
Ίσως ο τίτλος και μόνο να φαντάζει βαρύς για να αναλυθεί από μη ιδικούς περί τα εκκλησιαστικά. Όμως πιστέψτε με, σκοπός μου δεν είναι να μπω σε θέματα ιδικής φύσεως, αλλά να προσπαθήσω να ’δω τα πράγματα με απλή, ανθρώπινη αλλά και ερευνητική ματιά.
Αφορμή στάθηκε η ανορθογραφία στη γραφή πάνω από την Ωραία Πύλη στην εκκλησία του Αγ. Γεωργίου στον Καταρράκτη που μας υπενθυμίζει ότι: ΠΙΣΤΙΣ ΑΝΕΥ ΕΡΓΩΝ ΝΕΚΡΑ ΕΣΤΙ. Και επειδή κάθε διάζευξη θεωρώ πως είναι εκβιασμός, ας μου επιτραπεί να προσθέσω επί του προκειμένου και εξ’ αρχής, πως χρειαζόμαστε και έχουμε ανάγκη, έργα αλλά και πράξεις που οδηγούν στη βελτίωση της ζωής του ανθρώπου… «γιατί γεμίσαμε λόγια και χάθηκαν τα έργα…» και, ίσως αυτό να είχε στο μυαλό του ο Άγιος Ιάκωβος όταν αποφάνθηκε έτσι. Γιατί ως επιβεβαίωση των λόγων, η κοινή λογική βλέπει τα έργα∙ έργα αγάπης και προσφοράς προς τον συνάνθρωπο. Τέτοια πίστη ζωντανή ζητάει ο Χριστός και διαπιστώνει ο ασκητής συμπληρώνοντας, ότι τα έργα πρέπει να είναι εσωτερικά και εξωτερικά, έργα ταπεινώσεως και αγάπης… Αυτό που απομένει είναι κάθε «καλό έργο» να βρίσκει μιμητές, όπως μας συμβουλεύει ο Απόστολος Παύλος (Κορινθ. Α11)… «μιμηταί μου γίνεσθε καθώς κἀγώ Χριστού».
Και ο Χριστός όσες φορές ανέφερε τη λέξη «εγώ» δεν το έκανε για να διαχωριστεί από τον κόσμο και να επισημάνει την «ανωτερότητά» του, αλλά για να ευχαριστήσει υμνώντας και δοξάζοντας τον Πατέρα Θεόν, αλλά και να τον παρακαλέσει να μας βγάλει από το σκοτάδι των παραπτωμάτων μας, δια την του κόσμου σωτηρίαν η οποία έρχεται και μέσω της διακονίας όχι μόνον των αγαπώντων, αλλά και των μισούντων ημάς.
Έχω τη γνώμη πως, για να γίνει πράξη ο στοίχος που μας λέει: «Οι ιερείς σου Κύριε ενδύσονται δικαιοσύνην και οι όσιοί σου αγαλλιάσονται», δεν φτάνει, ακόμα και να βρούμε τη δύναμη να είπωμεν και υπέρ αυτών, το∙ Κύριε ελέησον… Γιατί ο άνθρωπος αν και βαίνει «εις το καθ’ ομοίωσιν» δεν είναι Θεός, για τον λόγο ότι ζει και τον βλέπουμε ανάμεσά μας.
Γι’ αυτό και ο κόσμος ως πλήρωμα της εκκλησίας είναι λογικό να τους κρίνει (τους ιερείς) βεβαίως με τα ανθρώπινα μέτρα και χωρίς να αναμένει την τελική κρίση της δευτέρας παρουσίας, μια και το παράδειγμα λειτουργεί ως υπόδειγμα∙ και στην περίπτωσή μας ως παράδειγμα αρετής και συμπεριφοράς ανθρώπινης, η οποία καθορίζεται άμεσα από την νόηση, τη βούληση και τον συναισθηματικό του κόσμο. Πολύ δε περισσότερο, όταν αυτός (ο ιερέας) δεν λειτουργεί ή αν θέλετε δεν φέρεται κατά μίμησιν Χριστού, δηλ. με πνεύμα το πάθος της ταπεινώσεως, υπομονής και αγάπης, απουσιάζει από τη σκέψη του ο προβληματισμός και ο συνειδησιακός έλεγχος, χωρίς να αποφεύγει το πάθος της φιλοπρωτίας ως έντονης επιθυμίας κάποιου να έχει τα πρωτεία (φίλος + πρώτος), αλλά και της φιλαργυρίας (φίλος + αργύρια [χρήματα]) ως μόνης ή έστω απλής βιοτικής μέριμνας.
Όμως, λέγοντας αυτά δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος από πνεύμα και ύλη∙ καθώς και ότι είναι κάτι βαθύτερο και υψηλότερο από την υλική του παρουσία. Γι’ αυτό και η παρουσία του στη ζωή έχει νόημα μόνο όταν ξεφύγουμε από την λογική, του∙ τι φάγομεν και τη πίωμεν αύριον γαρ αποθνήσκομεν, και ακολουθήσομε αυτήν της Αντιγόνης του∙ «ούτη συνέχθειν αλλά συμφιλείν έφυν» δηλ. δεν γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για να αγαπώ∙ και αγάπη σημαίνει και προσφορά*.
