
Το σινεμά, λοιπόν, όπως έγραφα και το περασμένο Σάββατο, ήταν το σημείο αναφοράς των Κυριακών μας, αφού ήταν και η μοναδική ψυχαγωγία μας. Οι ελληνικές ταινίες, δραματικές και κωμικές, μας κρατούσαν συντροφιά και μας έκαναν να κλαίμε ή να γελάμε. Μέση λύση δεν υπήρχε. Και επειδή ακριβώς μιλούσαν στην καρδιά μας, μας άρεσαν. Αφού και σήμερα, κάποια από τα πολύ πρόχειρα σενάριά τους μας κρατούν δέσμιους μπροστά στις τηλεοράσεις μας, φαντάζεστε τι γινόταν τα χρόνια εκείνα. Και, βέβαια, δεν βαριόμαστε να τις βλέπουμε ακόμα και σήμερα παρόλο ότι τις βλέπουμε και τις ξαναβλέπουμε όποτε προβάλλονται. Εμείς είμαστε εκεί, απίκου…
Οι προβολές, λοιπόν, άρχισαν από πολύ νωρίς. Συνήθως ξεκινούσαν στις 4:00 το απόγευμα, αν και κάποιες φορές, ανάλογα με την εμπορικότητα της ταινίας, και στις 2. Οι προβολές συνεχίζονταν στις 6 και στις 8 και κάποιες φορές και στις 10:00. Με τους θεατές να περιμένουν με υπομονή στην ουρά για να κόψουν εισιτήριο.
Όμως εκείνο τον καιρό οι περισσότεροι θεατές δεν ήταν συνεπείς στην ώρα έναρξης προβολής. Μπορεί να πήγαιναν ενώ είχε αρχίσει η προβολή της ταινίας και κάθονταν να δουν και την επόμενη. Με τον τρόπο αυτό και η ώρα της ψυχαγωγίας επεκτεινόταν και τους δινόταν την ευκαιρία να δουν δύο φορές την ταινία και να την εμπεδώσουν…
Εκατοντάδες ήταν τα εισιτήρια που κόβονταν κάθε Κυριακή και στις δύο κινηματογραφικές αίθουσες που ήταν ασφυκτικά γεμάτες και στην κυριολεξία δεν έπεφτε καρφίτσα. Και βέβαια είχαμε και πολλές παρεξηγήσεις που κάποιες φορές δεν περιορίζονταν μόνο σε φραστικές αντιπαραθέσεις με το αγκαζέ των καθισμάτων. Έτσι ένα έργο παιζόταν στην οθόνη και έναν άλλο στην αίθουσα…
Αυτά και πολλά άλλα στο βιβλίο μου «Σινεμά της Χίου, από το χτες στο σήμερα», εκδόσεις Άλφα Πι (τηλέφωνο 227104187).
Του Δημήτρη Φρεζούλη








































