
Ο παππούς μου ο Ζωρζής με την παραδοσιακή νησιώτικη φορεσιά, (τη βράκα, τα κεντητά γιλέκα, το ζωνάρι και τον σκούφο) ήταν καλός άνθρωπος θεοφοβούμενος και τηρούσε τις παραδόσεις όπως και όλοι οι Καμπούσοι.
Δεν τον πρόλαβα αλλά έχω ακούσει πολλά και είναι σαν να τον έζησα. Έτσι θα σας περιγράψω ενα χριστουγεννιάτικο πρωινό στο σπίτι του. Πολύ πριν ξημερώσει άνοιξε η πόρτα βγήκε ο παππούς και κατέβηκε στο πηγάδι, ανέσυρε μια σίκλα νερό οπως κάθε μέρα και νίφτηκε.
Μετά ανέβηκε στο σπίτι, καλημέρισε την γιαγιά, έβαλε την καλή του στολή, και μόλις ακούστηκε η καμπάνα για την γιορτή των Χριστουγέννων ζήτησε κατά τη συνήθεια συχώρεση από τη γιαγιά μια που θα κοινωνούσε και έφυγαν για την εκκλησία.
Η λειτουργία των Χριστουγέννων δεν άργησε να τελειώσει, αντάλλαξαν ευχές με τους γειτόνους και γύρισαν σπίτι.
Μπαίνοντας στην αυλόπορτα αγκαλιάζει την κυρά του και της λέει «γυναίκα και του χρόνου με υγεία». Ανεβαίνει στο σπίτι και κατεβαίνει με δυο κουρκουμπίνους στο χέρι, γνωστή η συνηθειά του να ταΐζει έναν σε κάθε προβατίνα του, για να καταλάβουν τα Χριστούγεννα, όπως έλεγε.
Δεν ξέρω αν αυτό το έκαναν και άλλοι. Γνωρίζω όμως ότι με αγάπη πρόσεχαν όλοι τα ζώα τους, σαν να ήταν μέλη της οικογένειάς τους.
ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ!


































