Γιατί «στο καράβι χρειάζεται και η προπέλα και το τιμόνι και η κουζίνα»!

Κυρ, 08/05/2022 - 18:12
Κώστας Προμπονάς

Γήινος, ειλικρινής, αυθεντικός:

O Γιώργος Πίττας, συνταξιούχος ναυτικός δεν είχε αυταπάτες. Η ιστορία της Ελληνικής ναυτοσύνης είναι γραμμένη από εφοπλιστές και ανώτερα πληρώματα. Ιστορίες αυτοδικαίωσης, με αποικιοκρατική ματιά στους ξένους εργάτες της θάλασσας, με αποσιώπηση, ακόμα και με ειρωνεία σε όσους δεν άντεξαν τη λαμαρίνα ή εγκατέλειψαν τη ναυτική σταδιοδρομία για να μη γίνουν ξανά βορά άγριου bullying.

Καπεταναίοι περισσότερο και λιγότερο πρώτοι μηχανικοί, ο συγγραφικός οίστρος τους πιάνει όταν φτάσει η τραυματική διαδικασία της συνταξιοδότησης. Eίναι το φαινόμενο που αναγνωρίζεται από τους ψυχολόγους ως «ανασκόπηση ζωής»: Αρχίζουν ξαφνικά να αναβλύζουν φλύαρα αναμνήσεις, εμφανίζεται μια νέα επιθυμία αναπόλησης του παρελθόντος, καθώς και μια ιδιαίτερη υπερμνησία που συμπορεύεται με το αίσθημα ότι η ενεργός ζωή έχει τελειώσει, το επίτευγμα έχει ολοκληρωθεί. Σχεδόν το σύνολο των παραπάνω κειμένων, αυτοεκδόσεις, πληρωμένες αδρά από τις πάλαι ποτέ κραταιές πλοιαρχικές προσόδους, δεν ενδιαφέρεται διόλου να προσαρμόσει την αφήγηση στα κοινωνικά πρότυπα του ακροατηρίου, θεωρώντας ότι βρίσκεται ακόμη στο  κομοδέσιο και συνομιλεί με τον δεύτερο ή τον δόκιμο.

Πώς συγκροτείται η αφήγηση ζωής των επονομαζόμενων κατώτερων πληρωμάτων; Τι σημαίνει να είσαι μάγειρας στο πλοίο ή “καμαρωτάκι”; Ποια είναι η πρόσληψη της προκλητικής για την ανδρική ταυτότητα  εμπειρία «να υπηρετείς», όπως έλεγε ο μέντοράς μου στην μαγειρική αλησμόνητος π. Επιφάνειος Μυλοποταμινός; Eυτυχώς, συναντάμε εδώ λιγότερο την μεροληψία που μνημονεύσαμε, μια ακρισία που πηγάζει από απώθηση και από διαστρέβλωση.

Οι αφηγήσεις ζωής των ναυτικών ανασυγκροτούνται σε δυο παράλληλες μορφές:

Αφενός ως βιογραφία με τα γεγονότα τοποθετημένα σε χρονολογική σειρά, και αφετέρου ως προσωπική και υποκειμενική ερμηνεία του αφηγητή για τις εμπειρίες που είχε στη ζωή του.

Η πρώτη, ηρωική και αυτοδικαιωτική, η δεύτερη πιο στωική, χαμηλόφωνη, προσανατολισμένη σε αξίες που ξεχνάμε ότι υποθάλπουν στοργικά την συντήρηση της ενσώματης ανθρώπινης συνθήκης.

Η αφήγηση ζωής του αείμνηστου Γιώργη Πίττα στον  γράφοντα  κυβερνάται σταθερά από την επιδίωξη μιας απροϋπόθετης, χωρίς όρους, θυσιαστικής φροντίδας για τον πλησίον. Ξεκινά τον καλό αγώνα ως καμαρώτος-δεν χωνεύονται εύκολα, στα εργαστήρια αρρενωπότητας που είναι οι ναυτεργατικοί νησιώτικοι συνοικισμοί, τέτοιες δουλειές.

