
-Ε Αρτεμάκι ήμαθές τα. Ήρτεν ο ανεψιός μου ο Νικολής απέ την Αμερική φαμελικώς , μα μόνο ευτός μιλεί τη γλώσσα μας η γυναίκα και τα παιδιά μιλούνε Σπανιόλικα κι άντε τώρα α βρεις συνεννόηση. Α μείνουνε εδωνά δυό μήνες για να κάμουνε τα καλοκαιρινά τος μπάνια στο γυαλό μας, μα πού να στα λέω, ήφερενε μαζί κι ένα κάμωμα που εν τω ξέρομενε εδωνά κι ευτό μούπενε , το γλέπεις, μιλεί κι ακούς το….
-Ίντα ευτό το πράμα Ρίτσα μου , εν μπορείς α μου το κάμεις λιανά;
- Να, ένα τετράγωνο μικρό κουτί με κατάμαυρο τζάμι ‘ναι κι ‘εχει αφ΄τα κάτω μια αράδα με στρογγυλά κουμπιά…
-Καλέ ίντα ώρα να ρτω απ΄εδώ να το δω ευτό το μικρό κουτί; Με τίλως το γλέπεις εσύ , σου μιλεί κι ακούς το, εν τω χωρεί το τσεβρέλο μου.
-Ε να Αρτεμάκι, κατά τις 5 η ώρα το απόεμα, ευτοί α πάνε στο μπάνιο και α κάθουντενε έδεκεί ως τις οκτώ το βράδυ. Απάντεχε κι άμα φύουνε έλα να τ΄άψομενε οι δυό μας. Να, απάνω στο μπαούλο το ΄χουνε ακουμπισμένο και μου ΄πανε πως το το λένε κινητό τελόφωνο.
Μόλις λοιπόν έφυγαν για το γυαλό ο Νικολής οικογενειακώς πάει τ΄Αρτεμάκι στο σπίτι της Ρίτσας.
-Ε Ρίτσα ήρτα για ευτό το τελόφωνο, εν το φέρνεις εδωνά στο τραπέζι για να το γλέπομενε γύρου-γύρου μπας και δούμενε απέ μπαίνει η εικόνα κι απέ πού βγαίνει η φωνή;
- Πε καιίμ αφέντη μου. Φέρνω το κι εσύ πάτησε το πλαϊνό κουμπί για να παίξει.
- Βρε ίντα ειν΄τούτο διαβολικό θα ΄ναι , αλλόκωτο σύνεργο, ούτε που το χομενε ξαναδεί εξήντα χρόνια που ζιούμενε.
-Ε Αρτεμάκι , γλέπεις το ομπρος και πίσω μα απέ πού έρχουντενε όλα τούτα έ φαίνεται εσύ γλέπεις τίποτις να μπαίνει μέσα;
- Ρίτσα μου, να, έχει και από πίσω καπάκι, εν τω βγάζομενε α δούμενε ίντα΄χει μέσα;
-Όγιεσκε, ευτό ε γίνεται μη του βγάλομενε τα μάτια του. Μα κάτσε ά ρτει ο Νικολής αφ΄το γυαλό και ρώτα τονε για να μάθομενε;
Σε λίγο έρχεται ο Νικολής με την κυρά την Σπανιόλα και τα παιδιά.
-Γιάσου Νικολάκι μας, εν ηξέρω α με θυμάσαι πια. Είμαι τ΄Αρτεμάκι που ΄ρχουσουνε παιάκι έδεκει στην αυλή μας και σου διέβαζα κάτι παραμυθάκια πότε-πότε.
- Ε κάτι θυμούμαι απ΄εκείνο τον καιρό. Μου φέρνεις στο νου μου πράματα που ειν΄αφ «τα παλιά κουκιά» .
