
- Ἔλαφος καὶ λέων ἐν σπηλαίῳ
Ἔλαφος κυνηγοὺς φεύγουσα ἐγένετο κατά τι σπήλαιον, ἐν ᾧ λέων ἦν, καὶ ἐνταῦθα εἰσῄει κρυβησομένη. Συλληφθεῖσα δὲ ὑπὸ τοῦ λέοντος καὶ ἀναιρουμένη ἔφη· «Βαρυδαίμων ἔγωγε, ἥτις ἀνθρώπους φεύγουσα ἐμαυτὴν θηρίῳ ἐνεχείρισα».
Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ φόβον ἐλάττονος εἰς κίνδυνον μείζονα ἑαυτοὺς ἐμβάλλουσιν.
[Ένα ελάφι προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ τους κυνηγούς και τρύπωσε σε μια σπηλιά για να προστατευτεί. Μέσα στη σπηλιά ήταν ένα λιοντάρι. Το λιοντάρι έπιασε το ελάφι και το έφαγε. Την ώρα που το λιοντάρι κατασπάραζε το ελάφι, το ελάφι είπε: «είμαι το πιο δυστυχισμένο πλάσμα! Πήγα να ξεφύγω απ’ την κακία τών ανθρώπων, κι έπεσα πάνω στα θηρία!».
Ανάλογα και ορισμένοι άνθρωποι, στην προσπάθειά τους να γλυτώσουν από έναν μικρότερο κίνδυνο, ρίχνουν τον εαυτό τους σε κινδύνους πολύ πιο μεγάλους].
- Ἑρμῆς καὶ γῆ
Ζεὺς πλάσας ἄνδρα καὶ γυναῖκα ἐκέλευσεν Ἑρμῆν ἀγαγεῖν αὐτοὺς ἐπὶ τὴν Γῆν καὶ δεῖξαι ὅθεν ὀρύσσοντες τροφὴν ἑαυτοῖς ποιήσουσι. Τοῦ δὲ τὸ προσταχθὲν ποιήσαντος, ἡ Γῆ τὸ μὲν πρῶτον ἐκώλυεν. Ὡς δὲ Ἑρμῆς ἠνάγκαζε λέγων τὸν Δία προστεταχέναι, ἔφη· «Ἀλλ’ ὀρυσσέτωσαν ὅσον βούλονται· στένοντες γὰρ αὐτὸ καὶ κλαίοντες ἀποδώσουσι».
Πρὸς τοὺς ῥᾳδίως δανειζομένους, μετὰ λύπης δὲ ἀποδιδόντας ὁ λόγος εὔκαιρος.
[Ο Δίας όταν έπλασε τον άντρα και τη γυναίκα, πρόσταξε τον Ερμή να τους οδηγήσει από τα έγκατα τής Γης πάνω στην επιφάνειά της και να τους υποδείξει πού να σκάψουν για να εξασφαλίσουν την τροφή τους. Ο Ερμής έτσι έπραξε. Η Γη όμως είχε αντίρρηση. Τότε ο Ερμής είπε στη Γη: «πρέπει να το επιτρέψεις γιατί αυτή είναι η προσταγή τού Δία!». Και η Γη απάντησε: «ας σκάψουν όσο θέλουν, αλλά με στεναγμούς και κλάματα θα το πληρώσουν».
Ο μύθος υπαινίσσεται όσους παίρνουν δάνεια με πολύ μεγάλη ευκολία αλλά με πολύ μεγάλη δυσκολία και πίεση τα εξοφλούν].
- Δρυτόμοι καὶ πεύκη
Δρυτόμοι ἔσχιζόν τινα πεύκην· σφῆνας δὲ ἐξ αὐτῆς πεποιηκότες εὐκόλως ἔσχιζον. Ἡ δὲ εἶπεν· «Οὐ τοσοῦτον τὸν κόψαντα πέλεκυν μέμφομαι ὅσον τοὺς ἐξ ἐμοῦ γεννηθέντας σφῆνας».