O εξαιρετικός Χιώτης  Chef Γιώργος Ατσίπαπας το επιβεβαιώσε σε πρόσφατη συνέντευξη  αναφέροντας ότι «σε μικρή ηλικία, ταξίδεψε ως «καμαρωτάκι», κάτι το οποίο στα μάτια του τότε φαινόταν «βουνό», με αποτέλεσμα να αφήσει τη θάλασσα και να επιστρέψει στη στεριά». Στα μετέπειτα μπάρκα του ο Γιώργης Πίττας, μάγειρας πια, με τα υλικά και τις συνταγές του  φτιάχνει όλο το κλίμα, την καλή ψυχολογία του πληρώματος.

Γιατί «στο καράβι χρειάζεται και  η προπέλα και  το τιμόνι και  η κουζίνα». Δεν διστάζει να τσακώνεται όταν πέφτει εκείνα τα πέτρινα χρόνια σε ευάριθμους βαθιά ιδιοτελείς και κακούς καπετάνιους που θύμιζαν τον καπετάν Καλιγέρη στα «Λόγια της Πλώρης»: «Ό,τι παστό παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, αλεύρι πικρό, σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί-τεμπεσίρι, στην αποθήκη του Καλιγέρη βρισκότανε. Κι λόγος του πάντα προσταγή, αγριοβλαστήμια και βρισίδι». Ο Γιώργης Πίττας ατάραχος, κυματοθραύστης, συνέχιζε να υπερασπίζεται το δικαίωμα σε ποιοτικό σιτηρέσιο των ναυτεργατών έναντι της καταχρηστικής εξουσίας. Το πλήρωνε φυσικά με μισθολογικές αδικίες και ανεργία. Όπως και οι ναυτεργάτες του Καλιγέρη:

«Πάω μια μέρα να του ζητήσω λάδι για το φαγί.

- Δεν έχει, μου λέει. Το τρώει εκείνος που κάθεται στο τιμόνι

Πάω δεύτερη, το ίδιο. Πάω Τρίτη, πάλι το ίδιο. Φυλάω κι εγώ μια μέρα που ήμουν στο τιμόνι, παίρνω τον Αϊ-Νικόλα, τον δένω στο δοιάκι και το αφήνω μάρμαρο. Το καράβι άρχισε να γυρίζει σαν άμυαλο στη θάλασσα.

- Μπρε Γιάννη! Φωνάζει ο καπετάνιος. Ποιόν άφηκες στο τιμόνι;

- Eκείνον που τρώει το λάδι.

Οι ναύτες σκάνε τα γέλια. Θυμώνει.

- Να φύγεις! Μου λέει. Γρήγορα τα ρούχα σου κι όξω.

- Να φύγω! Το λογαριασμό!

Με παίρνει στην κάμαρα κι αρχίζει να στρώνει τον λογαριασμό κατά τη συνήθειά του.

- Την τάδε μέρα συμφωνήσαμε, την τάδε μπήκες μέσα, την άλλη έφερες τα ρούχα σου, την άλλη φύγαμε, την άλλη έπιασες δουλειά. Δεν είναι έτσι;

Oύτε πολλές ούτε λίγες. Πέντε ημερών μισθό μου έτρωγε. Πάλι καλά.

- Έτσι, του απάντησα. Και βγήκα με δυο δραχμές στη Μεσσήνα»

Πώς κατάφερε και στήριξε τον αυτοσεβασμό του ο αείμνηστος Γιώργης; Πώς διατήρησε τα κουράγια του και γηροκόμησε αργότερα θυσιαστικά τον αιωνόβιο πατέρα του και  μέχρι χθες καλημέριζε τους οικείους του προσφέροντάς τους από το χάραμα τον ευωδιαστό ελληνικό καφέ; Μια πιθανή ερμηνεία είναι ότι η αυτοπεποίθηση του, αυτό το μίγμα νησιώτικου ρεαλισμού και ανδρικής αυταπάρνησης πήγαζε από αυτό που σου επιστρέφει η Ελληνική φύση όταν την αγαπάς ειλικρινά.  Γιατί ο  Γιώργης Πίττας ήταν βιόφιλος: Υπήρξε ένας υπεύθυνος  υποβρύχιος ψαράς που δεν ήταν στοχοπροσανατολισμένος στο θήραμα αλλά στην αγαλλίαση της κολύμβησης στην καλοκαιριάτικη θάλασσα της Ιωνίας.

