
H αλήθεια είναι ότι δεν νηστεύουμε, αλλά δυο φορές την εβδομάδα που έχουμε στο τραπέζι μας όσπρια, το χαίρομαι και το ευχαριστιέμαι ιδιαίτερα. Τετάρτη και Παρασκευή, τις κατ’ εξοχή νηστίσιμες μέρες. Και όχι μόνο τώρα τη Σαρακοστή, αλλά ολόκληρο το χρόνο. Και μου αρέσουν γιατί και όλα όσα τα συνοδεύουν είναι ένα κι ένα.
Και ποιο από τα όσπρια να πιάσεις και ποιο να αφήσεις...; Τα χυλωμένα ροβίθια, τις φακές, τα κουκιά, τα μαυρομάτικα φασολάκια, τη φασουλάδα, βραστή ή γιαχνί, τη φάβα, όχι τη Σαντορινιά αλλά εκείνη από κουκιά...; Και τα συμπαρομαρτούντα. Ένα ουζάκι, μια ρέγκα, ελιές, τουρσιά, ταραμοσαλάτα. Τρως και γλείφεις τα δάχτυλά σου…
Ξέρω ότι τα όσπρια πολλοί δεν τα έχουν περί πολλού… Και, μάλιστα, στα περισσότερα νέα παιδιά είναι άγνωστα. Είτε επειδή, χωρίς να τα δοκιμάσουν, υποθέτουν ότι δεν θα τους αρέσουν, είτε επειδή πολλές οικογένειες δεν τα βάζουν στο τραπέζι τους, είτε επειδή, γενικά, σνομπάρονται χάριν του κρέατος ή πιο εκσυγχρονισμένων φαγητών… Δεν ξέρουν, βέβαια, τι χάνουν!
Προσωπικά δίνω τα ρέστα μου για τα όσπρια. Και, ευτυχώς, στο ίδιο μήκος κύματος είναι και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου αλλά και τα εγγόνια τώρα τελευταία. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια είχα «ανακαλύψει» την έτοιμη κουκίσια φάβα στο «Παραδοσιακό» του Γιώργη Βαριά και τρελαινόμουν. Μόνο που το «Παραδοσιακό» έκλεισε και δεν ξέρω αν διατίθεται και σε άλλο κατάστημα. Και δεν ήταν μόνο η φάβα που διέθετε ο Γιώργης, αλλά και όλων των ειδών τα τουρσιά. Από τα πιο πιθανά μέχρι τα πιο απίθανα και μάλιστα χωρίς να μυρίζουν βιομηχανικά. Είχε τον τρόπο του να τα φτιάχνει και έλεγες πως τρως «λουκούμια» και, φυσικά, δεν συγκρίνονταν με τα υπόλοιπα, βιομηχανικής προέλευσης…
Υποθέτω ότι οι πιο παλιοί από σας θα τρέφετε την ίδια αγάπη για τα όσπρια και θα δικαιολογείτε τη σημερινή αναφορά. Με αυτά μεγαλώσαμε σε δύσκολους καιρούς, αλλά εξακολουθούμε να τα αγαπάμε.
Του Δημήτρη Φρεζούλη