
-Καλημέρα νονά Κατερνώ , είστενε καλά σήμερις; Ήμαθα πως προχτές είχετενε πονόκοιλο κι εταράχτηκα. Λέω , ας προβάλω α ρίξω μια ματιά αν ήγιαννενε η νονά μου.
-Ε καλά ‘μαι σήμερις . Μωρή κόρη μου Ρηνιώ, επήα δέκα τσιρλιές σε δυο μέρες . Ηξέκαμα αφ΄το σκ…το. Εν επρόκαμνα α αδειάσω το αγγειό και να το πάλι…Μα τώρα ήσιασα εγώ κι ήπαισενε το Βαγγέλη μου. Εν ειν’ που χ..τζει μα χάνει το μεροκάματα.Μα έει ο Θεός . Ίντα α κάμει α του περάσει θε κι ευτουνού. Έλα εδωνά α σου πω και μια ιστορία που ηπάθαμενε πριν πενηντατρία χρόνια.
-Έρκομαι νονά, μα μην αργήσεις πολύ γιατί έχομενε και δουλειές..
-Λοιπόν , ήτανε Σεπτέβρης του ’72 κι ενοίξανε τα σκολειά . Εγώ ήκαμα τις ετοιμασίες για το Μαρουκώ μου που θα πήενε στην Τρίτη τάξη. Την εκούρεψα , την μπανιάρισα στο σκαφίδι , την ήλουσα, την κουτσονύχισα αποβραδίς του αγιασμού. Το πρωί ήβαλά της την μπλέ ποδιά (ε θυμούμια ίντα μάρκα ήτανε ευτή γιατία αργότερα βγ΄κανε έδεκείνες του Τσεκλένη) με τον κολαριστό άσπρο γιακά, ήβαλά της τα άσπρα καλτσάκια και τα λουσταρισμένα παπουτσάκια, ήσιαξά της τα δυο κοτσιδάκια αριστερά και δεξιά της κεφαλής της , της ήδωκα και τη στέκα της μη τως δώκουνε βιβλία , είπα της καλή χρονιά, την γλυκοφίλησα , εσταύρωσά τηνε κι ήστειλά τηνε στο σκολειό μαζί με δυό γειτονάκια που ήτανε για Τετάρτη και Πέμπτη τάξη.
Σε μια ώρα αφού ετέλειωσε ο αγιασμός νάτηνε πίσω με τα κλάματα. «Μωρή ίντα πάθες;» Μου λε « Εν ηξέρω, μα με βαστά πονοκέφαλος» Λέω της «Για ντα σε άρπαξενε εδευτός ;» Απαντά . «Πηγαίνοντας, είπα καλημέρα της κυρά Σταματούς που κάεται εκεινά πιο πάνω κι ευτή εστάθηκενε και μου λε. Καλημέρα , καλή χρονιά μα για κάμε εδωνά μια στροφή α σε καμαρώσω Μαρουκώ μου, που σήμερις είσαι έτσινα στολισμένη κι αγνώριστη. Εδευτό ήκαμα κι ως να φτάσω στο σκολειό ήπιασέ με ο πονοκέφαλος κι εκόντεψα α πέσω κάτω ως να τελέψει ο αγιασμός και να μας πούνε οι δασκάλοι να φύομενε.» Λέω της: «Ηγού μωρή κόρη μου, έχει η Σταματού ένα γαλανό μάτι μα ένα μάτι που ε λέγεται. Ευτή σε μάτιαξενε. Κάστε α πά φωνάξω τη Λουκώ την ξεματιάστρια α σου τα πει α γιάννεις.»
-Για λέε νονά, μ΄έβαλες σ΄αγωνία αν ήπιασενε το ξεμάτισμα.
