Ο Μάνος Ελευθερίου και οι Χιώτες της Σύρας

Παρ, 16/08/2019 - 17:59

Aγαπητή Αλήθεια, και του χρόνου της Παναγιά μας!

Αυτό τον καιρό διάφορα τηλεοπτικά μέσα κάνουν αφιερώματα στο Μάνο Ελευθερίου που έφυγε από κοντά μας πριν ένα χρόνο. Αν θέλεις, αναδημοσίευσε τη συνέντευξη που είχε δώσει στον ηθοποιό και τέως βουλευτή Νίκο Ορφανό.

Ενδιαφέρουσα η αναφορά του στους Χιώτες της Σύρας!

Με εκτίμηση,

Αναστασία Μανδάλα

 

 

Μάνος Ελευθερίου – συνταξιούχος υπάλληλος

 

Tου Νίκου Ορφανού

 

Πριν ένα χρόνο βρίσκομαι σε ένα, ας πούμε, «κοσμικό» τραπέζι. Σχεδόν απέναντί μου κάθεται ο Μάνος Ελευθερίου. Μέχρι τότε δεν τον είχα συναντήσει ποτέ. Οι κουβέντες στην παρέα, ελαφρώς ανούσιες. Κάποια στιγμή που τα βλέμματά μας συναντιούνται τον ρωτώ: κύριε Ελευθερίου, στον «Καιρό των Χρυσανθέμων» περιγράφετε μια σκηνή που χιονίζει στα στενά της άνω Σύρας, χιονίζει στη Σύρο αλήθεια;

-Ναι, παλιότερα χιόνιζε καμιά φορά.

Αυτό ήταν, πιάνουμε κουβέντα λογοτεχνική, ώσπου ξεχνιόμαστε. Αυτή την κουβέντα δεν τη σταματήσαμε, στ’ αλήθεια ποτέ. Τη συνεχίζουμε κάθε φορά που θα βρεθούμε και θα μου δώσει και από ένα καινούριο πάκο με φωτοτυπημένα χειρόγραφα. Ο Μάνος, συγχωρείστε μου τον ενικό, είναι πολυγραφότατος: θεατρικά έργα, ποιητικές συλλογές, πραγματείες και μελέτες για το ελληνικό θέατρο, για τη Σύρο φυσικά – αν επαναπροσδιορίστηκε η σπουδαιότητα της Σύρου ως αναπτυξιακό κέντρο και στο Θέατρο προπολεμικά, οφείλεται κατά πολύ στη δουλειά του Μάνου-, μυθιστορήματα και φυσικά στίχοι, πολλοί στίχοι, πολιτικοί, ερωτικοί, λαϊκά τραγούδια που σφράγισαν εποχές και γεγονότα, στίχοι για το Λαμπράκη, τον Πέτρουλα, το Νίκο Πλουμπίδη και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, για τη μοναξιά της στρατιωτικής θητείας στην επαρχία, για τα αδιέξοδα της ζήσης, την απελπισία, αλλά και τη χαρά, το άχτι που μας καίει, τα μέρη που είδε, οι άνθρωποι που γνώρισε, οι συνθέτες που συνεργάστηκε, οι ώρες της γραφής και η αφοσίωση στην ελληνική γλώσσα, σταματώ εδώ να γράφω, κυρίες και κύριοι, ο τρίτος ίσως σημαντικότερος Μάνος της ελληνικής

δισκογραφίας, μετά το Χατζιδάκι και το Λοΐζο, ο Μάνος Ελευθερίου, σε μια αφήγηση σχεδόν θεατρική, μας μιλάει για αυτά που έγραψε, γι’ αυτά που θυμάται και φυσικά για τα τραγούδια του. Μουσική παρακαλώ, σκοτάδι, σιγανό fade in στον προβολέα και πάμε:

 

Παιδικά χρόνια και σύντομο βιογραφικό:

 

Γεννήθηκα στη Σύρο. Έμεινα εκεί έως τα δεκαπέντε μου χρόνια. Κάποια μέρα έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο με εκκλησιαστικά κείμενα και συγκεκριμένα το ωρολόγιο πρόγραμμα της εκκλησίας, της γιαγιάς μου, με τον Ακάθιστο Ύμνο και τα λοιπά, όπου κάθισα και τα έμαθα όλα απ’ έξω. Μετά το έχασα αυτό το βιβλίο, αλλά λίγο καιρό μετά νοικιάσαμε ένα δωμάτιο σε μία δασκάλα, εκεί γύρω στο 1950, η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά ήταν αυτή, η οποία πέθανε πρόπερσι. Η μητέρα μου, μου είχε απαγορεύσει να πηγαίνω στο δωμάτιό της, αλλά εγώ είχα δει ότι είχε επάνω στο κομοδίνο της κάτι βιβλία. Πηγαίνω, τα κοιτάζω και βλέπω ότι ήταν η «Ποιητική Ανθολογία» του Ηρακλή Αποστολίδη. Εκεί διάβασα πρώτη φορά ποιήματα του Καρασούτσα για παράδειγμα, θυμάμαι τον πρώτο στίχο που έλεγε «Ω, συ που είσαι θέρος στις αχανείς εκτάσεις», τι είναι αυτό; Μέχρι τότε απήγγειλα βέβαια ποιήματα στο σχολείο, αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα, τα μάθαινα παπαγαλία.