Ὅτι οὐ τοσοῦτόν ἐστι δεινόν, ὅτε τις ὑπὸ ἀλλοτρίων ἀνθρώπων πάθῃ τι τῶν ἀπαισίων ὅσον ὑπὸ τῶν οἰκείων.
[Κάποιοι ξυλοκόποι πελεκούσαν έναν πεύκο. Προσπαθούσαν να τον ρίξουν κάτω έχοντας κατασκευάσει σφήνες φτιαγμένες από το ξύλο τού ίδιου τού πεύκου.
Και ο πεύκος είπε: «δεν κατακρίνω και τόσο το τσεκούρι που μ’ έριξε κάτω όσο τις σφήνες που κατασκευάστηκαν από το δικό μου ξύλο».
Δίδαγμα: δεν είναι και τόσο τρομερό να σου συμβεί κάτι απαίσιο από ανθρώπους ξένους, όσο από τους ίδιους τους συγγενείς σου. Δηλαδή η προδοσία και η άτιμη σε βάρος μας συμπεριφορά όσων έχουν το ίδιο αίμα μ’ εμάς είναι κάτι που δεν ξεχνιέται ποτέ].
- Αἰσχρὰ δούλη καὶ Ἀφροδίτη
Αἰσχρᾶς καὶ κακοτρόπου δούλης ἤρα δεσπότης. Ἡ δὲ χρυσίον λαμβάνουσα λαμπρῶς ἑαυτὴν ἐκόσμει καὶ τῇ ἰδίᾳ δεσποίνῃ μάχας συνῆπτε· τῇ δὲ Ἀφροδίτῃ ἔθυεν συνεχῶς καὶ ηὔχετο ὡς ὡραίαν αὐτὴν ποιούσῃ. Ἡ δὲ καθ' ὕπνου φανεῖσα τῇ δούλῃ ἔφη μὴ ἔχειν αὐτῇ χάριν ὡς καλὴν αὐτὴν ποιούσῃ, «ἀλλ’ ἐκείνῳ θυμοῦμαι καὶ ὀργίζομαι ᾧ σὺ φαίνῃ καλή».
Ὅτι οὐ δεῖ τυφοῦσθαι τοὺς δι’ αἰσχρὰ πλουτοῦντας καὶ μάλιστα, εἰ ἀγενεῖς εἰσι καὶ ἄμορφοι [πρὸς αἰσχύνην μείζονα].
[Ένα αφεντικό είχε μια υπηρέτρια, κακάσχημη και κακότροπη. Αυτή ήταν καί ασχημομούρα καί παλιοχαραχτήρας. Το αφεντικό αγαπούσε αυτή τη δούλα περισσότερο κι από τη σύζυγό του, δηλαδή ήταν ξετρελλαμένος και καψουρεμένος μαζί της. Αυτή, μέρα νύχτα, είχε τα μυαλά της στα λούσα και στα στολίσματα, για να αρέσει στον αφέντη της. Στολιζόταν με χρυσαφικά και καλλυντικά και, όλη τη μέρα, μάλωνε με την αφεντικίνα της, που την έβλεπε ανταγωνιστικά. Τα μυαλά της τα είχε συνέχεια στα ερωτικά και, στις προσευχές της, ευχαριστούσε συνέχεια τη θεά Αφροδίτη, που την είχε κάμει τόσο όμορφη και ελκυστική στους άντρες.
Η Αφροδίτη, μια νύχτα, ήρθε στα όνειρα τής δούλας. Της λέει: «να μη με ευχαριστείς και καμμιά χάρη να μη μου χρωστάς! Καθόλου όμορφη δεν σ’ έφτιαξα. Μια ασχημογυναίκα είσαι κι ένας ελεεινός χαραχτήρας! Είμαι θυμωμένη μ’ εκείνο τον ηλίθιο εραστή σου, που στα μάτια του φαίνεσαι κούκλα ενώ είσαι πανούκλα!».
