
--Ε κυρά Αργεντού , είστενε καλά; Πώς επεράσετενε φέτος την Ανάσταση;
--Άστα και μην αρωτάς Αγγεριώ . Αξέχαστη α μας μείνει ευτή η βραδιά. Εγινήκανε δυο πράματα που ας πάνε κι ας μη ξανάρτουνε.
-Για λέε μου ν΄ακούσω γιατί σκεύγομαι μπας και τα παραλές κυρά Αργεντού.
-Έ άκου , το πρώτο ήτανε πως ήβραζα όλο τα απόγεμα του Μ. Σαββάτου στη φουφού το κεφάλι του κατσικιού για τη μαγειρίτσα. Κι ήβαζα νερό κι ήβαζα από κάτω δυαλούς για ν΄αβγοδώνει η φωτιά…. Μα ο διάολος τόφερενε κι επήα μέσα προς νερού μου κι ήργησα α βγω όξω. Και βγαίνω ύστερις κι ίντα α δώ; Είχενε καεί ο ένας δαυλός κι εξέγυρενε το χαρανάκι κι εχύθηκε το ζουμί, ίσα που εν ηστέγνωσενε το χαρανάκι να μου πιάσει το κεφάλι στον πάτο. Άντε πάλι ήβαλα νερά μα ίντα το κάμεις που εγίνηκενε ένα νερόζουμο ούμπλι δίχως λιπαρή ουσία … Όπως , όπως τα τελείωσα και σκέφτηκα το βράδυ α τα μπαλώσω λέοντας σ΄όλη την οικογένεια πως φέτος το κατσικάκι ήτανε ακάμωτο κι εν ήβγαλενε παχύ ζουμί… Μα γιάε άμα κάμνομενε εμείς σκέδια ο Θεός γελά γιατί ίντα τα κάμεις που εδεκεί στην εκκλησά , εγινήκαμενε άνω κάτω.
-Ηγού , ίντα άλλο επάθετενε κι εγινήκετενε άνω κάτω;
- Α με κάμεις Αγγεριώ α σου πω και τούτο το πάθημα. Μα πριν απ΄ευτό , φαντάζομαι πως τάμαθες για το γαμπρό μου πως ξενοκοιτάζει. Να, κάθε τόσο περνά αφ΄την Πουλουδιά της Φωφώς για καφέδες κι ήμαθέ το η κόρη μου και κοντεύγει α λαλήσει . Μια λε κι ευτή πως θε διαζύγιο, μια μου λέ παραπίσω και γλέπομενε..Οι στεναχώριες μου ε λέγουντενε. Άστα, λοιπό , έδεκει στην αυλή της εκκλησάς ησταθήκανε κι εμιλούσανε ο αχαΐρευτος ο γαμπρός μου , με την κόρη μου και δίπλα ‘ητανε ο Γιάννης ο φούρναρης. Έρκεται η ώρα και λε ο παπάς «Χριστός Ανέστη» Έδε τότες γυρνά ο φούρναρης και σκά ένα φιλί στο μάουλο της κόρης μου. Ε ποιός είδενε τον αχαΐρευτο το γαμπρό μου και εν τονε εφοβήθει. Όρμησενε το φούρναρη και τού ριξενε μια μπουνιά κι εγίνηκενε η μύτη του σ΄ένα λεφτό σα μαύρη μελιτζάνα. Πάλη ηκολούθησενε και αγριοφωνάρες , που ως κι ο παπάς ήφηκενε τα ψαλτίκια κι ήμπενε στη μέση κι ήλεενε: « για το όνομα του Κυρίου χριστιανοί, για ένα φιλί της Αγάπης κάμνετενε εδεδέτσι;» Τον τραβούσαμενε τον αχαΐρευτο κι εγώ κι η κόρη μου , μέχρις που του σκίσαμενε το σακάκι, ώσπου επιτέλους εφύαμενε σε πέντε λεφτά κακήν κακώς αφ την εκκλησά…Ρεζίλι εγινήκαμενε στο άψε σβήσε.