Τώρα άρχισα σιγά σιγά να καταλαβαίνω, τι είναι αυτά τα πράματα; Και έτσι πήγαινα κάθε μέρα και διάβαζα ποιήματα. Μια μέρα στο σχολείο, ο διευθυντής, ο κύριος Παλαιολογόπουλος που ήταν φιλόλογος, μπήκε και μας είπε: «παιδιά μου, εχθές η Ελλάδα έχασε ένα μεγάλο λογοτέχνη, το Γρηγόριο Ξενόπουλο», ήταν το 1951, τι πάει να πει λογοτέχνης ούτε που ήξερα. Μου ‘μεινε όμως η λέξη όπως και το όνομα, γι’ αυτό και στη μνήμη του πέρσι, αγόρασα σαράντα σελίδες του Γρηγορίου Ξενοπούλου, ένα μονόπρακτο.

Έκτοτε άρχισα να διαβάζω τα πάντα, ξεκινώντας από τους Ρώσους κλασικούς.

Στη Σύρα υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός από Χιώτες, που είχαν καταφύγει εκεί μετά την καταστροφή της Χίου. Υπήρχαν επίσης και πολλοί Μικρασιάτες, Σμυρνιοί και Κωνσταντινουπολίτες. Έχεις διαβάσει το «η Πορνεία στην Ερμούπολη το 19ο αιώνα» του Θωμά Δρίκου; Εκεί βλέπεις πως η άνθιση της πορνείας, όπως και της επαιτείας, έδειχνε πόσο οικονομικά άκμαζε η Σύρος και ότι συνεχώς μπαινοβγαίνανε ξένοι.

Οι Χιώτες, που λες στη Σύρα, είχαν μια ένωση πολύ αυστηρή, που προάσπιζε τα συμφέροντά τους, σχεδόν μασονική. Για να καταλάβεις, για αντίδραση είχε φτιαχτεί και Ένωση μη Χίων!

Στην Αθήνα αργότερα, ανάσανα μπορώ να πω αρκετά, σε σχέση με τον ασφυκτικό επαρχιακό περίγυρο και τις δύσκολες συνθήκες, μην ξεχνάμε ότι ήδη η Σύρα δεν ήταν στην ακμή του 19ου αιώνα. Ο πατέρας μου ναυτικός ταξίδευε συνεχώς. Στη στρατιωτική μου θητεία, υπηρέτησα στην ΕΣΑ.

Αλλά μη φανταστείς ότι κυνηγούσα κανέναν και τέτοια, σε μια αποθήκη με είχαν βάλει στα Γιάννενα, απομονωμένος, όπου καθόμουν ατελείωτες ώρες και έγραφα.

Μετά την απόλυσή μου, έπιασα δουλειά στις εκδόσεις του Reader’s digest, Οκτώβρη του 1963. Από εκεί συνταξιοδοτήθηκα το 1980. Παράλληλα βεβαίως έγραφα. Κάθε μέρα λοιπόν, στη δουλειά μου, κουβαλούσα κούτες ολόκληρες με βιβλία που στέλναμε ταχυδρομικώς στους πελάτες. Εκείνοι εάν τους ενδιέφεραν τις κρατούσαν και μας έστελναν τα χρήματα, διαφορετικά μας τα επέστρεφαν με τον ίδιο τρόπο. Αυτό έκανα εκεί, ταχυδρομούσα βιβλία.

Τι είμαι ακριβώς; Δεν ξέρω, εάν με ρωτούσες, θα σου απαντούσα,

συνταξιούχος υπάλληλος. Εάν πιστεύω στο Θεό; ένας Θεός ξέρει, αυτή είναι η απάντησή μου. Σέβομαι βαθύτατα αυτούς που πιστεύουν. Κοιτούσα κάποιες φωτογραφίες από την Ουκρανία και τη Ρωσία, που έραινε ο δεσπότης το πλήθος και ήταν μια γυναίκα που τον κοιτούσε σαν να ήταν ο Θεός ο ίδιος, το πίστευε, ε, δε μπορείς να τη βρίσεις αυτή τη γυναίκα, ή οι μουσουλμάνοι ας πούμε, κατάδικοι μπορεί να είναι αλλά τρεις φορές την ημέρα θα προσευχηθούν. Βέβαια έχουν γαλουχηθεί από μικρά παιδιά, έχει

μπει μέσα τους, κατά κάποιο τρόπο, ολοκληρωτικά.

 

Η αγάπη για το Θέατρο:

 

Τελειώνοντας το σχολείο, πήγα στη Δραματική του Καρόλου Κουν, γύρω στα 1955, όπου έμεινα δύο χρόνια. Δεν την τελείωσα, δε με ενδιέφερε τόσο να γίνω ηθοποιός, όσο να δω πως λειτουργεί το θέατρο από μέσα, κυρίως θεατρικός συγγραφέας επιθυμούσα να γίνω. Κατόπιν πήγα ως ακροατής επί διετία στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Είδα την Παξινού να διδάσκει, μεγάλη υπόθεση! Αλλά δεν μετέδιδε όλα της τα μυστικά στους

μαθητές της, τους έκρυβε πολλά πράγματα, ενώ ο Μινωτής ήταν πιο ανοιχτός, αυτός τους τα έλεγε όλα. Ταυτόχρονα έκανα δουλειές από δω κι από κει για χαρτζιλίκι. Μια μέρα, με το θράσος των δεκαεφτά μου χρόνων, παιδάκι δηλαδή, με το «μπαλτά» της επαρχίας στο κεφάλι ακόμα, πήγα και έδωσα ποιήματά μου στον τότε διευθυντή της σχολής του Εθνικού, τον Άγγελο Τερζάκη, του χτύπησα κανονικά την πόρτα. Αυτός ήταν ζοχαδιακός άνθρωπος, αυστηρός και κλειστός, παρ’ όλο που ήταν τρυφερός άνθρωπος και