Συμπέρασμα: όσοι πλουτίζουν με αθέμιτα και ανέντιμα μέσα, καλά θα κάνουν να μην τυφλώνονται από τα πλούτη τους ούτε να περηφανεύονται γι’ αυτά. Προτιμότερο είναι να ντρέπονται για τα χάλια τους και την ψυχική τους ασχήμια, και να κρύβονται από την κοινωνία].
- Αἰπόλος καὶ αἶγες ἄγριαι
Αἰπόλος τὰς αἶγας αὑτοῦ ἀπελάσας ἐπὶ νομήν, ὡς ἐθεάσατο ἀγρίαις αὐτὰς ἀναμιγείσας, ἑσπέρας ἐπιλαβούσης, πάσας εἰς τὸ ἑαυτοῦ σπήλαιον εἰσήλασε. Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ χειμῶνος πολλοῦ γενομένου, μὴ δυνάμενος ἐπὶ τὴν συνήθη νομὴν αὐτὰς παραγαγεῖν, ἔνδον ἐτημέλει, ταῖς μὲν ἰδίαις μετρίαν τροφὴν παραβάλλων πρὸς μόνον τὸ μὴ λιμώττειν, ταῖς δὲ ὀθνείαις πλείονα παρασωρεύων πρὸς τὸ καὶ αὐτὰς ἰδιοποιήσασθαι. Παυσαμένου δὲ τοῦ χειμῶνος, ἐπειδὴ πάσας ἐπὶ νομὴν ἐξήγαγεν, αἱ ἄγριαι ἐπιλαβόμεναι τῶν ὀρῶν ἔφευγον. Τοῦ δὲ ποιμένος ἀχαριστίαν αὐτῶν κατηγοροῦντος, εἴγε περιττοτέρας αὐταὶ τημελείας ἐπιτυχοῦσαι καταλείπουσιν αὐτὸν, ἔφασαν ἐπιστραφεῖσαι· «Ἀλλὰ καὶ δι’ αὐτὸ τοῦτο μᾶλλον φυλαττόμεθα· εἰ γὰρ ἡμᾶς τὰς χθές σοι προσεληλυθυίας τῶν πάλαι σὺν σοὶ προετίμησας, δῆλον ὅτι, εἰ καὶ ἕτεραί σοι μετὰ ταῦτα προσπελάσουσιν, ἐκείνας ἡμῶν προκρινεῖς».
Ὁ λόγος δηλοῖ μὴ δεῖν τούτων ἀσμενίζεσθαι τὰς φιλίας οἳ τῶν παλαιῶν φίλων ἡμᾶς τοὺς προσφάτους προτιμῶσι, λογιζομένους ὅτι, κἂν ἡμῶν ἐγχρονιζόντων ἑτέροις φιλιάσωσιν, ἐκείνους προκρινοῦσιν.
[Ένας γιδοβοσκός αμόλησε τις κατσίκες του να βοσκήσουν. Τα κατσίκια ανακατεύτηκαν μ’ ένα κοπάδι από άγριες γίδες. Όταν βράδιασε, ο γιδοβοσκός πήρε και τις άγριες γίδες, μαζί με τις δικές του, και τις έβαλε όλες μαζί μέσα στη μάντρα. Την άλλη μέρα ξέσπασε κακοκαιρία. Ο βοσκός δεν έβγαλε τα κατσίκια για βοσκή αλλά τα κράτησε μέσα στο μαντρί. Στις δικές του κατσίκες ο βοσκός έδινε τόση τροφή ίσα ίσα για να μην πεθάνουν. Αντίθετα τις καινούργιες γίδες, τις άγριες, τις τάιζε και με το παραπάνω, γιατί είχε στο νου του να τις καλοπιάσει και να τις κρατήσει στην ιδιοκτησία του. Κάποια στιγμή σταμάτησε η κακοκαιρία και ο καιρός βελτιώθηκε. Ο βοσκός βγάζει ξανά όλο το κοπάδι στην εξοχή για βοσκή. Τότε οι άγριες αίγες πήραν τα βουνά και τό ’σκασαν.
