
Μυθοπλασία με Πυργούσικη ντοπιολαλιά
-Καλημέρα Κατερνώ μας. Ίντα κάμνεις εδωνά απόξω ; Ε γλέπεις πως έ(χ)ει σήμερις πολύ κραΐ τσε α πουντιά(σ)εις;
- Βρε καλώστηνε τη Μαρού. Εω α πουντιάω συ ε α πά(θ)εις το ίδιο; Έλα μέσα α σου κάω έναένα βασκόμηλο α τα πούμενε .
-Απάντεχε Κατερνώ ,α ανήβω πρώτα στον Άη Δημήτρη α άψω το καντήλι κι ύστερις άρκω απ΄εδώ. Ε γλέπεις πως έω ένα τσούτσουδο στο μάουλο τσε πονώ. Ήφαά την στην κόρδα που ΄χεν τσαρφί τσι ήμπιωσα( έβγαλα πύον). Εκακούργκησεν με το τσούτσουδο τσε πονώ.Εν ήκλει(σ)α μάθκι όλο το βράι. Εμπατάριζα μια απ΄εδώ ,μια απ΄ετσί. Ως τσε τα αυθκιά εβουλώσαν με τη μαξελάρα.
-Ηγού-ηγού μωρή Μαρού. Άντε άψε το καντήλι τσε έλα εδωνά. Α σου πω τσε μια ιστορία για εδετσίνο το πηάδι πούναι απόξω αφ΄την εκκλησά εδευτή, που το λέανε οι παληοί «του Βασιλέ πηάδι». Μα πως εν επήες με το γάαρο για να μη λουφάξεις στον ανηφόρο;
- Ε να, ο γάαρος μου ε βαρεμένος τσε είπα: «Αστο ήσυο το ζω. Καθημερί δουλεύγκει.» ¨Αντε παένω τσε σε κομμάτ ΄έρκομαι.
Πράγματι πήγε η Μαρού στον Άη Δημήτρη , άναψε το καντήλι, είδε απέξω και «του Βασιλέ πηγάδι» με δίπλα στο στόμιο μια παλιά σπασπένη γούρνα και γύρισε στο σπίτι της Κατερνώς.
-Κατερνώ επήα τσι ήψα το καντήλι, ήβρα τσε «του Βασιλέ πηάδι», ήφερα τσε μιαν όμορφη βίτσα( ραβδί) σαν ευτή που έουν οι βλάχοι. Μ έδευτή α βλεπίζω (επιτηρώ) πια καθημερίς τα ζα . Μα τώρα , για πε μου για το πηάδι τσε τη γούρνα του.
-Ε να Μαρού μου, μια βολάν τσε έναν τσαιρό σ΄εδευτό το πηάδι , εί(χ)εν τσε μια γούρνα που κα(ν)ε ο σχωρεμένος ο Βασιλές της Χίου το μπάνιον του. Καθημερί ύστερις , επιέναν οι τσεράδες τσε επλύναν τα ρού(χ)α τως με το νερό που βγάζαν με συκλί αφ΄το πηάδι. Ύστερις επλώναν τα στις πετζούλες της εκκλησάς μα τσε τσι πέτρες γύρου-γύρου του πηαδιού. Εν ηστεγνώναν βολικά. Γιαευτό μερικές ηκαθούνταν ακόμη τσε τη νύχτα α τα φυλάουν μην τως τ αρπάξουν τα οι κλέφτες. Εδευτό ήκαμεν τσι η Γιαννούλα που επήαινενε ταχτικά α πιτίζει τσε α πλύνει τα ρού(χ)α. Μια νυχτιά λοιπό , σαν που τάλεγεν η νόνα μου, εξέμεινεν εδετσεί α φυλάει τα ρούα τσα αξάφνου να ομπρός της ένας πρίγκηπας λυμπι(σ)ημιός. Εφόριενε την τσαλήν του στολήν τσι ήτα( ν)ε δίμετρος λιγνός με αγιστρωτή μουστάτσα τσατράμι . Σκέτος άτζελος ήτανε. Η γιαννούλα λίγο τσε α παραλοούσεν. Τσι ήρχισεν τσι εχόρευγε, τσι εκακάνιτζεν (γελούσε) τσε γαγραλού(σ) εν τσε την Γιαννούλα. Όμως μόλις ήφεξεν ο πρίγκηπας εχαρουντίστην μές στου «Βασιλέ πηάδι». Την άλλη μέρα επήε η Γιαννούλα στον παπά τσι είπεν τούτο πού ΄δενε. Ο παπάς της λε: «Γιαννούλα ένα ξωταρικό (φάντασμα) ήτανε. Αν ήλεες ευλοημένη το «Πιστεύγκω εις ένα Θεόν…» τσε ήκαες τσε τρεις σταυρούς α γλύτωες.»
- Βρε Κατερνώ, λέω δα τρομάρα που ηπέρεν η Γιαννούλα . Ευτή ήπρεπεν α πα α της διεβάσουν τη ζαφράνα.