κάναμε και αργότερα πολύ παρέα. Μια φορά μόνο τον είδα να γελάει που είχε έρθει ένας ρώσος συγγραφέας στην Αθήνα, ο Ιλία Έρενμπουργκ και τον είχε πάει στην Ακρόπολη. Εκεί τον είδα να ποζάρει στις φωτογραφίες γελαστός, μοναδική φορά. Ζοχαδιακός που λες, μια λέξη που την έλεγε και ο Τάσος Λιγνάδης *1, ήταν ο Τερζάκης, ξέρεις ζοχάδες είναι οι αιμορροΐδες. Επειδή, πολλοί ηγέτες έπασχαν από αυτό, δε μπορούσε φερ’ ειπείν ο Ναπολέοντας να ξεβρακωθεί μπροστά στο γιατρό εύκολα και τσαντιζόταν και δυσφορούσε, συν την ενόχληση που προκαλούσε το πρόβλημα

βέβαια και από εκεί βγήκε και η έκφραση, έχω τις ζοχάδες μου.

Συνέχισε να γράφεις και να διαβάζεις, μου είπε ο Τερζάκης, τίποτε άλλο.

Εγώ εν τω μεταξύ περνούσα τρόμους, δηλαδή φοβίες και ανασφάλειες με έπιαναν. Καθόμουν λοιπόν και έγραφα.

Θυμάμαι μια μέρα στη σχολή του Εθνικού που παρακολουθούσα ως ακροατής, λέει ο Μινωτής μια λέξη γαλλική, που δεν μπορούσε να βρει το αντίστοιχό της και πετάγομαι εγώ και τη λέω, ξαφνιάζεται ο Μινωτής και του λέει ο Θάνος Λειβαδίτης, μαθητής τότε, ακροατής είναι του λέει, α, έκανε ο Μινωτής. Γράφω μονολόγους και κάθομαι και τους παίζω μόνος μου, για να

τους ακούσω, ακόμη και τώρα και θεατρικά έργα έχω γράψει, έχουν μείνει τρία τέσσερα από τότε, από τα πρώτα μου γραπτά. Μάλιστα τα είχα γράψει τα πρώτα, σε τσιγαρόχαρτο.

Ξέρεις, όταν γράφανε γράμματα στους μετανάστες οι συγγενείς τους παλιά, τα γράφανε σε τσιγαρόχαρτο για να είναι τα γράμματα πιο ελαφριά και να κοστίζουν λιγότερο στο ταχυδρομείο, γράφανε δεκαπέντε σελίδες, είκοσι, μιλάμε για μια διαφορά δέκα λεπτά της δραχμής, αλλά σκεφτόντουσαν ακόμη και τα δέκα λεπτά, τόσο πτωχοί ήσαν τότε.

Πήγαινα και έβλεπα τη Σοφία Βέμπο. Τι πράγμα ήταν αυτό! Μάλιστα μια φορά, εκεί που τραγουδούσε, ξαφνικά, στο ορχηστρικό μέρος, φεύγει από τη σκηνή, παίζει η ορχήστρα, τι έγινε λέμε, κοιταζόμασταν, πού πάει, παραξενευτήκαμε, μετά από λίγο ξαναμπαίνει και συνεχίζει κανονικά, μάθαμε κατόπιν ότι είχε υπόνοιες ότι τη στιγμή που ήταν στη σκηνή, ο Τραϊφόρος *2 έβλεπε μια μικρούλα, βγήκε από τη σκηνή η Βέμπο, πάει

κατευθείαν στο γραφείο του, ανοίγει την πόρτα, τους κάνει τσακωτούς, πααφ, της σκάει ένα χαστούκι, ξαναβγαίνει στη σκηνή και ολοκληρώνει το τραγούδι. Μια άλλη φορά καθόμουν στη δεύτερη σειρά, τραγουδούσε η Βέμπο, και κάνει «δικό» σας, και ξεκινάμε όλοι μαζί να τραγουδάμε μαζί της, σταματάνε κατόπιν οι θεατές, εκτός από μένα, τραγουδούσα εγώ κι η Βέμπο,

κοιτάζει αυτή ποιος είναι αυτός ο βλαξ που τραγουδάει, με βλέπει, μου κάνει έτσι το χέρι, σαν να μου έλεγε, «εντάξει»!

Είμαι υπερήφανος για τη μελέτη μου για το θέατρο στην Ερμούπολη.

Καθώς και για την έρευνά μου για την Ελένη Παπαδάκη*3 και το χαμό της, αποτέλεσμα το μυθιστόρημα μου, «Η Γυναίκα που πέθανε δυο φορές». Η ιστορία της με συγκλόνισε. Κατάφερα να αποκτήσω το προσωπικό της φωτογραφικό άλμπουμ με τις φωτογραφίες από την τελευταία της παράσταση, την Εκάβη, τεράστια ηθοποιός.

Πήγαινα μέχρι το τέλος στις παραστάσεις του Κουν. Έβλεπες κάτι

παραστάσεις με το τίποτα, με φτώχεια, αλλά ήταν κάτι παραστάσεις, θεέ μου φύλαγε.

