
Ζούμε σε μια εποχή που απολαμβάνουμε πολλές ανέσεις και μοιραζόμαστε με τους οικείους μας ή με τους συνανθρώπους μας τόσα αγαθά. Εάν γυρίσουμε αρκετά χρόνια πίσω και ειδικότερα στη δεκαετία του 1950, τότε πηγαίναμε στα σοκάκια του χωριού για να παίζουμε κρυφτό, κυνηγητό, μπίλιες ή να τρέχουμε κυλώντας το τσέρκι σε ανηφοριές – κατηφοριές ή να προσπαθούμε να κερδίσουμε στη γειτονιά τους φίλους μας στο παιχνίδι της ντάμας. Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε ποτέ ότι μετά από κάποια χρόνια θα υπήρχε μια άλλη πραγματικότητα και ότι τα παιδιά θα είχαν πολύ πιο ευνοϊκές συνθήκες μάθησης, πιο εξειδικευμένα παιχνίδια, περισσότερες ευκαιρίες ενασχόλησης κατά τον ελεύθερο χρόνο τους και πολλά άλλα.
Εμείς είμαστε τα παιδιά της λάμπας, του λυχναριού, του μαγκαλιού, της βεγγέρας, των παραμυθιών της γιαγιάς, της ήρεμης οικογενειακής γαλήνης ....
Δεν είχαμε ψυγείο, ούτε τηλεόραση, ούτε αυτοκίνητο. Στο Γυμνάσιο πηγαίναμε με το ποδήλατο για να μην πληρώνουμε δύο δραχμές που ήταν το εισιτήριο στο λεωφορείο. Το καλοκαίρι περπατούσαμε ξυπόλυτοι για να μη χαλάσουμε τα παπούτσια μας, που τα είχαμε μόνο για να πάμε την Κυριακή στην εκκλησιά. Μέχρι την ηλικία των δέκα πέντε χρόνων κυκλοφορούσαμε με κοντό παντελόνι. Θυμάμαι ότι μακρύ παντελόνι έβαλα στα δεκαέξι μου όταν η μάνα μου με πήγε στον ράφτη για να μου ράψει κουστούμι, που θα το έβαζα στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου.
Τότε δεν αντιμετωπίζαμε τα σημερινά προβλήματα με το καθημερινό άγχος για ειρηνική συμβίωση, για αυξημένες καταναλωτικές ανάγκες, για προστασία από κακοποιητικές ενέργειες...
Από δω και πέρα είμαστε υποχρεωμένοι να διασφαλίσουμε ό,τι καλό έχει γίνει μέχρι τώρα και να αγωνιστούμε για την περαιτέρω πρόοδο της κοινωνικής ζωής.
