-Για πε μου ηρεμήσανε τα πράματα στο σπίτι μόλις εγυρίσετενε;
-Όγιεσκε. Ο αχαΐρευτος, ήτανε ξαναμμένος και μεσ΄τα νεύρα του και τις βρισιές του , ήρπαξενε το χαρανάκι με την μαγειρίστα και το επικούπησενε αφ’ το τσαρδάκι. Εν ήφάαμενε ούτε γουλιά , μα ούτε μια μπουκιά αυγού με τούτανα τα χάλια. Με τέτοια συγχυση τρως κι όλας; Εγώ να σου κυρά Αργεντού για εδευτό το χαρανάκι δηλαδής, εσκέφτηκα πως εν πειράζει που χυσενε τη νερόσουπα που τος είχα για μαγειρίτσα μα για τα υπόλοιπα ήγλεπα τον αχαΐρευτο ομπρός μου και ήνιωνα σαν το λιοντάρι στο κλουβί.
-Ε κι ίντα εμπόριες α του κάμεις Αγγεριώ μου εδεκείνη την ώρα ;
-Εν ηξέρω μήτ εγώ. . Ακούς εκεί να ξεφτελίζει την κόρη μου με την Πουλουδιά κι ύστερις να μας κάμει και τέτοια Λαμπριάτικα ρεζιλίκια; Εν εκλείσαμενε μάτι ούτε γω ούτε η κόρη μου. Τη νια Δευτέρα επήα και στον παπά και του πα « « Ίντα θέτενε κι εσείς πάτερ, να λέτενε να μη σκιαζούμεστενε καένανε γιατί το φιλί της αγάπης είν΄αθώο και για όλους απ΄όλους; Εν είδετενε ίντα επάθαμενε; Και να το ξέρετενε με συγχωρέσει ε με συγχωρέσει ο Χριστός , εγώ άμα τον αχαΐρευτο , τον πετύχω βολικά α του κάτσω μια δαγκωνιά στο καρύδι που νάναι όλη δικιά του. »
- Αγγεριώ , ίντα σούπενε ο παπάς; Ε σου ‘πενε να τα ξεχάσεις και λαμπράτικα να τ΄αφήκεις να ξεχαστεί;
- Εδευτά ήπιασενε κι ήλεγενε κυρά Αργεντού , για την Αγάπη και πώς « όταν φας ένα χαστούκι στο ΄να μάουλο τότε γύρνα και τ΄άλλο.» Κι εγώ του λέω: «Ε παπά για χαστούκι μιλούμενε εδωνά ή για το φιλί της Αγάπης; Α σου φιλούσενε κάνας την παπαδιά ήθελα ά γλεπα ίντα ά καμνες. Λοιπό εγώ εν τω βάζω κάτω. Α τονε καρυδώσω κι ας έχω το κρίμα στο λαιμό μου. Στο κάτω-κάτω αμαρτία εξομολογημένη , η μισή συγχωρεμένη που λεγενε κι η συγχωρεμένη γιαγιά μου. Άμα αφιονιστώ κάνα βράδυ ,α του κάτσω μια με το τηγάνι στην κούτρα κι ας κάμει καρούμπαλο. Όχι όμως και να ψοφίσει γιατί α με πάνε φυλακή.» Εδεκεί ο παπάς μου λε: «Όγιεσκε τέκνο μου προσευχή και καλή φώτιση σας χρειάζεται ολονόνε.» Κι εγώ λέω του: « Αφ΄την προσευχή θ΄αρχίσομενε μα εν πρόκειται και να αφήκω και τον αχαΐρευτο να μας ξεφτιλίζει και α κάμνω την αδιάφορη και γύρου γύρου α μας περιγελά ο ντουνιάς!! Αχ, ευτό το φιλί της Ανάστασης …είδες παπά που μας ήβγενε ξυνό;; Πιο καλά να μας ήλειπενε το βύσινο, καλό ΄ναι κι ένα ξερό «Χριστός Ανέστη.» και «Αληθως Ανέστη». Καυγάδες φέρνουν τα φιλιά μπορεί και καμιά αρρώστια.»
Υ.Γ. Το παρόν κείμενο ,βασίστηκε σε παλαιό πραγματικό συμβάν που έλαβε χώρα στη Χίο πριν 70 περίπου χρόνια.
Ιάκωβος Γ. Μπριλής
Συν/χος μαθηματικός

































