Αυτός είναι ο Εμπολος

Δευ, 24/09/2018 - 09:10
Λεωνίδας Πυργάρης

Με αφορμή το τηλεοπτοκό ρεπορτάζ σας, στα πλάισια της εκπομπής "Ομορφη και παράξενη πατρίδα" στα Λεπτόποδα και την αναφορά στο αυτοδιαχειριζόμενο Καφενείο "Εμπολος" βοηθώ λίγο με την ετυμολογία της λέξης.

έμπολος ο, <αρχ. έμβολος ο/έμβολον το [α. το χάλκινο έμβολο τών πολεμικών πλοίων δια του οποίου επιχειρούσαν να χτυπήσουν τα εχθρικά πλοία στα πλευρά, β. το βήμα τών ρητόρων στην αρχαία Ρώμη, το οποίο είχε ζωφραφικές παραστάσεις με έμβολα πλοίων, γ. ο μοχλός τής θύρας, δ. το έμβλημα-μπόλι στη γεωπονική γλώσσα, ε. η οροφή τών κιόνων, δηλαδή τα δοκάρια της στέγης, στ. μεταφ. το πέος]. Αρχ. ἐμβολή (=είσοδος, πέρασμα)<ἐν+βάλλω. Οτιδήποτε παρεμβάλλεται. Ο στενός δρόμος, το στενομπόλι. «στενός δρόμος. Είς τινα χωρία λέγεται και η πλατεία ή η είσοδος εις το χωρίον (Πιτυόν, Λεφτ., Καρυές), ίσως διότι ήσαν στεναί και αυταί παλαιότερα. Και τοπωνύμιον Έμπολος (Αμάδ. Χαρκ.)»   (Άμαντος). Δεύτερη ετυμολογία: έμπολος: <αρχ. έμπολος (=έμπορος)<αρχ. εμπολή η (=α. ο χώρος όπου ασκείται το εμπόριο, β. τα εμπορεύματα τών εμπόρων, γ. το εμπόριο, δ. το εμπορικό κέρδος)>εμπολάω (=εμπορεύομαι εντός κάποιου χώρου, πουλώ εμπορεύματα). Και εμπολαίος-α-ον (=ο ανήκων στο εμπόριο, κερδώος).

εμπολή η, <έμβολον. α) «άνοιγμα τοίχου χρησιμεύον ως διάβασις» (Άμαντος). β) το εμπόδιο που μπαίνει για να αλλάζει πορεία το νερό μέσα στο νεραύλακα.

έμπολον το (Καρδ.), α) «κάθε ένα νήμα από τα πολλά που στρίβονται όλα μαζί για να γίνη το σκοινί» (Στεφάνου). β) «έρημον, ακαλλιέργητον, ατείχιστον χωράφιον» (Πασπάτης).

 

 

Άλλες απόψεις: Του Λεωνίδα Πυργάρη