Η αυθεντικότητα του ανθρώπου είναι αναγκαίο να περνά και να απαντά στα ανθρώπινα προβλήματα, να προβληματίζει και να προσπαθεί να απαντήσει στα ερωτήματα που μας θέτει η ίδια η ζωή κρίνοντας δύο επαναστάσεις**∙ την χριστιανική ως πνευματική αλλά και την κοινωνική ως μια κοπιαστική πορεία αναζήτησης, που θα εδράζεται στο παρελθόν, θα πραγματοποιείται και θα γράφεται μέσα στο παρόν. Γιατί τον άνθρωπο δεν τον κάνουν τα πόδια του***, αλλά το μυαλό του και η σκέψη του. Ως εκ τούτου ο πνευματικός θάνατος είναι χειρότερος του βιολογικού για τον λόγο ότι το σώμα παραδίδεται στη φθορά όπως απορεί και ο υμνωδός λέγοντας∙ «πως παρεδόθημεν τη φθορά;» ενώ εύχεται να είναι «αιωνία η μνήμη» η οποία βεβαίως εμπεριέχει το στοιχείο της αθανασίας****.
Καταλήγοντας, αν κάπου υπερέβην τα εσκαμμένα, αιτούμαι συγγνόμωνα είναι δηλ. ζητώ συγγνώμη, γιατί ως εραστής όχι μόνο της Ελληνικής γλώσσας, αλλά και μύστης της αυτογνωσίας γνωρίζω ότι και ο κρίνων κρίνεται. Όμως, δεν αποφεύγω τη θεία προτροπή μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε, γιατί δεν θεωρώ ότι συμβουλεύω, αλλά ότι συμβάλλω στον όποιο κοινωνικό διάλογο για την αντιμετώπιση νεοφανών; κοινωνικών φαινομένων. Το να αρκείται κανείς σε αυτό που γνωρίζει, δεν λέει τίποτα, γιατί απλώς περιμένει τον βιολογικό θάνατο ο οποίος θεωρώ πως δεν είναι τίποτα μπροστά στον πνευματικό.
Καταλήγοντας, ως απλό μέλος της εκκλησίας που δεν δογματίζει αλλά που βιώνει και προβληματίζεται από τα κακώς κείμενα, να σημειώσω πως, έτσι αντιλαμβάνομαι τα πράγματα, και μακριά από υποκριτικές σκέψεις αλλά και θεολογικές ή υπερφυσικές αναζητήσεις, προσπαθώ- κατά το ανθρωπίνως δυνατόν- να στηριχτώ με συνέπεια στη διδασκαλία τού Χριστού.
Διευκρινιστικές αναφορές – επεξηγήσεις
*Την σημασία της αγάπης τονίζει ιδιαιτέρως σε μία από τις λαμπρότερες επιστολές του ο Απόστολος Παύλος (Α΄ Κορινθίους).
**Την κοινωνική επανάσταση είχε στο μυαλό του και ο αείμνηστος πρόεδρος της Χριστιανικής Δημοκρατίας Ν. Ψαρουδάκης, όταν σε ομιλία του είπε πως∙ η δημοκρατία με βάση τις αρχές του χριστιανισμού, δεν είναι…χαμομήλι.
Την ίδια άποψη εκφράζουν με διαφορετικά λόγια και συναγωνιστές του, όταν μας λένε: «ο χριστιανός που δεν αγωνίζεται για τη δικαιοσύνη είναι μια μετριότητα, μια γελοιογραφία της εικόνας του Θεού…».
*** Έχει ειπωθεί πολλές φορές και επιστημονικές έρευνες έχουν αποδείξει, πως χαρακτηριστικό του ανθρώπου δεν είναι κατ’ ανάγκην τα δύο πόδια- άσχετο αν η «απλή λογική» δέχεται ως θέσφατον την «διποδία»- αλλά ο λόγος και το πνεύμα ως φορέας των διανοητικών και ψυχικών λειτουργιών του. Και η καλλιέργεια του πνεύματος είναι αυτή που θα οδηγήσει τον άνθρωπο στην πρόοδο, αλλά και στο να μπορέσει να συγκροτήσει μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, να κρίνει και να συγκρίνει ελεύθερα μέσα στο πλαίσιο που χαράσσει μια δημοκρατική πολιτεία.
**** Εδώ αξίζει να αναφέρω, πως όταν ρώτησαν τον Κανάρη πώς κατόρθωνε με τις μικρές βάρκες (πυρπολικά) να πυρπολεί ολόκληρες ναυαρχίδες, απάντησε: «Γιατί κάθε φορά που ξεκινούσα έλεγα στον εαυτό μου: θα πεθάνεις Κωσταντή!» Και η μνήμη για τον Κωσταντή είναι αυτή που (τον) οδήγησε ή οδηγεί στην αθανασία.
































