέσα σ’ εκείνο το σπίτι έκλεισε το γιο του και δεν τον άφησε ξανά να ξεμυτίσει και να τρέχει στα κυνήγια. Μάλιστα μέσα σ’ εκείνο το σπίτι ο ανήσυχος πατέρας, για να κάμει τη διαμονή τού γιου του πιο ευχάριστη, μια που ο γιος του αναγκαστικά θα ζούσε εκεί μέσα, έβαλε και ζωγράφισαν στους τοίχους διάφορα ζώα, μεταξύ τών οποίων και ένα λιοντάρι. Ο έγκλειστος γιος, βλέποντας όλες εκείνες τις ζωγραφιές, όχι μόνο δεν παρηγοριόταν αλλά σκεφτόταν ακόμα πιο πολύ το κυνήγι που του έλειπε.

   Μια μέρα πήγε και στάθηκε μπροστά στο ζωγραφισμένο λιοντάρι και του είπε με μίσος: «ελεεινό ζώο, εξαιτίας σου αλλά και εξαιτίας τού χαζού ονείρου που είδε ο πατέρας μου, εγώ τώρα κλείστηκα μέσα σ’ αυτήν εδώ τη φυλακή και δε μπορώ να ξεμυτίσω! Εδώ μέσα νοιώθω σα φοβισμένη γυναικούλα. Ε, και να σέ ’πιανα, στ’ αλήθεια,  στα χέρια μου, κακό λιοντάρι, τι θα πάθαινες!».  Και καθώς ξεστόμιζε αυτά τα λόγια στο λιοντάρι τής ζωγραφιάς, πάνω στα νεύρα του, βαρά μια γροθιά στον τοίχο, πάνω στο μάτι τού ζώου, σα νά ’θελε να του βγάλει το μάτι. Όμως, με τη γροθιά εκείνη που βάρεσε στον τοίχο, μπήγεται κάτω απ’ το νύχι τού δαχτύλου του μια αγκίδα. Εκείνη η μικρή αγκίδα τού προκάλεσε μόλυνση, η οποία σιγά σιγά εξαπλώθηκε σ’ όλο του το σώμα. Το παιδί «σήκωσε» ψηλό πυρετό, πρήστηκε σ’ όλο του το σώμα και, πολύ σύντομα, πέθανε. Έτσι λοιπόν το λιοντάρι, ακόμα και με τη μορφή ζωγραφιάς, έβγαλε από τη μέση εκείνον το νεαρό, χωρίς να μπορέσει ο πατέρας του, με τα προστατευτικά μέτρα που πήρε, να τον σώσει.

   Δίδαγμα: ό,τι είναι να μας συμβεί, ας το περιμένουμε, με εγκαρτέρηση και γενναιότητα, κι ας μη ματαιοπονούμε, προσπαθώντας με διάφορα «κόλπα», να το αποφύγουμε. Τα γραμμένα τής Τύχης ο άνθρωπος δεν τα αποφεύγει. «Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον»].

 

  1. Ὄνος καὶ τέττιγες

 

   Ὄνος ἀκούσας τεττίγων ᾀδόντων [ἥσθη ἐπὶ τῇ εὐφωνίᾳ] καὶ ζηλώσας αὐτῶν τὴν εὐφωνίαν ἐπυνθάνετο τί σιτούμενοι τοιαύτην φωνὴν ἀφιᾶσι. Τῶν δὲ εἰπόντων· «Δρόσον», ὁ ὄνος προσμένων δρόσον λιμῷ διεφθάρη.

   Οὕτω καὶ οἱ τῶν παρὰ φύσιν ἐπιθυμοῦντες πρὸς τῷ μὴ ἐφικνεῖσθαι καὶ τὰ μέγιστα δυστυχοῦσιν.

   [Ένας γάιδαρος άκουσε, το καλοκαίρι, τα τζιτζίκια να τραγουδούν. Του άρεσε πολύ το τραγούδι τους και το ζήλεψε. Τα ρώτησε τι τρώνε και βγάζουν τόσο μελωδική φωνή. Τα τζιτζίκα τού απάντησαν: «Τροφή μας είναι οι δροσοσταλίδες».

   Και ο γάιδαρος έμενε νηστικός και δεν έτρωγε τίποτα, επειδή περίμενε τη δροσιά και την υγρασία. Στο τέλος πέθανε από την πείνα.

   Το ίδιο παθαίνουν και μερικοί άνθρωποι: κυνηγούν ανέφικτα και αφύσικα πράγματα, δεν τα πετυχαίνουν, και, τελικά, δυστυχούν].

 

  1. Κύων κοιμώμενος καὶ λύκος

 

   Κύων πρὸ ἐπαύλεώς τινος ἐκάθευδε. Λύκου δ’ ἐπιδραμόντος καὶ βρῶμα μέλλοντος θήσειν αὐτὸν, ἐδεῖτο μὴ νῦν αὐτὸν καταθῦσαι. «Νῦν μὲν γάρ, φησί, λεπτός εἰμι καὶ ἰσχνός· ἂν δὲ μικρὸν ἀναμείνῃς, μέλλουσιν οἱ ἐμοὶ δεσπόται ποιήσειν γάμους, κἀγὼ τηνικαῦτα πολλὰ φαγὼν πιμελέστερος ἔσομαι, καὶ σοὶ ἡδύτερον βρῶμα γενήσομαι». Ὁ μὲν οὖν λύκος πεισθεὶς ἀπῆλθε· μεθ’ ἡμέρας δ’ ἐπανελθὼν εὗρεν ἄνω ἐπὶ τοῦ δώματος τὸν κύνα καθεύδοντα, καὶ στὰς κάτωθεν πρὸς ἑαυτὸν ἐκάλει, ὑπομιμνῄσκων αὐτὸν τῶν συνθηκῶν. Καὶ ὁ κύων· « Ἀλλ’, ὦ λύκε, εἰ τὸ ἀπὸ τοῦδε πρὸ τῆς ἐπαύλεώς με ἴδοις καθεύδοντα, μηκέτι γάμους ἀναμείνῃς».

   Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ φρόνιμοι τῶν α̣νθρώπων, ὅταν περί τι κινδυνεύσαντες σωθῶσι, διὰ βίου τοῦτο φυλάττονται.

   [Ένας σκύλος ήταν ξαπλωμένος μπροστά στην πόρτα ενός εξοχικού σπιτιού και κοιμότανε. Εκεί εμφανίστηκε ένας λύκος και τον έπιασε στον ύπνο. Ο λύκος ήταν σε θέση να τον κατασπαράξει οπωσδήποτε.

   Ο σκύλος λέει στο λύκο: «Στην κατάσταση που με βλέπεις τώρα είμαι πετσί και κόκκαλο. Τι θα κερδίσεις αν με φας; Κάμε λίγο υπομονή! Τ’ αφεντικά μου, σε λίγες μέρες, θα έχουνε στο σπίτι γάμους και δεξιώσεις. Τότε εγώ θα έχω στη διάθεσή μου μπόλικα φαγητά και θα παχύνω στα σίγουρα. Επομένως, αργότερα, όταν θα πιάσω πάνω μου κρέας, έλα να με φας!».

   Ο λύκος πείστηκε κι έφυγε. Ύστερα από λίγες μέρες ο λύκος ξαναπήγε στο ίδιο μέρος. Αλλά δεν βρήκε τον σκύλο στο κατώφλι τής πόρτας. Ο σκύλος τώρα ήταν στο πάνω πάτωμα και κοιμόταν εκεί. Του φωνάζει ο λύκος: «σκύλε, τώρα που πάχυνες, κατέβα κάτω να σε φάω, όπως συμφωνήσαμε τις προάλλες!». – «Εντάξει! Την άλλη φορά που θα με βρεις να κοιμάμαι κάτω, μπροστά στην είσοδο τού σπιτιού, φάε με αμέσως και μην περιμένεις να γίνει γάμος!».

   Δίδαγμα πρώτο: οι μυαλωμένοι άνθρωποι, όταν μια φορά κινδυνέψουν στα σοβαρά και σωθούν, παίρνουν καλά το μάθημά τους και στο μέλλον ξέρουν να φυλάγονται.

   Δίδαγμα δεύτερο: ο συνετός άνθρωπος αρπάζει τις όποιες ευκαιρίες τού παρουσιάζονται – έστω και χαμηλών προσδοκιών – και δεν τις αναβάλλει με την ελπίδα ενός μεγαλύτερου μελλοντικού, ίσως και επισφαλούς, κέρδους. Δηλαδή «όταν περνούνε τα πουλιά, στήνεις τα ξόβεργα». «Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει»]. 

 

  1. Κύων καὶ κόχλος

 

   Ὠά τις κύων καταπίνειν εἰθισμένος, ἰδών τινα κόχλον, χάνας τὸ στόμα αὐτοῦ, μεγίστῃ συνολκῇ καταπέπωκε τοῦτον, οἰηθεὶς ὠὸν εἶναι. Βαρούμενος δὲ τὰ σπλάγχνα καὶ ὀδυνώμενος ἔλεγε· «Δίκαια ἔγωγε πέπονθα, εἴγε πάντα περιφερῆ ὠὰ πεπίστευκα».

   Διδάσκει ἡμᾶς ὁ λόγος ὅτι οἱ ἀδικάστως πρᾶγμα προσιόντες λανθάνουσιν ἑαυτοὺς περιπείροντες ἀτόποις.

   [Ένας σκύλος ήταν λαίμαργος και συνήθιζε να καταπίνει τ’ αυγά ολόκληρα. Μια φορά είδε ένα μεγάλο σαλιγκάρι. Άνοιξε το στόμα του και το κατάπιε αμάσητο, γιατί το θεώρησε αυγό. Ύστερα τον πονούσε η κοιλιά του κι ένοιωθε βάρος. Τότε έλεγε: «Για ό,τι έπαθα φταίει η λαιμαργία μου! Όλα τα στρογγυλά πράγματα τα θεωρώ αυγά».

   Επιμύθιο: όσοι, με απερισκεψία κινούμενοι και λαιμαργία, τρώνε ό,τι βρίσκουν μπροστά τους, βάζουν την υγεία τους σε μεγάλες περιπέτειες και κινδυνεύουν με θάνατο. Δυστυχώς, κάποια άτομα λαίμαργα και κοιλιόδουλα, ακόμα και πάνω από την υγεία τους, θέτουν τη γαστριμαργική τους ικανοποίηση.

   Παροιμίες: «Δεν τό ’χει ο κόρακας πως εψόφησε, μόνο πως δεν ήφαε», «Αρωτήσαν το χοίρο ‘θέλεις φαγί για ζωή;’, κι είπεν ‘φαγί’»].

 

Άλλες απόψεις: Του Λεωνίδα Πυργάρη