-Έρκεται η Λουκώ φέρνει ένα πιατάκι βαθουλό που το γέμισενε με νερό , βγάζει αφ΄την τσέπη της και ένα μπουκαλάκι με λάδι που ήτανε απάνω βιδωμένο το σταγονόμετρο. Ήβγαλε δίπλα κι ένα χωνάκι που είχε κάτι μέσα και μου λε ευτό στο τέλος. Εν εμίλησα. Επήε κοντά στη Μαρουκώ τηνε σταύρωσενε τρεις φορές κι είπενε μυστικά- μυστικά το ξεμάτιασμα. Ήσταξενε μέσα στο νερό τρεις σταγόνες λάδι με το σταγονόμετρο και λέ: «Μωρή κόρη εσκάσανε κι οι τρείς. Ματιασμένη ως τα μπούνια είναι.» Ύστερις λε , «βάλε Κατερνώ στο φλυτζανάκι λίγι αφ΄το νερό του πιατακιού και ρίξε το σκονάκι του χωνακιού και α της περάσει ο πονοκέφαλος. Το σκονάκι είναι καμωμένο με άχνη ζάχαρη και κάτι τις ακόμη που είν΄ ακίδυνο. Δώστης το και α με θυμηθείς.» Ήδωκά της το και τω όντι σε μισή ώρα εγίνηκενε περδίκι. Ηξέχασα α σου πω πως ήδωκα της ξεματιάστρας κι ένα ριγάλο για τον κόπο της. Ευτή με τα ριγάλα της ξεματιαστούρας εζηιούσενε αφού ήτανε πάφτωχια.
-Ε νονά όλα καλά μα με το σκονάκι σ΄έννοια μ΄έβαλες.
-Μωρή κόρη κι εγώ , ε σου κρύβω πως ήφηκα μόνο μόνο σκονάκι στο χωνάκι κι εν της το βάλλα όλο στο φλυτζάνι. Ύστερις μου συνέπνενε ίντα τανε εδυτό. Το πήα στο φαρμακοτρίφτη τον Σπίνο κι ύστερις απέ δυο μέρες μου ‘δωκενε απάντηση. «Ητανε λέει άχνη ζάχαρη ανακατεμένη με σκόνη απέ «καλμαλίνη».
-Α νονά εν της πέρασενε ο πονοκέφαλος απέ το ξεμάτιασμα αλλά αφ΄την καλμαλίνη.
-Επήα την παράλλη μέρα και λέω στη Λουκώ : «Μωρή καλμαλίνη δίνεις με το ξεμάτιασμα;» Κι ευτή μου λε: « Ε να κομμάτι δίνω για νάμαι σίγουρη πως α πιάσει μαζί με το ξεμάτιασμα. Εν ηξέρεις ευτό που λένε «Το κεφάλι μου πονεί και το δόντι ε μ΄αφήνει, όπως όλος ο κόσμος πάρτε μία καλμαλίνη.» και συνέχισενε. «Γιάε μωρή Κατερνώ μνη το ξεστομήσεις έδευτο γιατί α χάσω τη δουλειά της ξεματιάστρας κι ύστερις ίνατα απογίνω δίχως ρεγάλα.»
Εδεδέτσι κι εγώ ελυπήθηκά τηνε εσώπασα. Ήλεγα σ΄όλους πως το ξεμάτιασμα είναι ο «Άγιος Παντελέμονας» κι η Λουκώ άριστη ξεματιάστρια.
Έτσινα κι εσύ Ρηνιώ, πολλά α γλέπεις μα λίγα να λες για τι μπορεί α βλάψεις άλλους.
-Καλά τα λές νονά. Εδευτό το τελευταίο μου το λεγεν κι η συχωρεμένη η μάνα μου. Άντε καλό σου βράδι γιατί με περιμένει και το μαγείρεμακι έχωκι ένα πονοκέφαλοοο άλλο πράμα.
-Ίντα κάθεσαι βρες ξεματιάστρια και μια καλμαλίνη. Ηκατάλαβες τώρα; Άφερην!!!!
ΥΓ. Καλή σχολική χρονιά σε εκπαιδευτικούς και παιδιά… και δίχως πονοκέφαλο!!!!