Ο κόκκινος φανός

Κυρ, 19/03/2023 - 19:10
Βούλτσος Ηρακλής

Επίκαιρο (Βασισμένο στο διήγημα «ο κόκκινος φανός» ενός παλιού αναγνωστικού της Δ΄ Δημοτικού. Ένας ύμνος στην προσήλωση του καθήκοντος και στην ευσυνειδησία).

Βλέπετε παλιά οι δάσκαλοι και τα σχολικά βιβλία είχαν αποστολή τη σφυρηλάτηση των παιδιών με ηθικές αξίες. Τώρα "έλα μωρέ τράκα έγινε".

Ο δρόμος του καθήκοντος

Πάνω από σαράντα χρόνια ο κυρ-Μιχάλης ο Καβούρης υπηρετούσε φύλακας σ΄ ένα ορεινό κομμάτι της σιδηροδρομικής γραμμής. Καθημερινά επιθεωρούσε τη γραμμή. Με έναν πράσινο και κόκκινο φανό για τη νύχτα, μια πράσινη και μια κόκκινη σημαία για τη μέρα. Με λιοπύρια, με μποφώρια και χιονιάδες στο καθήκον του. Μια φορά τη βδομάδα κατέβαινε στο κοντινό χωριό για τις απαραίτητες προμήθειες. Δυο Κυριακές το μήνα ήταν και όλη του η άδεια. Τότε έβλεπε την οικογένειά του, σ΄ ένα μακρινό χωριό.

Έμενε σ΄ ένα μικρό πέτρινο φυλάκιο ο κυρ-Μιχάλης. Μια σόμπα, ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα. Με τη μπλε στολή, που άλλαζε κάθε βδομάδα, κοιμόταν και ξυπνούσε. Αυτός ήταν όλος ο κόσμος του. Ήξερε λίγα κολλυβογράμματα και το διάβασμα ήταν το αποκούμπι του.

Σουρούπωνε κείνη τη βροχερή μέρα όταν τέλειωνε την επιθεώρηση της γραμμής και γυρνούσε στο μικρό σταθμό. Ξάφνου ένα φωτεινό φίδι αυλάκωσε το συννεφιασμένο ουρανό κι ένας δυνατός κρότος συντάραξε τον τόπο. Ανησύχησε ο φύλακας, πήρε το φανό του και τράβηξε προς τα κει. Ένας κεραυνός είχε πέσει σ΄ έναν τηλεγραφικό στύλο και διέλυσε τη σιδηροτροχιά.

Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Δίπλα έχασκε μια χαράδρα. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Από μακριά ακουγόταν το σφύριγμα του Καρβουνιάρη που ανηφόριζε αγκομαχώντας. Δεν προλάβαινε να πάει στο σταθμό να πάρει τον κόκκινο φανό.

- Θα χαθεί κόσμος απόψε! Καταστράφηκα, μονολογούσε.

Πάνω στην αγωνία του σκέφτηκε την ύστατη λύση. Άναψε με δυσκολία το φανό που είχε σβήσει από τη δυνατή καταιγίδα, έσκισε ένα κομμάτι από το κόκκινο πουκάμισό του και περιτύλιξε το λαμπόγυαλο. Με τα πόδια που έτρεμαν πάλευε να σταθεί όρθιος, σηκώνοντας ψηλά τον κόκκινο φανό. Αυτή ήταν και η τελευταία του ελπίδα.

Ο μηχανοδηγός, γνοιασμένος με την κακοκαιρία από πριν, είχε ελαττώσει ταχύτητα. Διέκρινε το σήμα κινδύνου και ακινητοποίησε την αμαξοστοιχία. Ο δυστυχής φύλακας εξαντλημένος από τη μεγάλη του αγωνία σωριάστηκε λιπόθυμος.

Το κακό δεν έγινε…

Άλλες απόψεις: Του Ηρακλή Βούλτσου