
Το σικλάκι του αγιασμού συγκίνησε και είχαμε και άλλες μαρτυρίες…
Κική Μυρίση: Ο παπά Σάββας του μοναστηριού των Αγίων Αναργύρων στα Θυμιανά, ήταν ένας καλοκάγαθος ιερέας που έμενε στο μοναστήρι με την κόρη του την Καλλιόπη γύρω στο ‘60 και ήταν πολύ καλός άνθρωπος και ιερέας. Κάποτε πήγε να αγιάσει στη γιαγιά μου την Σεβασμία και μόλις άνοιξε την πόρτα είδε φευγαλέα στη ντουλάπα με τον καθρέφτη το είδωλο ενός παπά και τρόμαξε. Έφυγε νομίζοντας ότι είναι άλλος παπάς, ενώ ήταν ο ίδιος και δεν αναγνώρισε τον εαυτό του, επειδή δεν είχε άδεια εκείνος να αγιάζει στο χωριό.
Μιχάλης Μονογιούδης: Τι μου θυμίζεις τώρα με το "σικλάκι"... Τότε που μέναμε Αθήνα, στην ενορία μας ήτανε ένας παπάς λιγάκι (έως πολύ) "της τσέπης του" .
Ακριβώς γι' αυτό το λόγο τα Φώτα έπαιρνε να του κρατάει το σικλάκι έναν πιτσιρικά, λιγάκι "λειψό" στο μυαλό, επειδή ακριβώς τον ξεγελούσε στο τέλος με πολλές δεκάρες και εικοσάρες από αυτές που έριχναν οι πιστοί μέσα στο σικλακι (έθιμο κι αυτό...).
Γύριζαν από το πρωί μέχρι το βράδυ καθότι παραδόπιστος ο παπάς και στο τέλος ό,τι δεκάρα κι εικοσάρα είχε το σικλάκι την έδινε στο Λάζαρο και κράταγε αυτός δραχμές, δίδραχμα, τάλιρα και δεκάρικα... Τα εικοσάρικα σπάνια και τα χαρτονομίσματα παντελώς ανύπαρκτα.
Πήγε την πρώτη χρονιά, τη δεύτερη, αλλά την τρίτη του βάλανε λόγια του Λάζαρου. Έτσι την ώρα της μοιρασιάς βγάζει πάλι ο παπάς τις δεκάρες και τις εικοσάρες να του δώσει αλλά του λέει ο Λάζαρος.
- «Δεν τα θέλω αυτά. Τα άλλα θέλω».
- «Βρε πάρε αυτά, κοίτα τι πολλά που είναι», λέει ο παπάς. «Όοοοχι δεν θέλω αυτά με την τρύπα τα άλλα θέλω χωρίς τρύπα."
Λόγο στο λόγο δώσ’ τα, δεν σου τα δίνω, βουτάει ο Λάζαρος το σικλάκι με τα κέρματα και το βάζει στα πόδια. Το σικλάκι όταν είχε κάμποσα νομίσματα το άδειαζε ο παπάς και τα έβαζε στην τσέπη. Εκεί, στα τελειώματα όμως, δεν το είχε αδειάσει και είχε αρκετά μέσα. Πού να το φανταστεί ότι θα το βούταγε ο βοηθός.
Παίρνει δρόμο ο μικρός, πίσω του ο παπάς αλλά πώς να τον φτάσει . –«Έλα δω βρε αναθεματισμένε, φέρε το κουβαδάκι, Ασ' το κάτω...». Τίποτα ο Λάζαρος... Έγινε καπνός.Την άλλη μέρα ο παπάς βρήκε το σικλάκι άδειο στα σκαλιά της εκκλησίας. Τον Λάζαρο δεν τον ξαναείδε όμως έκτοτε.
Του Δημήτρη Φρεζούλη







