(σημ.: «Το Θέατρο στην Ερμούπολη τον 20ό αιώνα», έκδοση δήμου Ερμούπολης, ο πρώτος τόμος βγήκε το 1993, εξαντλημένο πλέον, μνημειώδης εργασία για την ιστορία του θεάτρου στη νεότερη Ελλάδα)

 

Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η Σύρα:

 

Η στέρηση των παιδικών χρόνων του Μάρκου ήταν ίδια με τη στέρηση και των δικών μου παιδικών χρόνων. Από αυτή τη σύνδεση ξεκίνησα και μελέτησα, με βάση την αυτοβιογραφία του, όλον τον κοινωνικό τότε περίγυρο της Σύρας.

Τελικά είναι αυτό που λέει ο Σεφέρης, σε σχέση με την «τραγική» ζωή του Μάρκου και το έργο του, ότι ο καλλιτέχνης έχει ένα μοναδικό θέμα: το σώμα του. Αργότερα που διάβασα πολύ προσεχτικά τους στίχους του, το 90%, όσων τουλάχιστον έχει γράψει ο ίδιος, γιατί έχει πάρει και από αλλού, ήταν πολύ κρυψίνους, πάρα πολύ κρυψίνους, δεν πρέπει να εδίδασκε άλλους

ούτε πώς κουρδίζεται το μπουζούκι, είχε ένα φόβο να μην του κλέψουν τα μυστικά του επαγγέλματος. Ο ίδιος δε, δεν είχε επίγνωση βέβαια τότε ότι έκανε πολιτισμό, και αυτή είναι η ιδιοφυία του. Η στέρηση της ζωής του και οι αδικίες που υπέστη, μου θύμιζαν και πολλές δικές μου και αυτό σε συνδυασμό με τον κοινό τόπο καταγωγής, με έκανε να μελετήσω την τότε συριανή κοινωνία.

(σημ. «Μαύρα Μάτια, ο Μάρκος Βαμβακάρης & η Συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο)

 

Οι πρώτοι στίχοι & Το τρένο φεύγει στις οχτώ

 

Την περίοδο της στρατιωτικής μου θητείας, στα Γιάννενα, ως Εσατζής, ξεκίνησα και έγραφα στίχους. Μου λέει τότε ένας φίλος, ο Κώστας Καπνίσης, ο συνθέτης, αναζητά στίχους, έχεις τίποτα; Του δίνω μερικούς στίχους, ούτε που έμαθα τι απόγιναν, ο Καπνίσης φυσικά δεν τους μελοποίησε. Ακόμα και μετά από καιρό που τον γνώρισα, ούτε που τον ρώτησα τι είχαν απογίνει. Σε αυτούς τους στίχους ήταν και «το τρένο φεύγει στις οχτώ».

Είναι η μοναξιά του στρατιώτη στις επαρχιακές πλατείες. Τότε οι φαντάροι πεινούσαν, δεν είχαν δεκάρα τσακιστή να κυκλοφορήσουν έξω. Και κυρίως ήθελαν τσιγάρα.

Το εμπόριο του καπνού ήταν κρατικό μονοπώλιο, τα τσιγάρα πουλιούνταν στα περίπτερα, δεν μπορούσες να κάνεις στριφτά τσιγάρα, απαγορευόταν αυστηρώς να εμπορευθεί ή να έχει κανείς στην κατοχή του χύμα καπνό.

Παρακαλούσαν οι φαντάροι τους δικούς τους να τους στείλουν ένα κουτάκι καπνό, αυτό γινόταν απηνής διωγμός, ψάχναμε τις τσάντες των φαντάρων και τα δέματα, αν βρίσκαμε κανένα σακουλάκι με καπνό, κατευθείαν στο πειθαρχείο και με πήραν μια μέρα τα κλάματα και έλεγα του λοχαγού, μα τι παριστάνουμε τώρα. Τι κυνηγάμε, τι νόημα έχει, ήταν ανένδοτος.

Ήταν επί ξύλου κρεμάμενα αυτά τα παιδιά οι στρατιώτες τότε, πολλοί κάνανε τις σκοπιές αλλονών και πέρνανε πέντε δεκάρες, επί πληρωμή.

 

Η «Θητεία» του Γιάννη Μαρκόπουλου

 

Τη Θητεία την ηχογραφήσαμε μέσα στη χούντα. Τότε έγραφα συγκλονισμένος από όλα αυτά που ζούσαμε με τη χούντα. Για την ακρίβεια, η Θητεία, ήταν όπερα για το Γρηγόρη Λαμπράκη *4. Είχα πάει στην κηδεία του Λαμπράκη,

αλλά και του Γεωργίου Παπανδρέου και του Σωτήρη Πέτρουλα *5. Ο Πέτρουλας έμενε κάπου στην Ακαδημία Πλάτωνος, είχαμε περπατήσει μέσα σε κάτι λιβάδια ήτανε, σιτοβολώνες ήτανε και φτάσαμε στο σπίτι του βράδυ, ήταν η μάνα του εκεί θυμάμαι με κάτι γυναίκες, οι αδερφές του με κάτι κεριά αναμμένα εκεί πέρα και θυμάμαι τη μάνα του που λέει σε μια στιγμή: «εγώ είμαι βέργα τ’ αρμυρού, κι ό,τι μου τύχει το μπορού». Απαπααα, τρελάθηκα. Τώρα του αρμυρού νερού, που η βέργα, το φυτό, γίνεται ντούρο

στο νερό μέσα, του Αλμυρού της περιοχής, ποιος ξέρει.

