
Μια φορά κι έναν καιρό οι ανήμποροι γιαγιά και παππούς κάθονταν σε μια γωνιά του σπιτιού και οι γιοι και, κυρίως, οι κόρες, τους φρόντιζαν, τουλάχιστον για τις επείγουσες ανάγκες τους. Οι απαιτήσεις ήταν μικρές, εκτός και αν ήταν πιεστικοί και παράξενοι. Αυτό μέχρι τη δεκαετία του ’70-'80, αν θυμάμαι καλά, όταν οι γυναίκες δεν είχαν πολλές υποχρεώσεις εκτός σπιτιού. Άντε να πήγαιναν στα χωράφια χωρίς όμως να υπάρχει ωράριο, οπότε είχαν μεγαλύτερη άνεση κινήσεων. Έτσι «φορτώνονταν», αν και δεν είναι δόκιμος ο όρος, και τους απόμαχους της ζωής… Το θεωρούσαν και ως επιβεβλημένη υποχρέωσή τους και μάλιστα χωρίς να βαρυγκωμούν.
Όμως οι συνθήκες, γενικές και ειδικές, άλλαξαν, η εξέλιξη έφερε τα πάνω κάτω και ό,τι ίσχυε παλιά πήγε στην άκρη και νέες μέθοδοι ήρθαν στην επιφάνεια. Οι γέροντες και γερόντισσες έγιναν «βάρος» και επειδή και τα προβλήματά τους αυξήθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν, έχω την εντύπωση, σε σχέση με το παρελθόν, ότι τα πράγματα δυσκόλεψαν. Και ακόμα τα γηροκομεία θεωρούνται υποβάθμιση, αν και δεν έχουμε και πολλά. Τρία όλα κι όλα (κρατικό, Καρδαμύλων, "Λεμονιάς") τα οποία εκπληρώνουν σωστά την αποστολή τους. «Μα στο Γηροκομείο να πάω τον άνθρωπό μου;» η συνηθισμένη δικαιολογία…
Αναζητήθηκαν, λοιπόν, τρόποι ώστε να λυθεί το πρόβλημα και να μετριαστεί. Ήταν η εποχή που άρχισαν να πλημμυρίζουν τη χώρα μετανάστριες από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Αλβανία και από αλλού. Κι επειδή κι αυτές ήταν ξεκρέμαστες ήταν μια λύση να φροντίζουν και να περιποιούνται ηλικιωμένους. Έτσι, ας πούμε, ήταν μια λύση και εξυπηρετούνταν όλοι. Και κοντά σ’ αυτές και δικές μας γυναίκες άρχισαν να ασχολούνται με αυτή την εργασία και όλοι ήταν ικανοποιημένοι…
Ενώ περνούσαν όμως τα χρόνια οι ξένες αλλά και οι δικές μας άρχισαν να έχουν επί πλέον απαιτήσεις όταν αντιλήφθηκαν πόσο απαραίτητες είναι. Έτσι ανέβασαν και την ταρίφα αλλά και άλλες διεκδικήσεις, με αποτέλεσμα να το «σκέφτονται» όσοι έχουν μια τέτοια ανάγκη. Εργαζόμενες είναι κι έχουν κι αυτές δικαιώματα, δεν λέει κανείς. Εν τω μεταξύ κάποιες από αυτές τις κυρίες το μετάνιωσαν ή δεν ξέρω τι άλλο «έπαιξε» και λιγόστεψαν σε μεγάλο βαθμό.
Σήμερα που λέτε η μεγάλη αγωνία των συγγενών των ηλικιωμένων είναι να βρουν μια κυρία να περιποιείται τους δικούς τους. Κάποιοι βρίσκουν, όμως δεν είναι ικανοποιημένοι από τις προσφερόμενες υπηρεσίες, αλλά σκέπτονται και να την αλλάξουν γιατί πού θα βρουν άλλη…
Δυσεύρετες λοιπόν οι κυρίες της περιποίησης και φροντίδας και η μη προσφορά δημιουργεί ουκ ολίγα προβλήματα.
Του Δημήτρη Φρεζούλη






