Ο βοσκός άρχισε να τις κατηγορεί για αχαριστία απέναντί του: «αχάριστα πλάσματα! Σας προφύλαξα από την κακοκαιρία, σας μάζεψα μέσα στο σπίτι μου, σας τάισα καλά κι ακόμα πιο καλά από τις δικές μου αίγες! Και τώρα το «ευχαριστώ» σας είναι να μού φύγετε;».
Οι αγριόγες γύρισαν τα κεφάλια τους προς το μέρος τού βοσκού λέγοντας: «Πολύ καλά κάνουμε και την κοπανάμε από κοντά σου! Αφού εμάς, που μας γνώρισες μόλις χτες, μας έβαλες πάνω από τις δικές σου αίγες, που τις έχεις τόσα χρόνια, κι αφού τις δικές σου αίγες τις παραμέλησες, δίνοντάς τους τροφή ίσα για να μην πεθάνουν, άραγε, όταν αύριο μεθαύριο βρεις άλλα γίδια, δεν θα παραμελήσεις πάλι εμάς;».
Το παραμύθι διδάσκει ότι δεν πρέπει να πιάνουμε φιλίες με ανθρώπους οι οποίοι, για χάρη μιας καινούργιας φιλίας, ξεχνάνε την παλιά φιλία. Διότι και η δικιά μας φιλία μαζί τους αν παλιώσει και πιάσουν αυτοί νέα φιλία, εμάς σίγουρα θα μας ξεγράψουν από φίλους τους.
Παροιμίες: «Κι αν καινούργιους φίλους πιάνεις, τους παλιούς μην τους ξεχάνεις!», «Έβρηκε φιλιά κι εμπήκε, και την εδική μου αφήκε»].
- Ἁλιεῖς καὶ θύννος
Ἁλιεῖς ἐπ’ ἄγραν ἐξελθόντες καὶ πολὺν χρόνον κακοπαθήσαντες οὐδὲν συνέλαβον· καθεζόμενοι δὲ ἐν τῇ νηῒ ἠθύμουν. Ἐν τοσούτῳ δὲ θύννος διωκόμενος καὶ πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φερόμενος ἔλαθεν εἰς τὸ σκάφος ἐναλλόμενος. Οἱ δὲ συλλαβόντες αὐτὸν καὶ εἰς τὴν πόλιν ἐλάσαντες ἀπημπόλησαν.
Οὕτω πολλάκις ἃ μὴ τέχνη παρέσχε, ταῦτα τύχη διεβράβευσεν.
[Κάποιοι ψαράδες βγήκαν με τη βάρκα για ψάρεμα. Όλη τη μέρα βασανίστηκαν αλλά δεν έπιασαν ούτε ένα ψάρι. Έκατσαν στην άκρη τής βάρκας κι έκλαιγαν την τύχη τους. Εκείνη τη στιγμή, ένας τόννος, κυνηγημένος από άλλο μεγαλύτερο ψάρι, αναπήδησε με φόρα από τη θάλασσα κι έπεσε κατευθείαν μέσα στη βάρκα. Οι ψαράδες τον έπιασαν και πήγαν στην πόλη και τον πούλησαν.
Πολλές φορές αυτά που σου στερεί η τέχνη σου, σου τα χαρίζει απλόχερα η τύχη σου: Συμμαχεῖν εἴπερ ἐθέλει Τύχη βροτοῖς, τρέπει τὴν δυστυχίαν τῇ εὐτυχίᾳ.
Παροιμία: «Αν δεν έχεις Τύχη, μη σκουντάς βουνά!»].