Μας λογόκρινε η χούντα συνεχώς, μας καθυστερούσε, το «ξημερώνοντας μέρα κακή» στο τραγούδι, κανονικά ήταν «ξημερώνοντας Παρασκευή», γιατί Παρασκευή είχε γίνει το πραξικόπημα. Ή το « να ζεις μ’ αυτή την κομπανία», κανονικά ήταν «μ’ αυτή τη συμμορία» και εν τω μεταξύ αλλοίωνε και τη ρίμα, γιατί το συμμορία κάνει απόλυτη ομοιοκαταληξία, με το –ρια

του προπροηγούμενου στίχου, βλακείες δηλαδή. Μου έλεγε ο Μαρκόπουλος πρέπει να αλλάξουμε αυτό το στίχο, στα «Λόγια και τα χρόνια», που λέει «και του καημού την πόρτα να χτυπήσεις», κανονικά έγραφα «και του λαού την πόρτα να χτυπήσεις», μου έλεγε ο Μαρκόπουλος να βάλουμε «και του λαγού την πόρτα», άκου τώρα, του λαγού (γέλια). Εκεί που γράφω «πως το ‘φεραν η μοίρα και τα χρόνια, να μην ακούσεις έναν ποιητή», σκεφτόμουν

το Μαγιακόφσκι και πως αυτοκτόνησε εκεί στη Ρωσία, ένα τέτοιο πράγμα ήθελα να υπενθυμίσω, να υπάρχει εκεί. Σε ένα τηλεφώνημα που είχα κάνει στο Ζαμπέτα, του διάβασα τα «Λόγια & τα Χρόνια», μόλις τελείωσα μου λέει ο Ζαμπέτας, βρε Μάνο παιδί μου, αυτό δεν είναι τραγούδι, αυτό είναι κατάθεση στον Άρειο Πάγο! Ήταν ωραίος τύπος ο Ζαμπέτας, τον αγαπούσα και

μ’ αγαπούσε.

 

Ο Άγιος Φεβρουάριος του Δήμου Μούτση κι εμείς

 

Είχα γράψει εγώ κάτι στίχους εμπνευσμένους από το μαρτύριο του αγίου Στεφάνου, ξέρεις ο άγιος Στέφανος πέθανε με πολλά μαρτύρια, αλλά είχα γράψει και για διάφορους άλλους θανάτους. Ο Μούτσης κράτησε το άγιος και ήθελε κάτι που να αρχίζει από φι, γιατί είχε μια γκόμενα που λεγόταν ξέρω γω, Φωτεινή, κάτι ήτανε και λέγαμε διάφορους τίτλους, κάποια στιγμή λέει ο Μούτσης, ο Άγιος Φεβρουάριος, αυτό είναι τους λέω, κρατείστε το, μην το ξεχάσουμε.

Αυτό που είπανε ότι το «ο χάρος βγήκε παγανιά» ήτανε για τον Κοεμτζή, καμία σχέση, απλώς πήρανε οι εφημερίδες τον τίτλο και τον γράψανε.

Εκεί που γράφω στο «Κομοδίνο» για «κάμαρες που μύριζαν λιβάνι», αυτό ήτανε που θυμάμαι κάποτε με ένα φίλο μου, που πηγαίναμε στο σπίτι της κυρίας τάδε, να πάρουμε τα πουκάμισα του πατέρα του. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος και πηγαίναμε σε αυτή την κυρία που ήτανε πουκαμισού, να πάρουμε τα πουκάμισα και αυτή κεντούσε το μονόγραμμα επάνω στο τσεπάκι του ιδιοκτήτη και το σπίτι της μύριζε λιβάνι. Αυτό ήταν! Πέρυσι που πήγα στη Σύρο, πέρασα από αυτό το σπίτι, χτύπησα, λέω, παρακαλώ να μπω μέσα; κοίταζα έτσι από δω, από κει και πήγα πίσω εβδομήντα χρόνια. «Το σπίτι στην ανηφοριά» θα στο δείξω αν καμιά φορά περάσουμε από τη Σύρο, ή το άλλο που λέω στο «Κι αν φταίει κανείς», γράφω «δρόμοι γεμάτοι πιπεριές», είναι ο δρόμος που πήγαινε προς τον Άγιο Παντελεήμονα που ήταν γεμάτος πιπεριές, πάρα πολύ ωραίο φυτό είναι η πιπεριά, ιδίως άμα

είναι ανθισμένο, με αυτούς τους κόκκινους κόκκους, αριστούργημα, μοσχοβολάει! Αλλά είναι κρίμα, ούτε που βάλανε μερικές πιπεριές ακόμη, ούτε που τις προσέχουν, να τις ποτίσουν μια φορά, να ρίξουνε λίγο λίπασμα.

Ο Δημητράκης ο Μητροπάνος ήτανε φαντάρος τότε, πήρε μια άδεια, ήρθε τα είπε κι έφυγε, δεν κατάλαβε και πολύ τι ακριβώς κάναμε, κυρίως επιτυχίες ήθελε να κάνει τότε. Μετά δύο χρόνια άρχισε να ακούγεται πολύ ο δίσκος.

