
Από τις εφημερίδες της εποχής (Παγχιακή και Νέα Χίο) το ρεπορτάζ για την απελευθέρωση: «Η νύχτα της 11ης Νοεμβρίου για τα χρονικά της Χίου θα μείνει ιστορική. Ουδέποτε η πόλη της Χίου πέρασε στιγμές μεγαλύτερης αγωνίας. Νεκρική σιγή και σκότος βασίλευε παντού. Τα σπίτια ερμητικά κλεισμένα και από το πρωί φαίνονταν ερημωμένα και ακατοίκητα. Οι περισσότεροι άγρυπνοι δεν έδιναν κανένα σημείο ζωής. Και νόμιζε κανείς ότι κάθε ζωή εξέλειπε. Οι δρόμοι, στρατοκρατούμενοι, παρουσίαζαν κίνηση ασυνήθιστη. Διαρκώς ακούγονταν τα ποδοβολητά των στρατιωτών και των καλπαζώντων αλόγων, ο θόρυβος της ραγδαίας βροχής και τα ουρλιαχτά των σκύλων που δεν είχαν φάει από την προηγούμενη ημέρα. Μακριά ακούγονταν κανονιοβολισμοί αραιοί και συνεχείς πυροβολισμοί που διακόπτονταν με διαλείμματα μικρά ή μεγάλα. Η σκέψη και οι λογισμοί όλων ήταν εις τα μέρη της αποβάσεως. Ποιος να κλείσει μάτι; Ποιος να ησυχάσει αφού όλοι γνωρίζουν ότι οι ελευθερωτές της πατρίδας πολεμούσαν εκεί σπάζοντας τις αλυσίδες της τυραννίας μας;
Αυτά μέχρι τα μεσάνυχτα όταν ξαφνικά άρχισε να δίνονται διαταγές στους στρατιώτες που ήταν στους δρόμους να υποχωρήσουν. Μετά από λίγο τα σώματα Στρατού των Τούρκων διασχίζοντας τους δρόμους έφευγαν βιαστικά. Η πόλη μας είχε αδειάσει από τον τουρκικό στρατό. Οι παλμοί μας αυξήθηκαν, η αγωνία κορυφώθηκε, όλοι περίμεναν την είσοδο του γενναίου Ελληνικού Στρατού κάθε στιγμή. Το πρωί έφερε τη χαρμόσυνη είδηση ότι ο ελληνικός στρατός βρίσκεται στα πρόθυρα της πόλεως. Πράγματι, στις 8 το πρωί ο συνταγματάρχη Δελαγραμμάτικας και ο λόχος των πεζοναυτών δια της παραλιακής οδού του Κονταρίου βάδιζε προς την πόλη.
Ο δήμαρχος της πόλεως, Νίκος Κουβελάς, απευθυνόμενος προς τον πρώτον Αξιωματικόν που συνάντησε, τον λοχαγόν ΜΑΡΟΥΛΗ ΟΔΥΣΣΕΑ, αφού τον αγκάλιασε και τον φίλησε, του είπε: «Πού είστε μωρέ παιδιά που σας περιμένουμε πεντακόσια χρόνια;»
Ο χιώτικος λαός μαθαίνοντας το νέο της αποβίβασης ξεχύθηκε στους δρόμους πανηγυρίζοντας και υποδέχθηκε τον ελληνικό στρατό που κατέλαβε αμαχητί την πόλη με ενθουσιασμό με κωδωνοκρουσίες και την ευχή «Χριστός Ανέστη».
Του Δημήτρη Φρεζούλη






