Ἀλεκτόρων δύο μαχομένων περὶ θηλειῶν ὀρνίθων, ὁ εἷς τὸν ἕτερον κατετροπώσατο. Καὶ ὁ μὲν ἡττηθεὶς εἰς τόπον κατάσκιον ἀπιὼν ἐκρύβη· ὁ δὲ νικήσας εἰς ὕψος ἀρθεὶς καὶ ἐφ’ ὑψηλοῦ τοίχου στὰς μεγαλοφώνως ἐβόησε. Καὶ παρευθὺς ἀετὸς καταπτὰς ἥρπασεν αὐτόν. Ὁ δ’ ἐν σκότῳ κεκρυμμένος ἀδεῶς ἔκτοτε ταῖς θηλείαις ἐπέβαινε.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν.
[Δυο πετεινοί μάλωναν μεταξύ τους μέσα στο κοτέτσι, όπως κάνουν όλα τα αρσενικά ζώα, για το ποιος θα έχει φιλενάδες τις κότες. Ο ένας κόκκορας, ο πιο δυνατός, σακάτεψε τον άλλον και τον κατατρόπωσε. Εκείνος που νικήθηκε, ο καημένος, αποτραβήχτηκε σ’ ένα απόμερο σημείο, ταπεινωμένος και ξυλοφορτωμένος. Ενώ ο νικητής ανέβηκε σ’ ένα ψηλό σημείο κι από κει, γεμάτος έπαρση, έκραζε μεγαλόφωνα.
Τότε τον βλέπει ένας αετός, επιτίθεται και τον αρπάζει. Αντίθετα, ο άλλος πετεινός, ο ντροπιασμένος και δαρμένος, που είχε κρυφτεί από το ξύλο που έφαγε, τώρα ξεμύτησε από την κρυψώνα του. Και επειδή δεν είχε πια ανταγωνιστή, όλες οι κότες ήταν δικές του.
Δίδαγμα: «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν»].
- Ἀλεκτρυόνες καὶ πέρδιξ
Ἀλεκτρυόνας τις ἐπὶ τῆς οἰκίας ἔχων, ὡς περιέτυχε πέρδικι τιθασῷ πωλουμένῳ, τοῦτον ἀγοράσας ἐκόμισεν οἴκαδε ὡς συντραφησόμενον. Τῶν δὲ τυπτόντων αὐτὸν καὶ ἐκδιωκόντων, ὁ πέρδιξ ἐβαρυθύμει, νομίζων διὰ τοῦτο αὐτὸν καταφρονεῖσθαι ὅτι ἀλλόφυλός ἐστι. Μικρὸν δὲ διαλιπών, ὡς ἐθεάσατο τοὺς ἀλεκτρυόνας πρὸς ἑαυτοὺς μαχομένους καὶ οὐ πρότερον ἀποστάντας πρὶν ἢ ἀλλήλους αἱμάξαι, ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐκέτι ἄχθομαι ὑπ’ αὐτῶν τυπτόμενος· ὁρῶ γὰρ αὐτοὺς οὐδὲ αὑτῶν ἀπεχομένους».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὰς τῶν πέλας ὕβρεις οἱ φρόνιμοι, ὅταν ἴδωσιν αὐτοὺς μηδὲ τῶν οἰκείων ἀπεχομένους.
[Ένας άνθρωπος είχε στο σπίτι του πετεινούς (κοκκόρους). Μια μέρα αυτός ο άνθρωπος συνάντησε στον δρόμο κάποιον ο οποίος πουλούσε μια εξημερωμένη πέρδικα. Αγόρασε λοιπόν εκείνη την πέρδικα και την κουβάλησε στο σπίτι του, για να τη βάλει παρέα με τους πετεινούς. Όμως οι πετεινοί, με το που είδαν την πέρδικα, άρχισαν να την τσιμπάνε αλύπητα και ήθελαν να τη βγάλουν από τη μέση. Η κακομοίρα η πέρδικα έπεσε τού θανατά από τη στενοχώρια της βλέποντας την «υποδοχή» που τής είχε γίνει. Πίστεψε πως τής φέρθηκαν τόσο άσχημα επειδή ήταν αλλόφυλη, δηλαδή διαφορετική κι από ξένο τόπο.