Και κάποιοι παλιοί συνθέτες μας ειρωνευτήκανε, τίποτα δεν καταλάβανε, δεν καταλάβανε καν ότι υπήρξε υπερρεαλισμός μερικοί, και ήτανε τότε χέστηδες όλοι αυτοί οι παλιοί, πριν, και πολύ δεξιοί, βολεμένοι, να τα έχουν καλά με όλους, και η οικογένεια και η γκόμενα από δίπλα και τα λεφτά, τι τα θες μωρέ όλα αυτά, ωχ, ο Μίκης το έσπασε αυτό, ο μόνος που πήγε εξορία, και ούτε που κάνανε τίποτα τότε να τον υποστηρίξουν, που

ήδη ήταν μεγάλη μορφή ο Μίκης το ’67 για παράδειγμα, καθόλου δεν τον υποστήριξαν οι ομότεχνοι τότε, τέλος πάντων. Ο Θεοδωράκης είχε ξεκινήσει να συνθέτει ενότητες, ήτανε έργο ζωής του Μίκη να κάνει ενότητες, αλλά τότε ξεκίνησε και να θέλουν να μελοποιούν όλοι ποιητές και μεγάλους ποιητές. Εκείνος που ξέφυγε ήταν ο Γιάννης Σπανός, βρήκε εκεί ένα ποιηματάκι του Σωτήρη Σκίπη, «Άσπρα Καράβια τα όνειρά μας», το μελοποίησε και το έκανε εθνικό ύμνο και τραγουδιέται ακόμη με τέτοια ευφορία.

 

Το «κι άλλος στης Σύρας τα στενά, αίμα και δάκρυα πίνει» το εμπνεύστηκα από τους Σμυρνιούς της Σύρας. Ήρθαν στη Σύρα 8.000 Σμυρνιοί και έμειναν 1.500. Από κει το ξεκίνησα, αλλά είναι για ό,τι είναι πια οριστικά χαμένο, σαν τη Σμύρνη, το γράφω κάπου νομίζω. Ακόμα κι ο «Σταμάτης Κομνηνός», που το έχει πει τόσο ωραία ο Μήτσος ο Μητροπάνος, έτσι τον ελέγαμε το Μήτσο το συγχωρεμένο, το γράμμα αυτό, ο Σταματάκης ο καημένος

είναι κι αυτός οριστικά χαμένος.

 

Τροπάρια για Φονιάδες του Θάνου Μικρούτσικου & η Μαρία Δημητριάδη.

 

Ο Θάνος και ο Μίκης την αξιοποίησαν πάρα πολύ τη Μαρία Δημητριάδη *6, αλλά λίγοι της έδωσαν τότε σημασία, δε μπορώ να καταλάβω, τόσο σπουδαία τραγουδίστρια, η τελευταία εξαιρετική δουλειά ήταν με το Χατζιδάκι στο «Για την Ελένη», σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη. Θυμάμαι, μου είχε ζητήσει στίχους ο Χατζιδάκις, εγώ δεν είχα, του λέω υπάρχει ένας θαυμάσιος στιχουργός, πως λέγεται; Με ρωτάει, Μιχάλης Μπουρμπούλης, του

λέω, Μπουρμπούλης; λέει, είναι καλός; Εξαίσιος του απαντώ. Μάλιστα, σκέφτεται ο Μάνος, ήθος έχει; με ρωτάει, ήθος έχει; Του λέω έχει και μπαίνω στη φωτιά. Και κάνανε ένα δίσκο αριστούργημα.

 

Τα τραγούδια του Αγώνα του Μίκη Θεοδωράκη

 

Το «ποιος τη ζωή μου» το είχα στείλει στο Μίκη στο Παρίσι τότε, μαζί με τα άλλα τραγούδια, μόνο αυτά μου έστειλες; μου είπε, τα μελοποίησε αμέσως. Κάπου είχα δει μια φωτογραφία που κάποιος σημάδευε κάποιον, και εκεί μου ήρθε, αυτή η αίσθηση η φοβερή μπροστά στην κάνη του όπλου, ότι σε σημαδεύουν σε ένα στενό.

 

Η γραφή, η Γλώσσα, οι θύμησες και οι αναμνήσεις

 

Γράφω σε διαφορετικές εκδοχές πολλές φορές το ίδιο θέμα και σε τελείως άλλες εποχές. Και εκεί που γράφω μου ξυπνάνε θύμησες και εικόνες, για παράδειγμα, σε μια στιγμή λέω «…με το τριμμένο σου παλτό από την επαρχία…», αυτό το τριμμένο παλτό είμαι εγώ, θυμάμαι ένα παλτό που φορούσα κάποτε, ή ένα άλλο «κατάντησες στην αγορά για να πουλάς λαχεία», αυτό είναι για κάποιον τυφλό που έβλεπα στο δρόμο να πουλάει λαχεία, άσχετο.

