
3. Σεισμός εγίνηκενε μα ……«εμένα τώρα άλλο μου γυαλίζει».
-Ξύπνα Κατινιώ και γίνεται σεισμός. Εν τω πήρες είδηση να βγομενε όξω πριν μας πλακώσει η σκεπή πούναι και παλιά.
-Ναι γιαγιά Βγερού ,αμέσως, μα κάτσε ν΄ανοίξουνε τα μάτια μου.Ποια μάτια σού άρπαξε απ΄το κανεπεδάκι τον μποξά μου να τον ρίξω στην πλάτη ,βάλε κι εσύ κάτι τις απάνω σου. Ακούς;
-Εμπρός γιαγιά, πάρε το μποξά και πάμενε γρήγορις όξω εδεκεί στην πεζούλα α κάτσομενε ως να φέξει.
Μα εν εντύθηκες βρε Κατινιώ μα θε νάβγεις έξω με το κοντοβράκι σου κι όξω στήθια;
-Ε καλέ γιαγιά νυχτιάτικα μεσ΄το σεισμό ίντα γυρεύγεις; Έλα α σε πιάσω αγκαζέ να κατήβομενε το τσαρδάκι. Να, γιάδε κι ο Λιωνής εκατήβηκενε κι έρκεται προς την πεζούλα μας.
-Ε να ευτά που σου λέω , τώρα ευτός θα σε φα με τα μάτια του πούναι και ανοιχτομάτης.
- Ε Λιωνή ήνιωσες το κούνημα κι ήβγες;
-Ε ναι θειά Βγερού, ας κάτσομενε εδωνά καμπόση ώρα και γιαε κι ένα φεγγάρι ολοστρόγγυλο , πεντακάθαρο, γυαλιστερό, μα εμένα κι άλλο μου γυαλίζει…
-Ηγού βρε Λιωνή , έκεινα γυαλίζει κι ένα τζάμι και θαρρούσα πως έρκεται κατά δω κι άλλος.
- Ναι κυρά Βγερού μου γυαλίζει και το τζάμι, μα εμένακι άλλο μου γυαλίζει…
-Αχ , πέστο μας ντε ίντα σου γυαλίζει;
-Ευτό τώρα ε λέγεται. Ελα θειά Βγερού α κάτσομενε κι οι τρεις στην πεζούλα μα στη μέση α βάλομενε το Κατινιώ για να το προσέχομενε πιότερο εμείς οι μεγαλύτεροι. Εσύ Κατινιώ ίντα λες συμφωνείς;
-Ε ας κάτσομενε όπως το λέτενε Λιωνή γιατί εγώ είμαι αλαφροντυμμένη και κρυώνω και νυστάζω και α κουμπήσω μια απ΄εδώ σε σας μια απ΄εκεί στη γιαγιά και α τον πάρω ως τα χαράματα.
-Ίντα λες μωρή κόρη , είσαι στα σύγκαλά σου, α κάτσεις εσύ στη μέση δίπλα στο Λιωνή νυχτιάτικα που ναι κι ανύπαντρος;
-Ε πως όχι θειά Βγερού, αφού έτσινα θέλει το Κατινιώ, εμείς α της χαλάσομενε το χατήρι της;
-Καλά , α μην το χαλάσωμενε μα εσύ Λιωνή τα κουλά σου μακριά αφ το Κατινιώ μου.
Έτσι εγίνηκενε κι εκαθίσανε αράδα στηνπεζούλα, ο Λιωνής, το Κατινιώ κι η θειά Βγερού. Κοντά στα χαράματα σηκωθήκανε οι δυό λέοντας στη γιαγιά βγερού πως ηπιάστηκενε το πλευρό τος και πάνε ένα μικρό σεργιάνι… ¨ηφεξενε κι ο καθένας τράβηξε στη δουλειά του.
Το άλλο βράδι να ο Λιωνής στη μια τη νύχτα και κτυπά απαλά το παραθύρι του Κατινιού.
-Ε Κατινιώ μόλις εγίνηκενε πάλι σεισμός τον ήκουσες;
-Όχι Λιωνή, μα αν ήγινενε α βγω όξω πάλι.
-Ναι μα μη ξυπνήσεις τη θεία και την αναστατώσομενε.
-Εντάξει, εκείνη ρουχαλίζει κι εν επήρενε χαμπάρι.
-Πολύ καλά για έβγα όξω α τα πούμενε γι δέκα λεπτά.
Το ίδιο γίνηκενε κάμποσες βραδιές ώσπου μια απ΄όλες επήρενε χαμπάρι η θειά πως λείπει η Κατινιώ…
- Ε Κατινιώ τα βράδια ξεπορτίζεις;
-Όχι γιαγιά μα κάμνει μικροσεισμούς και βγαίνω όξω και κάθομαι με το Λιωνή στην πεζούλα και γλέπομενε το φεγγάρι που γυαλίζει.
Μια άλλη μέρα, ρωτά η Βγερού τη γειτόνισσά της την Αργεντού:
- Μωρή Αργεντού , νιώνετενε εσείς κάθε βράδι μικροσεισμούς, γιατί το Κατινιώ έτσινα μου λε και βγαίνει και κάθεται με το Λιωνή κστην πεζούλα και γλέπουνε το φεγγάρι που γυαλίζει.
- Ε Βγερού, κούνια που σε κούναγε. Ε γυαλίζει το φεγγάρι μα στο Λιωνή γυαλίζει το Κατινιώ και στο Κατινιώ ο Λιωνής.
- Ηγού-ηγού βοή που μας ηύρενε κι έχουνε και είκοσι χρόνια διαφορά…. Γιάδες Αργεντού τρέξε φώναξε τον ξυλουργό νάρτει να μου βάλει διπλούς φερουγγέδες σήμερις κιόλλας.
- Να τώρα γίνεται τω ΄όντι σεισμός Βγερού μου, τρέξε όξω αφ΄ το τσαρδάκι.
- Εν πάω πούβετις. Εμένε τώρα με πλάκωσενε το σπίτι με τούτα που μου ξεφούρνησες. Βρε δουλειά που ηπάθαμενε …κι ήλεγεν το ο αθεόφοβος ο Λιωνής στον πρώτο σεισμό , κι εγώ χαμπάρι εν το πήρα «εμένα τώρα άλλο μου γυαλίζει….» Άντε τώρα α πω του γιού μου πως η κόρη τάφτιαξενε με τον Λιωνή… Α μου πει εσύ ίντα κάμες εν εφύλαες ή εβάστας το φανάρι; Κι άντε τώρα νάβρω τρύπα α κρυφτώ.
ΙΑΚΩΒΟΣ Γ. ΜΠΡΙΛΗΣ
Συν/χος μαθηματικός.