Πλούσιοι και φτωχοί (λεξιλογικά στοιχεία )

Τρί, 24/04/2018 - 15:22

Παρ’ ότι το θέμα είναι επίκαιρο, εντούτοις δεν θα ασχοληθώ με την οικονομική επικαιρότητα του θέματος αυτού, αλλά με τη γλωσσική!
Παλαιότερα εθεωρείτο – εν πολλοίς και σήμερα- πως η Ελλάδα ήταν και παραμένει φτωχή χώρα. Ωστόσο όπως προανέφερα το θέμα μας σήμερα στρέφεται γύρω από τον γλωσσικό πλούτο, ο οποίος στην ουσία προήλθε και εν πολλοίς προέρχεται από τη θάλασσα. Καθ’ ότι οι Έλληνες ήσαν λαός θαλασσόπλαγκτος, αλιπλανής, θαλασσόβιος και θαλασσοδαρμένος.
Αρχίζοντας με τη λέξη “εφοπλιστής” βλέπουμε, πως, αρχικά δεν είχε τη σημερινή έννοια αλλά αυτήν του εφοπλίζω - εξοπλίζω δηλ. ετοιμάζω, παρασκευάζω τα σκεύη του πλοίου βλ. την Σκευοθήκη του Φίλωνος στον Πειραιά η οποία “ὃπλα καλείται” (Πολυδεύκης Ονομαστικόν). Εντούτοις σήμερα δηλώνει αυτόν που έχει στην ιδιοκτησία του πολλά ή λιγότερα πλοία, και εξ’ αυτού πολλά χρήματα. Επομένως είναι πλούσιος δηλ: Ὁ ἐκ τοῦ πλοῦ, ἔχων τήν οὐσίαν δηλ. την περι-ουσίαν. Αυτός είναι ο πλούσιος δηλ. ο πολλήν έχων την ουσίαν. Παράλληλα με αυτόν που ήταν πλούσιος από τη θάλασσα υπήρχε και ο πλουτόχθων‧ δηλ. ο πλούσιος σε γήινους θησαυρούς (πλούτος + χθών). Θα ήταν παράληψη να μην αναφέρουμε στο σημείο αυτό τη λέξη “εύπορος”, η οποία είχε άμεση σχέση με τη θάλασσα‧ καθ’ ότι: εὔπορος (εὔ + πόρος) καθώς και ἔμπορος (ἐν + πόρος → ἔμπορος*). Όμως η θάλασσα (ἃλς) είναι αθροιστική (αλίζω= συναθροίζω) πλούτου σχετ. ρ. αλφάνω‧ ευρίσκω, σχετ. τιμαλφές γιατί “παρά τό ἐκ τῆς ἁλός τρέφεσθαι” αλφή ή αλφά = τιμή, κέρδος, πολύτιμον πρβλ. τιμαλφές. Απ’ εδώ έχουμε και τις σχετικές λέξεις όπως: βαθύπλουτος, πάμπλουτος, και ζάμπλουτος (ζα= λίαν), πλουσιόδωρος‧ ο παρέχων πολλά είναι πλουσιόδωρος‧ ο πλουσίως χαριζόμενος (Ησύχ.) αλλά και πλειοδότης αυτός που δίδει περισσότερα. Όσο για τη λ. νεόπλουτος τη βρίσκουμε ακόμα σε αρχαία κείμενα ως “πλουσιόχειρ” δηλ. ανοιχτοχέρης, ευκατάστατος (εὖ + κατάσταση) δηλ. “ὁ ἐν καλῇ καταστάσει διάγων”.
Τώρα ας πάμε στη φτώχεια και στους φτωχούς. Πτωχός - φτωχός (“νόμιμη” αλλαγή π→φ) ετυμολογείται από το ρ. πτώσσω*‧ φοβούμαι, ζαρώνω, δειλιάζω βλ. Ομ. Οδύσσ. Ρ, 227 “Πτώσσων βούλεται αἰτίζων κατά δῆμον βόσκειν”. Αυτός είναι ο αἴτης ρ. αἰτῶ, απ’ όπου και ο επ- αίτης, ο ζητιάνος. Ένα ακόμη στοιχείο που ο φτωχός λέγεται και “ταπεινός” είναι, ότι αυτός είναι “χαμηλός” δηλ. δαπεινός δηλ. ὁ κείμενος χαμαί (δᾶ[γή]+ ποῦς) σχετ. εκφρ. “αφ τα ψηλά στα χαμηλά” και λ. πάμφ(π)τωχος. Είναι ο ἀναργύριος δηλ. ὁ ἄνευ ἀργυρίου. Άλλη λέξη είναι ο “πένης” η οποία ετυμολ. εκ του πόνος = κόπος “ἀπό τοῦ ἐργάζεσθαι καί πονεῖν ποριζόμενος τον βίον” (Etymologicum greacae) σχετ. και το ρ. πένομαι που σημαίνει εργάζομαι καταπονούμενος‧ σχετ. και το ρ. πεινῶ, αλλά και πενιχρός (πένης + χρεία[ανάγκη]). Ὄλβιος (ὁλό-βιος)‧ ο έχων ολόκληρο το βιός του. Αβίωτος = αυτός που δεν μπορεί να ζήσει ή βιώνει δύσκολα καθ’ ότι είναι άπορος (αντίθ. εύπορος) είναι και ο ἄνολβος δηλ. ο μη όλβιος και ουσιαστικά ο μή διαθέτων βιός, είναι ο ἄβιος‧ αυτός που στερείται τα προς το ζην‧ είναι ο ἀκτήμων δηλ. ο φτωχός, ο άνευ κτημάτων. Αυτός στην αρχαιότητα ελέγετο “γηφάγος” δηλ. έτρωγε μόνο χόρτα λόγω της φτώχειας του. Αυτός είναι και ο σημερινός...”χωματοφάς”!!! σχετ. έχουμε και τη φρ. “βίος αβίωτος” δηλ. ζωή που δεν μπορεί να βιωθεί (και) από τη φτώχεια. Η λ. βίος** ετυμολ. εκ του [(F)ίς= δύναμις, βία] . Ένα ακόμη προσωνύμιο του φτωχού ήταν‧ ἀβούτης δηλ. αυτός που δεν διαθέτει βοσκήματα, ο ἀκτήμων, ο ἄκληρος*** Αυτός είναι ο ἐνδεής δηλ. ο στερούμενος, ο έχων ένδειαν ρ. δέω & δέομαι = έχω ανάγκη, χρειάζομαι απ’ όπου και ο ἐνδεής = στερούμενος‧ αλλά και ο ἀνενδεής = αυτός που δεν χρειάζεται τίποτα.
Τελικώς όμως, όπως μας λέει ο Πίνδαρος: “ἀφνειός, πενιχρός, ἃμα νέονται ἐς πέρας θανάτου” [αυτονόητο] (από τον Εν τη λέξη Λόγο). Δηλ. όπως λέμε σήμερα: και ο πλούσιος και ο φτωχός θα μπούν στο ίδιο χώμα. Καθ’ ότι‧ σκιάς ὄναρ ἄνθρωπος (Πίνδαρος).