 

 

 

Επιρροές

 

Αν μου βγει καμιά φορά καμιά επιρροή από άλλον, κυρίως άμα είναι πολύ καθαρή, τη σβήνω αμέσως και μάλιστα με μίσος. Δε θέλω να βγαίνει καμία επιρροή από κανένα. Βέβαια, υπάρχει αυτό που έλεγε ο φίλος μου ο Τάσος ο Λιγνάδης, η κρυπτομνησία, είναι ωραία η λέξη αυτή, δηλαδή σου βγαίνει χωρίς να το καταλάβεις. Γι’ αυτό και καμιά φορά άμα δίνω σε ανθρώπους να διαβάσουν διάφορα δικά μου πράγματα, τους λέω εντόπισέ μου αν σου

θυμίζει από αυτά κάτι, να το πετάξω αμέσως. Βέβαια υπάρχουν και άνθρωποι που σε καβαλάνε και δε μπορείς να ξεφύγεις με τίποτα, όπως ο Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα. Οι σκηνές του Μίσκιν με τη Νατάλια Φιλίποβνα, (από τον «Ηλίθιο), η σκηνή του Αλιόσα, η σκηνή του Μαρμελάντοφ, η σκηνή όταν πηγαίνει και σκοτώνει τις δύο γριές ο μικρός, από το Έγκλημα & Τιμωρία, σαλτάρεις, τι λέει ο άνθρωπος! Προσπαθώ να καταλάβω τι γινότανε, τα έγραφε ο ίδιος ή τα υπαγόρευε, γιατί ξέρεις, ο Ντοστογιέφσκι έπρεπε κάθε απόγευμα να παραδίδει τρεις σελίδες, τέσσερεις ξέρω ‘γω, να στοιχειοθετηθούν, να κυκλοφορήσουν το πρωί οι εφημερίδες.

Πως έχεις μέσα στο μυαλό σου όλη αυτή τη δίνη, όταν τα υπαγορεύεις, ακόμη κι όταν στα διαβάζουν μετά, δε βλέπεις τι έχεις γράψει, άλλη αίσθηση, πότε προλάβαινε να τα γράψει αυτά τα πράματα, δεν προλαβαίνεις να προλάβεις αυτό που σου συμβαίνει, που θες να πεις, γιατί εκείνο το πράγμα καλπάζει, το χέρι δε μπορεί να καλπάσει, τι γίνεται; Έτσι έγραψα, 12 σελίδες, με ρυθμό εξοντωτικά γρήγορο, στον «Καιρό των Χρυσανθέμων» τη

σκηνή που μιλάω για τους ηθοποιούς, εκείνες οι σκηνές είναι και οι

καλύτερες.

 

Οι ποιητές

 

Ο Σεφέρης ζήλευε πολύ τον Καβάφη. Πιστεύω ότι τον έγδαρε κυριολεκτικά, μεγάλη είναι η επιρροή του στο έργο του, ο,τιδήποτε παραμιλάει είναι καβαφικής προέλευσης. Αλλά τον ζήλευε που ήταν ο μεγαλύτερος, διότι εκεί ήταν το θέμα, ποιος θα ήταν ο σπουδαιότερος του 20ου αιώνα. Υπήρχε βέβαια ο Σολωμός για τον 19ο, αλλά ο 20ος; Μια φορά τον είδα από κοντά, στο σπίτι του, και όταν τον αποχαιρέτησα, σαν τώρα το θυμάμαι, ήταν σαν

να έβλεπα στο πρόσωπό του τον Καβάφη, ίδιος μου φάνηκε.

Τον Καρυωτάκη τον υποτιμούσε. Είχε αντιληφθεί ότι επρόκειτο για μεγάλη μορφή και τον «έδιωξε» που λένε, μόνο μια φορά τον αναφέρει, τον αισθανόταν ανταγωνιστικά. Είχε όμως σε μεγάλη υπόληψη το Στρατή Τσίρκα, διότι τον ανακήρυξε ο Τσίρκας εθνικό ποιητή και ισάξιο με τον Καβάφη, άκου να δεις.

Για μένα ο Καρυωτάκης ήταν ο σπουδαίος. Τα λυρικά του, στην τελευταία του περίοδο, εκεί που λέει, «σαν δέσμη από τριαντάφυλλα, ήρθε το βράδυ αυτό, κάποια χρυσή, λεπτότατη, στους δρόμους ευωδιά, και στην καρδιά αιφνίδια καλοσύνη… στα χέρια το παλτό, στ’ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη…» και ξαφνικά γυρίζει και λέει «δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό…». Θυμάσαι το ποίημα «στο άγαλμα της ελευθερίας»;

«Λευτεριά λευτεριά θα σ’ αγοράσουν, έμποροι και κονσόρτσια και εβραίοι, είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη…», αυτά να τα γράψεις τότε, τότε, στην Πρέβεζα, «Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται, στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια…» τι λες καλέ, αυτό το πράμα. Όλη του η τελευταία περίοδος του αυτή, λες δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν.

 

Τα εκκλησιαστικά κείμενα

 

Όλες οι βυζαντινές αναφορές στη στιχουργία μου είναι από τα

εκκλησιαστικά κείμενα. Τα έχω μελετήσει όλα, ξέρω ολόκληρα αποσπάσματα απ’ έξω. Με γοητεύει αφάνταστα η γλώσσα και η ποίηση που εμπεριέχουν, τρελά πράγματα, ακόμη και η βασκανία που έχουνε κάνει, είναι σε αριστουργηματική γλώσσα, δεν ξέρω ποιος την έγραψε τη βασκανία, τρελό πράγμα, τρελό, τρελό.

 

Ο Οδοιπόρος του Μάνου Χατζιδάκι

 

Ποιος είναι ο Οδοιπόρος; Ένας άνθρωπος που περπατάει. Του είχα γράψει διάφορα, κείμενα, έβαζε και δικά του, μου είχε πει ο Μάνος να του δώσω και για το Μεγάλο Ερωτικό και για την «Ελένη», ήξερα εγώ ότι θα μου βγάλει το λάδι, ότι τα άλλαζε συνέχεια, δεν ήθελα να πάω και του σύστησα το Μιχάλη Μπουρμπούλη.