-Άκου τσε πιο πέρα. Ηπερνούσεν ο τσαιρός στε τα άπλυτα ρούα της Γιαννούλας εγίαν βουνό. Της λε ο άντρας της, ο Γιάννης : «Για εν πας στου Βασιλέ πηάδι α πλύεις;» Λε ευτή: «Εν ματαπάω εδεκεί. Τσε είπεν του όλα που εγίναν». Ευτός ήταν αναμηκιώρης τσε λε της: «Ε μου λες , πως έεις αγαπητικό , μόνο λες για ξωταρικό;» Ή(κ)αμεν την τουλούμι στο ξύλο. Τσε εδεκεί ηκατήφερεν ευτή τσε ήφυεν παραντουρώντας τσι ήταν τσε περικοτσινισμένη ( κατακόκκινη) τσε γύρευγε τρύ(π)α α τσρυφτεί. Του Γιάννη του τσουκάδωκεν τσι ήλεεν: «Τέτοιο πράμα ε μου ματατσαπιτάρισεν (δεν μου ξανασυνέβει) . Πρέπει της χωρισμός. Χωρισμός για α ξεμπερδεύγομεν μια τσ΄ όξω.» Έτσινα ήφυεν απέ το σπίτι. Επερίμενεν τον η Γιαννούλα, μα ευτός εξεστράτησεν. Ίντα α κάει η καψερή επήεν στον παπά. Λέει του όλα ,ακόμη τσε πως εν ειν που την ήσπασεν στο ξύλο, μα ήσπασέν της το βυτινάρι (πήλινο λαγίνι) που ΄ταν της προίκας της τσε την εχώρισεν. Λε της ο παπάς : « Μη γόζεσαι. Α τον εύρω τσε α τονε κατηφέρω α ρτει πίσω. Εν ηξέρεις πως έρκεται το βράδι άμα κλείς το πόρτεγο τσε κάεται εδωνά ως το πρωί; Τσε μη πεις ίντα κάμνει. Ειδα΄τον τσε τον ρώτηξα τσε μου πεν: Φυλάω τη Γιαννούλα μη τσε ε(χ) ει αγαπητικό. » Επήεν ο παπάς τσε ηύρε τον τσι ήφερεν τον στο σπίθκι. Ήβαλεν τον τσε την φίλη(σ)ε ομπρός του τη Γιαννούλα στο μάουλο.
- Κατερνώ, άμα ΄τανε εδωνά ο παπάς, α του λέα ένα μπράβο που τους ηνωσέν τσε πάλι.
--Ναι μα ο Γιάννης , Μαρού μου, εν ησύαζε. Επήε με το τσαπί τσε το τσικούρι τσι ήσπασεν τη γούρνα στου « Βασιλέ πηγάι». Έτσινα ήκαεν όλο το χωριό α κουβαλεί νερό με το γάαρο τσε α πλύει τα ρού(χ) α του στο πινακάιν (μικρή σκάφη) του σπιθκιού. Είπεν τσε του παπά: « Ήσπασα την την γούρνα για να μη πηαίουν πια οι τσυρά(δ)ες εδεκεί. Ίντα α (χ)ομεν τον ξαποδύτη α τις ξευγατίζει ,α τις χορεύγ(κ)ει α τις πασπατεύγ(κ)ει, τσε ευτές α τσιλιπουρδούν;» Ο παπάς λε του: «Βρε Γιάννη ε γλέπεις ίντα κακό ήκαες; Ήσπαες χίλω χρονώ γούρνα τσε όλοι πια α φέρουν νερό με το γάαρο στο σπίθκι. Εν ειν τσε εύκολο πράμα. » Ο Γιάννης λε: «Ε παπά, μάξους (επίτηδες) το΄καμα. Ε γλέπεις πως έει το χωριό αντίς χίλιους παροίκους (νοικοκυραίους) , χίλιους τσερατάες; Ήθελες α ΄φήκω τσε τον ξαποδύτη α μας τσερατώ(ν)ει όλους τσε ευτός;» Ο παπάς αποσβολόθηκεν άμα ήκουσεν για στερατάες τσε λε του: «Ε τότες άμα΄ναι έτσινα,σωστά ήσπαες τη γούρνα.Σχωρεμένος.»
- Εν ηπερίμενα τέτοιο τέλος Κατερνώ μου. επέρεσεν η ώρα τσε παένω για τα ζα μου στε το τσουκάλιν. Ένα βάσανο καθημερί τσε ευτό. Ίντα α ψήεις σήμερις;
-Ε να μια πίττα α τως κάμω. Μ ΄εδευτήνε α σκοτώσουν το θεριό που ΄χουν στην τσοιλιά τως. Άλλη μέρα ή τσε νύχτα τα ξαναλέμενε όποτε θες έλα.
-Όι νύχτα . Μόνο μέρα μη μ΄εύρη τσε μενα το ξωταρικό αφού κάεται στου «Βασιλέ πηάδι» τσε θα α με πασπατεύγκει τσε μου καει τίποτις άλλο ... Θεός φυλάξει με .Σώ(σ)ε με Χριστέ μου!!!»


