 

* Ουσιαστικά η λέξη σημαίνει αυτόν που έχει πολλά χρήματα και γι αυτό έχει και πολλά “περάσματα” στην κοινωνία, αφού μπορεί να ζη διαφορετικά. Δηλ. έχει πέραση...

* Το ρ. πτώσσω έχει την ίδια ρίζα με το πτύσσω σχετ. λ. πτυχή αλλά και πτώξ = λαγός ο οποίος ως ζώο δειλό ζαρώνει από τον φόβο του.

** βίος‧ Η λέξη είναι σχετική με τη βία. Σύμφωνα με το Ετυμολογικόν Μέγα “...ἔοικε δέ ὑπό τῶν ἀρχαίων ὁμωνύμως λέγεσθαι βιός, τό τόξον καί ἡ ζωή”. Και κατά τον Ηράκλειτο, “βιός, τό τόξον καί ἡ ζωή”. Ωστόσο η ελληνική γλώσσα κάνει διάκριση μεταξύ ΖΩΗΣ και ΒΙΟΥ. ΖΩΗ είναι η ιδιότητα του ζωντανού οργανισμού, εκ του ρ. ζέω = είμαι ζεστός, θερμός, βράζω. Η θερμότητα χαρακτηρίζει το ζωντανό πρβλ. την εκφρ.“το αίμα του βράζει” και η ψυχρότης (το κρύο) το “πάγωμα” τον νεκρό, τον πεθαμένο.
*** άκληρος‧ αυτός που δεν κατέχει γη (χωράφια- κτήματα), ο ακτήμων(ἀκτεανός [Ησύχ.])
2) αυτός που δεν έχει κληρονόμους (α-στερ. + κλήρος) & (α-στερ. + κληρόω).
 

                                                            knafpl@hotmail.com

Άλλες απόψεις: Του Κ. Α. Ναυπλιώτη