 

«Τελειώσαμε; Αχ, τι ωραία. Μήπως κρυώνεις, να κλείσουμε τον κλιματισμό;»

 

Σηκώνεται, μου φέρνει ένα λουκουμάκι Συριανό, πάει στο γραφείο του, ανοίγει συρτάρια, ψαχουλεύει, ψάχνει χαρτιά και χειρόγραφα να μου δείξει κάτι, κοιτάζω τριγύρω, καραβάκια πολλά σε ένα ράφι, βιβλία πίσω από τη τζαμωτή βιβλιοθήκη, μια επετειακή καρτ ποστάλ του ’62, παρατηρώ ένα κρυστάλλινο μελανοδοχείο, «σου αρέσει αυτό; Ανήκε στην εγγονή της Κυβέλης *7, είναι το μελανοδοχείο του πρίγκιπος Ροδοκανάκη». Τον ρωτάω για ένα ακόμη τραγούδι του που μου αρέσει πολύ, με κόβει, «μα,

ενδιαφέρουν κανέναν αυτά που λέμε;» με ρωτάει, ενδιαφέρουν εμένα, του απαντώ, οπότε θα ενδιαφέρουν κι άλλους. Με κοιτάζει δύσπιστα, δε δείχνει να πείθεται. Γυρίζει και χάνεται στο βάθος του σπιτιού του.

Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι οι ήρωες των βιβλίων του υπήρξαν στ’ αλήθεια, με άλλα ονόματα. Ο Μάνος Ελευθερίου μεταπλάθει μια πραγματικότητα, έτσι που νομίζουμε ότι είναι τελικά μυθοπλασία, αλλά που κάποτε ήταν αληθινή ζωή. Αν ζητούσαμε να μας ζωγραφίσει τα πρόσωπά τους, θα τους αναγνωρίζαμε σχεδόν όλους.

Βγαίνω στο βροχερό ανοιξιάτικο μεσημέρι. Ο δρόμος άδειος. Η βροχή, ταπ, ταπ, πάνω στα φύλλα των δέντρων, σαν κάποιος να δακτυλογραφεί ανεπαίσθητα. Ήχοι, εικόνες, πρόσωπα, άλλοι καιροί, εξώφυλλά δίσκων, ματωμένες στιγμές, στροβιλίζονται στο κεφάλι μου. Ο Μάνος Ελευθερίου είναι μια ολόκληρη εποχή, φέρει μια ολόκληρη εποχή, ή μάλλον είναι πολλές εποχές μαζί, είναι οι εποχές που δεν έχουμε ζήσει, οι άνθρωποι που δεν προλάβαμε, μα ποτέ τελικά, δεν ξεχάσαμε.

 

 

Σημειώσεις:

 

1.Τάσος Λιγνάδης: 1926-1989, φιλόλογος, καθηγητής επί χρόνια σε σχολεία και στη Φιλοσοφική Αθηνών, καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και καθηγητής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού, για χρόνια κριτικός θεάτρου στην Καθημερινή. Γιος του ο ηθοποιός & σκηνοθέτης Δημήτρης Λιγνάδης.

 

2.Μίμης Τραϊφόρος: 1913-1998, θεατρικός συγγραφέας και στιχουργός, επιθεωρησιογράφος, σύντροφος της θρυλικής Σοφίας Βέμπο.

 

3.Ελένη Παπαδάκη: 1908-1944, ξακουστή ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου από ιδρύσεως μέχρι το θάνατό της, αξεπέραστη θεωρείται η ερμηνεία της ως Ερσίλια Ντρέι στο έργο του Πιραντέλο «να ντύσουμε τους γυμνούς».

Δολοφονήθηκε από μέλη του ΕΛΑΣ του τμήματος Πατησίων του ΕΑΜ, στα 36 της χρόνια, κατά το κίνημα των Δεκεμβριανών του 1944, στις 21 Δεκεμβρίου 1944, στα διυλιστήρια της ΟΥΛΕΝ, κατηγορούμενη για επίδειξη φιλογερμανικής στάσης που κράτησε κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

 

4. Γρηγόρης Λαμπράκης: 1912-1963, γιατρός, αθλητής ειρηνιστής, βουλευτής της Αριστεράς, δολοφονήθηκε από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη. Η υπόθεσή του ενέπνευσε το Β. Βασιλικό στο μυθιστόρημα Ζ, που έγινε ομώνυμη ταινία από τον Κώστα Γαβρά.

 

5. Σωτήρης Πέτρουλας: 1943-1965, φοιτητής που δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια φοιτητικής διαδήλωσης, στις 21 Ιουλίου 1965, στη γωνία των οδών Σταδίου και Χρ. Λαδά στην Αθήνα.

 

6. Μαρία Δημητριάδη: 1951-2009, τραγουδίστρια κυρίως πολιτικών

τραγουδιών κατά τη δεκαετία του ’70, αδερφή της η επίσης τραγουδίστρια και συνθέτης Αφροδίτη Μάνου.

 

7.Κυβέλη: 1888-1978, από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς, σε συνεχή ανταγωνισμό με τη σύγχρονή της Μαρίκα Κοτοπούλη. Τρίτος της σύζυγος ο Γεώργιος Παπανδρέου.

 

Άλλες απόψεις: Της Τασούλας Μανδάλα