Γλωσσικός έρως “Τα ονόματα μόνο τους δειλούς και τις ατροφικές διάνοιες τρομάζουν”

Παρ, 13/06/2025 - 06:32

Αρχίζοντας, να σημειώσουμε πως τις λέξεις τις διδάσκει στον άνθρωπο η φύση.  Αποτέλεσμα αυτής της σχέσης είναι ότι η σχέση τού ανθρώπου και της φύσης είναι οργανική. Δηλαδή η γλώσσα τού λαού έχει φυσικές πηγές με τις οποίες διαπαιδαγωγείται ο άνθρωπος, υπομένει, έστω και αν αδιαφορεί… Όμως, νοιώθει την βία τής βροντής και της καταιγίδας… Η οργανικότητα αυτή εκφράζεται με τη φιλοσοφία, τη γλωσσική φιλοσοφία,  και η παρέμβασή  τού ανθρώπου τον οδηγεί  στη γλωσσική εξέλιξη στη διαμόρφωση τής γλωσσικής του αισθητικής οδηγώντας τον να γίνει λειτουργός τής τέχνης τού λόγου μέσα από ένα ερωτικό αλισβερίσι*, που όμως εμπεριέχει την τόλμη τον κίνδυνο όσο και τη χάρη. Η γλώσσα  έχει άμεσο δεσμό με την αλήθεια, και ο ασχολούμενος με αυτήν είναι θεράπων – υπηρέτης τής αλήθειας αυτής.
Η γλώσσα, δεν είναι μόνον το “μήνιν ἄειδε” τού Ομήρου, ούτε η αγνή ηθική των πρωτοπλάστων, αλλά το χωράφι μέσα στο οποίο καλλιεργείται η ιστορία και ο πολιτισμός. Επί τη ευκαιρία  να σημειώσουμε εδώ, πως πολιτισμός χωρίς γλωσσική ελευθερία είναι προβληματικός.
Η γλώσσα είναι δημιουργία, γι’ αυτό πρέπει να είναι λειτουργική και όχι να υπηρετεί μιά ορισμένη τάξη αλλά να εκφράζει τη δυνατότητα μέσω της διαλεκτικής, της κοσμοποιητικής δραστηριότητας ως ελεύθερης δημιουργίας και δημιουργικής ελευθερίας που αναζητεί αλλά και πρωτοπορεί μέσω της προβληματικής αυτής. Η δυναμική όσο και η ιδιαιτερότητα τής ελληνικής διαπιστώνεται τόσο από τον διάλογο (διαλέγεσθε) όσο και από την εννοιολογική τοποθέτηση και την αξία τών λέξεων.
Βασιζόμενοι σε αυτήν τη λογική προβληματική θα αναφερθούμε στο ρ. λέγω και θα διαπιστώσουμε πως αυτό (το λέγω) είναι διαφορετικό από το φημί· γιατί το λέγω υπερισχύει σε ποιότητα τού φημί μια και σημασιολογικά περικλείει τεράστιο εννοιολογικό πλούτο έναντι του φημί που σημαίνει, ισχυρίζομαι, διαβεβαιώνω, πιστεύω… Το “λέγω” (ε>ο) δημιουργεί τον λόγο  τη σκέψη και τον λογισμό, καθώς και την συνουσία με το ἐρῶ ως επιλογή όχι κοινωνική ή θεσμική, αλλά δημιουργικής ερωτικής αναζήτησης η οποία αξίζει περισσότερο από την αγάπη, όπου τελικός σκοπός είναι το πλατωνικό “τίκτειν ἐν τῷ καλῶ”. Δεν είναι υπερβολή να πούμε, πως η αγάπη για τη γλώσσα πραγματώνεται μέσω του ερωτικού λόγου και γονιμοποιείται μέσω του έρωτος όχι μόνο ως ερωτική σχέση, αλλά ως ποιητικό αίτιο τής Αφροδίτης και της γλωσσικής δημιουργίας. Πριν από “πολιτικό ζώον” ο άνθρωπος υπήρξε ερωτικό ον. Επομένως η ερωτική του ουσία είναι προγενέστερη  της πολιτικής φύσης του. Όμως, οι “χυδαιότητες” τού λόγου τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί να εκλαμβάνει ως άκομψες  “μεταφορές”, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ωμές και “αθώες” κυριολεξίες οι οποίες απεικονίζουν την πραγματικότητα, το υπαρκτό και κατ’ επέκταση την αλήθεια. Υπ’ αυτήν την έννοια  λοιπόν η γλώσσα καταφέρνει να εξανθρωπίζεται πέραν από τις κλειδαριές τής ακαδημαϊκής Γλωσσολογίας. Φαίνεται λοιπόν πως τα κλειδιά τής Γλωσσολογίας, μας έφεραν και τα αντικλείδια με τα οποία μπορεί ο άνθρωπος να υπερβεί το ομηρικό λέγειν και να φτάσει στην γλωσσική ποίηση μέσω του Σωκρατικού διαλέγεσθε. Εύκολα μπορεί να πει κανείς, πως οι “κανονικοί” άνθρωποι είμαστε τέτοιοι όχι ως ακόλουθοι της γραμματικής, αλλά, πολλές φορές ως παραβάτες αυτής, νοηματοδοτούμε τον λόγο… Ωστόσο είναι αναγκαίο να επισημανθεί, πως, χωρίς τη γλωσσική νομιμότητα δεν θα υπήρχε εκπαιδευτικό σύστημα ούτε και κανονικότητα, εάν αυτό δεν γνώριζε ή και δεν παρενέβαινε στον σολοικισμό** και στις “ελληνικούρες”, που αν και κάποιες φορές αποδίδουν την ουσία τού λόγου μέσω τής Αργκό, εν τούτοις δεν προωθούν τη γνώση πέραν της στιγμιαίας κατανόησης. Εδώ, μας ενδιαφέρει η γλωσσική ποίηση η οποία δημιουργείται μέσω του λόγου και της φιλοσοφικής αναζήτησης μακριά από τον ευνουχισμένο έρωτα που ευρίσκεται μέσα στα διάφορα πολιτικά συστήματα. Σε αντίθεση με τον Ηρακλείτειο διοικούντα λόγον και τον Σωκρατικό έτυμον λόγον τον λόγον τής γλωσσικής αλήθειας. Μιας αλήθειας η οποία δεν εκπορεύεται έξωθεν, αλλά αναδύεται με το γνῶθι σαὐτόν δηλ. την αυτογνωσία. Ως εκ τούτου ο ερωτικός λόγος δεν είναι μονομερής ούτε ανάπηρος, καθώς περικλείει την διαρκή επιθυμία της αθανασίας μέσω της γλωσσικής αναζήτησης, η οποία υπερβαίνει τον κοινωνικό καταναγκασμό και την “ανηθικότητα” ως ιστορική καταναλωτική μορφή. Η γλώσσα είναι δημιουργία που ζωντανεύει όνειρα αρχίζοντας από την αγάπη την έκσταση και το πάθος τού διονυσιακού πνεύματος και φτάνοντας μέχρι τον λυρικό στοχασμό και την εκφραστική τεχνική τού “αγίου των ελληνικών γραμμάτων” Παπαδιαμάντη μέσα από αρχαϊσμούς και φυσικές εικόνες ντυμένες με αψεγάδιαστο και πλούσιο λόγο. Όπου “χαρές και πλούτια θα χαθούν”, όμως  ο έρως του λόγου δεν θα χαθεί με τον φυσικό θάνατο, αλλά θα ζη όσο υπάρχει έστω και ψήγμα ανθρώπινης λογικής.
                                                                                      ▬

* Η λέξη αναφέρεται στην Τουρκική alisveris και ερμηνεύεται ως δοσοληψία. Στην κυριολεξία η λέξη σημαίνει ανταλλαγή, πάρε – δώσε. Η  έκφραση αυτή αν και βασίζεται στην αμοιβαιότητα, εν τούτοις περιέχει και το στοιχείο τής αρνητικής χροιάς ακόμα και της απάτης αν την συνδέσουμε με τη λ. “αλίσβη” που κατά τον Ησύχιο σημαίνει απάτη.
** Σολοικισμός είναι συντακτικό και γραμματικό λάθος στη χρήση τής ελληνικής γλώσσας. Η λέξη προέρχεται από τους Σόλους τής Κιλικίας όπου οι κάτοικοί τους μιλούσαν λάθος την ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να τους προσάψουν την κατηγορία ότι σολοικίζουν. Η λέξη “σόλοικος” σπάνια χρησιμοποιείται σήμερα για άτομα που κάνουν συντακτικά και γραμματικά λάθη.  
 

Άλλες απόψεις: Του Κ. Α. Ναυπλιώτη