
Στο πρώτο μου μπάρκο εν έτη 1973 πήγα στη Γλασκόβη. Στραβόγιαννο όπως ήμουν βγήκα εξόδου με κάτι πιο μεγάλους κι έμπειρους συνάδελφους... Κι όπως περπατούσαμε στο κέντρο της μεγαλούπολης, κοντά στα μεσάνυχτα, κατά την επιστροφή, κάποιος που περπατούσε μπροστά μας δέχθηκε επίθεση από τρία άτομα οι οποίοι άρχισαν να τον δέρνουν ανελέητα. Κι ενώ συνέβαινε αυτό κανένας από τους περαστικούς δεν έδινε σημασία, σαν να μην βλέπανε τι συνέβη δίπλα τους... Εγώ θεώρησα ψυχόρμητα υποχρέωσή μου να επέμβω να σταματήσω αυτούς που χτυπούσαν το θύμα... Αλλά οι έμπειροι σύντροφοί μου με αρπάξανε και με παρασύρανε στην άκρη λέγοντάς μου: «Είσαι τρελός, θες να σε σκοτώσουν να φύγεις με καμιά μαχαιριά;». Οι τύποι αφού τσάκισαν στην κυριολεξία το θύμα τους τον αφήσανε μέσα στα αίματα σαν άδειο τσουβάλι στο πεζοδρόμιο κι εξαφανίστηκαν. Κι εμείς επιταχύναμε το βήμα μας να μην μπλέξουμε με την αστυνομία για το περιστατικό...
Όμως δεν μπόρεσα να το ξεπεράσω τότε, καθώς ήμουν άβγαλτος, κατευθείαν από το χωριό... Και βέβαια ούτε και σήμερα το δέχομαι...
Τελικά όπου απουσιάζει η κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων... (δηλαδή όπου έχουμε ακοινωνία) τότε παίρνει τη θέση της η βαρβαρότητα κι ο πόλεμος... ο κάθε είδους πόλεμος... Δεν λέω κάτι το καινούργιο... απλά η μεγέθυνση ενός παρόμοιου περιστατικού άνοιξε συζητήσεις που θα ξεχαστούν σε λίγες μέρες, ενώ η βαρβαρότητα της αδύνατης κι εξαθλιωμένης υλικά και ηθικά κοινωνίας μας θα συνεχίζεται...
