Υπήρξε και κυνόφιλος κυνηγός που διέθετε την εμπειρογνωμοσύνη να καταφέρνει λαγό στο Αίπος ακόμη και χωρίς σκυλί δίωξης! Υπήρξε και δεινός τροφοσυλλέκτης, στη μεγάλη παράδοση του Βρονταδούσικου Ναυτεργατικού συνοικισμού, ένας ρέκτης του πευκίτη αμανίτη, των σαλιγκαριών και των άγριων χόρτων μαζί με την ισόβια σύντροφο ζωής, την Λεβαντία Καλαγκιά.  Ίσως όμως η αυτοεκτίμησή του να πήγαζε από τη βαριά δημοκρατική οικογενειακή παράδοση, τα χρόνια εκείνα που σού στοίχιζε πολύ σκληρά.

Όπως στον αδελφό του πατέρα του, θείο Γιαννίκο, που δολοφονήθηκε από τους μοναρχοφασίστες, όπως στον πατέρα της γυναίκας του που τον έκλεισαν στα σύρματα της Μέσης Ανατολής.

Αν κάτι θα θυμάται ο γράφων  από τον Γιώργη είναι το ασυμβίβαστο αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, που σημαίνει άγρυπνη απόδοση θετικής δικαιοσύνης στους αναγκεμένους, στα ορφανά της Κιβωτού που υποστήριζε ολόθερμα, όχι απλώς ένα  νεοφιλελεύθερο δίχτυ ασφάλειας αλλά μια πλήρη αφοσίωση στον στεναγμό των πενήτων.

Μιας και είμαι σώγαμπρος σε ναυτεργατικό σόι, στις οικογενειακές συγκεντρώσεις τύχαινε να γίνω αυτήκοος μάρτυρας σε αντιπαραθέσεις «ότι το πλοίο χωρίς καπετάνιο δεν πάει», άλλοι υποστήριζαν δεν πάει  χωρίς πρώτο μηχανικό, και η συζήτηση αυτού του είδους συνεχίζεται ad nauseam σε Βροντάδο και Καρδάμυλα.

Κανείς όμως πραγματικά δεν θίγει το ζήτημα του μάγειρα και συγκεκριμένα του Έλληνα μάγειρα. Μια καθημερινότητα στο πλοίο που ο αείμνηστος Γιώργος θυμόταν ως αρκετά απαιτητική αν ήθελε ο μάγειρας να αξιολογείται η δραστηριότητά του ως επαγγελματική (professional). Στην καθημερινή ρουτίνα του τα ωράρια ήταν-και είναι εξαντλητικά, αφού ήταν ο πρώτος που έπρεπε να ξυπνήσει για να ετοιμάσει το πρωινό στο πλήρωμα. Ξυπνούσε από τις 4:30 το πρωί για να κάνει την προετοιμασία του ψωμιού και του πρωινού με τις προτιμήσεις να  διαφέρουν από ναυτικό σε ναυτικό, και για αυτό το λόγο έπρεπε να είναι έτοιμος για κάθε επιλογή, στα πλαίσια πάντοτε της διαθεσιμότητας των τροφίμων και των προμηθειών του πλοίου.

Στις 10 η ώρα σέρβιρε συνήθως τον καφέ με το αντίστοιχο συνήθως γλυκό. Και συνέχιζε στις 12 η ώρα που σέρβιρε το μεσημεριανό. Η κουζίνα συνήθως στις 13:30 το μεσημέρι, σταματούσε για ένα ωριαίο διάλειμμα και ο Γιώργης συνέχιζε με την προετοιμασία του βραδινού, το οποίο ξεκινούσε να σερβίρεται στις 5 η ώρα το απόγευμα.

Ένα καραβίσιο μενού που οι τυχεροί σαν τον γράφοντα αγάπησαν και τώρα θα τους λείψει: πατσάς και κρεατόσουπες, φασολάκια, αρακάς βουτύρου, κοκκινιστό κοτόπουλο, πιλάφι, κεμπάπ, μακαρόνια με κιμά, παστίτσιο και παπαδιαμαντικό γιουβέτσι. Ένα άξιο τέκνο της ναυτεργατικής συνοικίας στον Αϊ- Γιώργη του Βροντάδου!

 

Άλλες απόψεις: Toυ Κώστα Προμπονά