Ευτράπελα με Χιώτικη ντοπιολαλιά. Ε, όχι και…για δυό  ξυνογαλάκια.

Παρ, 27/06/2025 - 20:51

-Καλημέρα. Για πού τοβαλες πρωί πρωί βρε Ουρανιώ; ¨Ελα α κάτσομενε για καφεδάκι και α πούμενε κάτι τις απέ τα παλιά τα δικά μας.

-Ε ας είν΄αφού το λες εδεδέτσι Στάσα μου,  ας έρτω εδευτού στην πεζούλα κομμάτι.

- Α  καθίζω πότε και πότε και  θυμούμαι  πόσα εγίνουντανε εδωνά απόξω στο δρόμο της γειτονιάς  μας αφ΄τα χρόνια που μεστενε  κοπέλες, δηλαδής ως σαράντα χρόνια πριν. Σήμερις, εθυμήθηκα μια  προσωπική ιστορία που ΄χα με τον Γιάννη το γιαουρτά. Εσύ τονε θυμάσαι; Ευτός πια εδώ και χρόνια επήενε και ζει  στην Αθήνα μα θάναι ως 90 χρονών τώρα.

-Ε πώς εν τονε θυμούμαι ,γάλα και ξυνόγαλα  επούλιεναι μα όλο ήπλωνενε και τα ξερά του στις γυναίκες.

-Εδευτός μωρή κόρη επέρασενε ένα πρωί στις 8, ότι που ΄φυεναι ο Νικολής μου για τη δουλειά και μου φωνάζει: « Στάσα, άνοιξε μου γρήγορις γιατί με βαστά κόψιμο και πρέπει α μπω στη χρ..α. Μάλιστα, ηβάστανε το κασάκι με τα ράφια κι είχενε απάνω τα ξυνογαλάκια  όπως πάντα. « Ίντα α κάμω , ήνοιξά του κι ήμουνα ακόμη  με το νυχτικό μου κι ευτός εν ήγλεπενε το χάλι του, μα μου λε. «Εν τω ξέρα πως είσαι έτσινα όμορφη…» Εμπουκάρισενε στη χρ..α κι εγώ επήα κι ήβαλα τα καθημερινά ρούχα μου μέσα  στην κάμαρη. Επέρνανε η ώρα κι ευτός  εκαθούντανε μέσα στη χρ..α. Λέω του όξω αφ΄την πόρτα «Ε Γιάννη ζείς;» και μου λε «Όλα εντάξει, μα έχω πονόκοιλο. Σε κομμάτι άβγω..»  Επιτέλους ήβγαινε μ΄εφχαρίστησενε κι επήαινε για το κασάκι που τόχενε παρατημένο εδωνά κάτω αφ΄το τσαρδάκι. Μα πού να βρει τα ξυνογαλάκια; Εδεκείνες οι κάτες επήανε κι ερίξανε κάτω το κασάκι κι τα εκαταγλύψανε οι χαμένες α χορτάσουνε… Γυρνά και μου λέ: « Ηγού Στάσα και τώρα ίντα α πουλήσω σήμερις; Μα κι  εσύ φταις που εν τα φύλαες…» Εν τούδωκα απάντηση μόνο λέω του « Άντε στο καλό κι άφησμε ήσυχη.». Μα ευτός Ουρανιώ  εξεγλιλήστηκενε και νάτονε το άλλο πρωί .

-Έλα, βρε Στάσα μου , πάλι κόψιμο τον ήπιασενε;

- Όγισκε,  μα άκου να δεις. Εγώ τον είδα αφ΄το παραθύρι πως έρκεται ντουγρού στην πόρτα κι εβάστανε στο χέρι και δυο ξυνογαλάκια. Κτυπά την πόρτα κι ήνοιξά του το πατζούρι κι εφτός μου λε: «Ήφερά σου δυό ξυνογαλάκια α σε φχαριστήσω για το χτεσινό με τη χρ..α.  Άνοιξε, κάμε κι ένα καφεδάκι α κάτσω κομμάτι α τα πούμενε».  Εγώ αμέσως λέω του: « Ε Γιάννη, εν χρειάζουντενε τα ξυνογαλάκια και άντε στη δουλειά σου. Ίντα εισιτήριο α μου δώκεις για η χρ…α.;» Έτσι τον ήδιωξα κι εν τα επήρα.  Την άλλη μέρα το πρωί πάλι τα ίδια. Νάτονε συνιάμμενος κουνιάμενος με τα δυο  ξυνογαλάκια  στο χέρι. Μου λε «Ε πως ε θες να πάρεις  το δώρο που σου φέρνω. Άνοιξε κάμε κι ένα καφεδάκι α τα πούμενε..» Λέω του « Βρε Γάννη, πάλι τα ίδια. Ε σου πα κι εχτές πως ε χρειάζεται πλερωμή η  χρ..α; Κι όσο για τον καφέ , εγώ τώρα σουλουπώνομαι α πάω στην αγορά κι  εν έχω καιρό για καφέδες. Κι ύστερις , ίντα ΄χομενε εμείς α πούμενε; Α μου ξηγήσεις αν ήταν αναπαυτική η χρ..α; Γιάε Γιάννη μη το παρατραβάς γιατί α πω το απόεμα του Νικολή, πως μούρκεσαι κάθε πρωί με τα δυό  ξυνογαλάκια   γιατί  θαρρώ πως  άλλα  χεις μεσ΄το τζεβρέλο σου.» Μόλις ήκουσέν τα εδευτά, ήβαλενε κάτω το κεφάλι του κι ήφυενε σα βρεμένος γάτος.

-Ε μα καλά του καμες Στάσα μου. Ίντα καμώματα ήτανε εδευτά;

-Άκου Ουρανιώ μου, εγώ εν επρόδωκα ποτέ το στεφάνι μου με το Νικολή εδώ και πενήντα πέντε  χρόνια και θα άφηνα  τον Γιάννη α με ρίξει στην πλεκτάνη του και α με μαγαρίσει;

-Καλά τούκαμες Στάσα μου.  Εν είμεστενε η αλήθεια  και του πεταμού. Κάτι τις φελούσαμενε εδετότες ακόμη, αφού τότες  είμεστενε 40 χρονώ.   Πρώτα όμως και  κύρια το στεφάνι μας, έτσι μας εμάθανε οι μανάδες μας

- Μα γιάε  κι ευτό να μην ήτανε  , ε  όχι πια  α ξαπλώναμενε με το Γιάννη   δα   και για… δυό ξυνογαλάκια.   Ίντα του δρόμου είμεστενε;

-Μπράβο σου Στάσα  και πάλι μπράβο σου! Μακάρι α τα κάμνουνε σαν κι εσένα οι τωρινές γιατί  έτσινα που γινήκαμενε….  πιο αθώα ήτανε τα Σόδομα και τα Γόμορρα.

Υ.Γ.: Γράφω για να ξεδίνει ο νους σας απ΄την μαυρίλα της καταστροφικής φωτιάς.  (Ξημέρωμα 27-6-25)

Ιάκωβος Γ. Μπριλής - Συν/χος μαθηματικός.

Άλλες απόψεις: Του Ιακώβου Γ. Μπριλή