
Αλήθεια, ποιος θα περίμενε, όχι και πολλά χρόνια πριν, ότι θα φτάναμε στο σημείο να υπάρχει όχι μόνο ένα τηλέφωνο στο σπίτι, αλλά και ο καθένας από εμάς να έχει το δικό του... Και όχι μόνο οι μεγάλοι, αλλά και οι μικροί. Και σε κάθε στιγμή να μπορεί να το χρησιμοποιεί και ακόμα, με την πληκτρολόγηση ενός αριθμού, να μαθαίνει ό,τι θέλει, από το πιο ασήμαντο μέχρι το πιο σημαντικό. Έχω την εντύπωση ότι ούτε καν θα μπορούσε να περάσει από το μυαλό μας μερικά χρόνια πριν. Και ότι το τηλέφωνο θα γινόταν η προέκταση του εαυτού μας και δεν θα το αφήναμε από τα χέρια μας…
Δεν θα ξεχάσω ότι σε κάθε χωριό υπήρχε μόνο ένα τηλέφωνο και έπρεπε, να βάλουμε μπροστά τα ποδαράκια μας, να πάμε στο σπίτι ή στο μαγαζί που ήταν εγκατεστημένο για να μπορέσουμε να τηλεφωνήσουμε. Όχι βέβαια σε κάποιον φίλο ή συγγενή, αλλά για μια έκτακτη ανάγκη. Και βέβαια, πώς να ξεχάσεις ότι οι γυναίκες των ναυτικών μπορεί να περίμεναν με τις ώρες για να μιλήσουν μια φορά στη χάση και στη φέξη με τους άντρες τους που ταξίδευαν. Τις ενημέρωναν από το καφενείο όπου ήταν εγκατεστημένο και έτρεχαν του σκοτωμού να προλάβουν. Τι αγωνία και τι χαρά, όταν κατάφερναν και μιλούσαν τελικά.
Τώρα, όλα αυτά, από μια πολύ μακρινή απόσταση, ίσως να φαίνονται και περίεργα και παράξενα. Όσοι τα βιώσαμε όμως δεν μπορούμε να τα ξεχάσουμε, όποτε μας δίνεται η ευκαιρία. Και πώς να τα ξεχάσεις, βέβαια.
Θυμάμαι, καθώς ήμουν ανταποκριτής αθλητικών εφημερίδων εκείνον τον καιρό, πόση ώρα περίμενα στα γραφεία του ΟΤΕ, στην αρχή της Ροδοκανάκη, να μου τηλεφωνήσουν για να δώσω την ανταπόκριση για τον ποδοσφαιρικό αγώνα. Και περίμενες υπομονετικά και μια και δυο ώρες. Άλλη τρέλα κι αυτή.
Και μετά ήρθαν και μας κατέκλυσαν τα κινητά τηλέφωνα και δεν τα αφήνουμε από τα χέρια μας. Η εξέλιξη…
Του Δημήτρη Φρεζούλη







































