
Στη δεκαετία του 1950 λειτουργούσαν στο χωριό ακόμα τα κάρα με δύο ρόδες, ενώ στη χώρα υπήρχαν και με τέσσερις ρόδες. Ορισμένοι καροτσιέρηδες ή αραμπατζήδες, από την τούρκικη λέξη “αραμπάς”, είχαν αποκλειστική δουλειά να κουβαλούν με το κάρο εμπορεύματα από τη χώρα, για να προμηθεύουν τα έξι μπακάλικα που υπήρχαν τότε.
Συνήθως μετέφεραν τροφές για τα ζώα (βαμβακοπυρήνα, πίτερα) και για τους ίδιους τους κατοίκους ρύζι, ζάχαρη και ότι άλλο δεν εξασφάλιζαν από την καλλιέργεια στα χωράφια.
Ακόμη το Καλοκαίρι κάποιοι αναλάμβαναν να μεταφέρουν στο Παζάρι της Χίου τα κηπουρικά, μέσα σε κουφάκια, για να πουληθούν στους μανάβηδες. Να επισημάνω ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ακόμη φορτηγά αυτοκίνητα.
Στο κάρο έζεφαν συνήθως μουλάρια μεγαλόσωμα, για να έχουν τη δύναμη να μεταφέρουν μεγάλα φορτία ιδιαίτερα σε ανηφορικούς δρόμους και κυρίως στον μεγάλο ανήφορο του Γρου. Μερικές φορές για να διευκολύνουν την κατάσταση ακολουθούσαν την πιο εύκολη διαδρομή από τον Κάμπο με ενδιάμεσο πέρασμα από τη Γεωργική Σχολή. Οι ιδιοκτήτες των ζώων τους έδειχναν ιδιαίτερη φροντίδα στο να τα ταΐσουν και να τα καθαρίσουν. Στο χωριό υπήρχαν πέντε αραμπατζήδες επαγγελματίες.
Το ζέψιμο (από το ρ. ζεύω) του μουλαριού ακολουθούσε ολόκληρη διαδικασία με την τοποθέτηση του απαραίτητου εξοπλισμού.
Στο πρόσωπό του ζώου έβαζαν τα γκέμια, που είχαν στο ύψος των ματιών ένα είδος παρωπίδες από δέρμα, για να μην αποσπάται η προσοχή του δεξιά ή αριστερά, αλλά να κατευθύνεται ευθεία μπροστά.
Στην άκρη του λαιμού έμπαινε το κολάρο με δύο αλυσίδες στις πλευρές του, που συνδεόταν με τα σιδερένια άγκιστρα πάνω στα τιμόνια, ώστε να σύρεται το κάρο από το ζώο. Τέλος στη ράχη προσάρμοζαν το σαμαράκι με τις δύο λαβές, δεξιά – αριστερά, από χοντρό δέρμα για να κρατούν το βάρος του κάρου.
Τα γκέμια συνδεόταν με ένα είδος χαλκά στο στόμα του ζώου και με δύο μακριά λουριά, που κρατούσε ο αραμπατζής όταν καθόταν στο κάρο, για να κατευθύνει την πορεία του ζώου.
Με την πάροδο του χρόνου τα κάρα σταμάτησαν να λειτουργούν. Οι αραμπατζήδες πέρασαν στην ιστορία της λαϊκής μας παράδοσης κι εμείς ζούμε με τις αναμνήσεις μιας άλλης εποχής.































