
Άνθρωπος είσαι θέλεις καλοκαιριάτικα να αποδράσεις από τα δωμάτια του σπιτιού σου και τι μπορείς να κάνεις; Ας βγω έξω, λες, να καθίσω στην αυλή, καθώς έχουμε δίπλα μας και το λιμανάκι… Παίρνω την εφημερίδα μου, βγαίνω, και μια ζεστή λόγχη προσπαθεί να τρυπήσει το πρόσωπο και το σώμα μου. Ο τόπος «βράζει». Κάθομαι λίγο και αρχίζω να ιδρώνω. Το τσιμέντο «ξερνά» καύσωνα. Α, δεν κάνουμε χωριό, έτσι… Σκέπτομαι. Έτσι ξαναμπαίνω πάλι μέσα στο σπίτι, αιχμάλωτος ανάμεσα σε τέσσερα χοντρά ντουβάρια. Ανοίγω το κλιματιστικό και η ατμόσφαιρα αρχίζει να δροσίζει. Τουλάχιστον μπορείς να καθίσεις χωρίς να ιδρώνεις. Αν δεν περάσει η ώρα, τουλάχιστον μέχρι τις 8, δεν σηκώνεται το έξω. Κάποιες φορές και η θαλασσινή αύρα είναι κι αυτή ζεστή. Αδιέξοδο. Ε, μετά τις 10 αρχίζει και στρώνει λίγο. Για να έχουμε μια από τα ίδια την επόμενη μέρα. Απελπισία.
Είναι δυνατόν όμως, λέω και πάλι στον εαυτό μου, η μέρα να σε καλεί έξω και εσύ να είσαι κλεισμένος ανάμεσα στα ντουβάρια; Και όμως είναι. Κι εδώ που τα λέμε, καλά που υπάρχουν κι αυτά τα κλιματιστικά και, αν μη τι άλλο, η ζωή μας δεν καταντά μαρτύριο… Μην νομίσετε βέβαια ότι σε όλα τα δωμάτια έχουμε κλιματιστικά. Ένα είναι όλο κι όλο γιατί η καλύβα είναι μικρή. Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που δεν έχουν κανένα. Μα, ειλικρινά, καλύτερα έχω να πεινώ και να πάρω ένα κλιματιστικό παρά να λιώνω καθημερινώς…
Λέω, όμως, πώς αλλάξαν οι καιροί... Η ζωή μας το καλοκαίρι καταντά ανυπόφορη. Πώς να δουλέψεις, πώς να σκεφτείς, πώς να κοιμηθείς, όταν λούζεσαι στον ιδρώτα; Μια φορά κι έναν καιρό ήταν πολυτέλεια να έχεις ακόμη κι έναν ανεμιστήρα. Μετά γεμίσαμε ανεμιστήρες.
Άρχισαν να κάνουν δειλά - δειλά την εμφάνισή τους τα κλιματιστικά… Πολυτέλεια και αριστοκρατικά τα χαρακτηρίσαμε τότε. Τώρα αρχίσαμε να γεμίζουμε κι απ' αυτά. Σάμπως όμως μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτά; Και ευτυχώς που φτήνυναν κι αυτά και δεν αποτελούν πια πολυτέλεια. Και βέβαια δεν είναι πολυτέλεια να θέλεις να ζεις σαν άνθρωπος.
Του Δημήτρη Φρεζούλη






