-Να σε ρωτήξω κάτι για ευτό το κουτάκι , που εφέρετενε; Για λέε μου πού τις βρίσκει τις τραγουδίστριες με τις όμορφες φωνές και τους παπάδες που ψάλλουνε; Το γλέπομενε δυό ώρες τώρα μα εν βρίσκομενε τίποτις να του μπαίνει και να βγαίνει. Κι άλλο ένα, εμείς ευτά που λέμενε εδωνά τα ακούνε κι αλλού;
-Εγώ α σας πώ, μα εσείς ίντα α καταλάβετενε εν ηξέρω. Να, όλα έδευτα έρχουντενε μέσα από τον αγέρα και τον ουρανό με δορυφόρους. Εδεδέτσι λειτουργά και πατείς το κουμπί κι ευτό το γλέπεις , μιλεί κι ακούς το. Εσάς όμως ε σας γλέπει και ε σας ακούει κανείς απ΄έδευτους.
- Κρίμα βρε Νικολάκι μας, μεγάλο καμό επήρα.
-Γιάντα καλέ θειά Άρτεμις;
-Να , ήλεγα πως μας γλέπουνε και μας ακούνε κι εμάς μέσα απ΄εδευτού κι όχι τίποτις άλλο , ήθελα να βάλω τα καλά μου και άρτω να πω εδωνά ένα τραγουδάκι στο Βασίλη μου πού ΄ναι στο παπόρι εδεκεί στον Αλταντικό!
- Ε εδευτός ειν΄ο καμός σου; Μάθε πως τώρα εβγάλανε κάτι πιο καινούργια κουτιά που α κάμνουνε έδευτη τη δουλειά…. Στην Αμερική και την Κίνα τώρα τα φτιάχνουνε και είναι μικρά-μικρά θα χωρούνε στην τσέπη σου κι απ΄εδεκεί α σε γλέπει ο Βασίλης και α τονε γλέπεις , και α του μιλείς και σου μιλεί , θα ακούς και θα ακού όπου κι αν ειν΄το παπόρι.
- Γιάε Νικολιό καλό ΄ναι τούτο μα πότε α ξανάρτεις;
-Ε να, πρώτα ο Θεός σε δυό χρόνια πάλι, γιατί τα έξοδα ταξιδιού είναι πολλά.
- Άκου, θες έλα σε δυό χρόνια , θες έλα σε τρία. Τώρα όμως μόλις πας πίσω , κανόνισε και ταχυδρόμησέ μου ένα κουτάκι απέ τα μικρά που μου λες , για να μπορώ να βγαίνω ολημερίς ομπρός στο Βασίλη μου , να τον κάμω εγώ α με γλέπει εδεκεί και να με λαχταρά. Αν κι επεράσανε τα χρόνια και τώρα πια ε φελώ… Όμως, γιάντα α τον αφήκω α με ξεχάσει και να μου τον αρπάξει καμιά ξεβράκωτη απ΄εδεκεί που πα το παπόρι κι απομείκω εδωνά εγώ στα «κρύα του λουτρού»;
-Ένοια σου θειά. Α σου στείλλω γω δυό κινητά . Το ‘να α το στείλεις του Βασίλη και τ΄αλλό α τόχεις εσύ και α σε δείχτει και τριάντα χρόνια νιότερη και τότες α κάμεις το Βασίλη α τρίβει τα μάτια του… Α και άμα του το στείλεις , γράψτου να ανηβαίνει πάνω στ΄άλμπουρο του παποριού για α σε γλέπει όλο και πιο καθαρά!
-Άφεριν γιούκα μου. Γιάε πρόσεχε νάναι αφ τα καλά. Κανόνισε το, να πάρεις απ΄εδευτά «που γλέπει ευτό… γλέπεις κι εσύ , μιλεί ευτό… μιλείς κι εσύ, ακού ευτό… ακούς κι εσύ!» μη είναι καμιά μάρκα «μαϊμού»! Σε φχαριστώ Νικολιώ και θα απαντέχω νάρτουνε γλήγορις…άντε πριν γεράσομενε κι άλλο και γίνομενε καλά- καλά του πεταμού…
Ιάκωβος Γ. Μπριλής
Συν/χος μαθηματικός