Ύστερα από λίγες μέρες η πέρδικα παρατήρησε πως οι πετεινοί τρωγόντουσαν μεταξύ τους και δεν είχαν σκοπό να σταματήσουν τη φαγωμάρα αν ο ένας δεν σκότωνε τον άλλον. Τότε η πέρδικα είπε: «άδικα στενοχωριέμαι που τις άρπαξα από τα κοκκόρια και που έφαγα απόρριψη. Γιατί βλέπω πως τούτοι εδώ δε σηκώνουν ούτε τ’ άντερα τής ίδιας τής κοιλιάς τους».
Δίδαγμα πρώτο: οι φασίστες μισούν και εχθρεύονται όχι μόνο τούς ξένους, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, αλλά ακόμα και τα ίδια τα συγγενικά τους πρόσωπα ή, ασύνειδα, και τον ίδιο τον εαυτό τους.
Δίδαγμα δεύτερο: είναι σύνηθες κοινωνικό φαινόμενο ο ρατσισμός και η ξενοφοβία. Οι άνθρωποι, δυστυχώς, εχθρεύονται ό,τι δεν τους μοιάζει, και στέκονται με καχυποψία απέναντί του].
- Πέρδιξ καὶ ἄνθρωπος
Πέρδικά τις θηρεύσας ἤμελλε σφάξαι. Ἡ δὲ ἱκέτευε λέγουσα· «Ἔασόν με ζῆν καὶ ἀντ’ ἐμοῦ πολλὰς πέρδικας ἐγώ σοι κυνηγήσω». Ὁ δὲ εἶπεν· «Δι’ αὐτὸ τοῦτο μᾶλλόν σε θύσω, ὅτι τοὺς συνήθεις καὶ φίλους σοι ἐνεδρεῦσαι θέλεις».
Ὅτι ὁ κατὰ φίλων αὐτοῦ δολίας μηχανὰς συντιθεὶς αὐτὸς ἐν ταῖς ἐνέδραις τῶν κινδύνων ἐμπεσεῖται.
[Ένας κυνηγός έπιασε μια πέρδικα. Σκόπευε να τη σφάξει και να τη φάει. Η πέρδικα έπεσε γονατιστή στα πόδια του και τον παρακαλούσε: «άφησέ με, σε παρακαλώ, να ζήσω! Κι εγώ, για ανταμοιβή σου, θα γίνω δόλωμα και θα προσελκύσω πολλές άλλες πέρδικες. Ενώ, αν με σφάξεις τώρα, θα φας μονάχα εμένα».
Κι ο κυνηγός τής απάντησε: «Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο σού αξίζει θάνατος: όποιος προδίδει τούς συγγενείς και ομογενείς του, δεν αξίζει να μένει ζωντανός αλλά πρέπει να βγαίνει από τη μέση!».
Δίδαγμα: όποιος σκηνοθετεί τον αφανισμό φίλων και συγγενών του, στο τέλος ο ίδιος τιμωρείται. «Όποιος ανοίγει το λάκκο τού αλλονού, ο ίδιος πέφτει μέσα»].
- Ἔχις καὶ ῥίνη
Ἔχις εἰσελθὼν εἰς χαλκουργοῦ ἐργαστήριον παρὰ τῶν σκευῶν ἔρανον ᾔτει· λαβὼν δὲ παρ’ αὐτῶν ἧκε πρὸς τὴν ῥίνην καὶ αὐτὴν παρεκάλει δοῦναί τι αὐτῷ. Ἡ δὲ ὑποτυχοῦσα εἶπεν· «Ἀλλ’ εὐηθὴς εἶ παρ’ ἐμοῦ τι ἀποίσεσθαι οἰόμενος, ἥτις οὐ διδόναι, ἀλλὰ λαμβάνειν παρὰ πάντων εἴωθα».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι μάταιοί εἰσιν οἱ παρὰ φιλαργύρων τι κερδανεῖν προσδοκῶντες.
[Μια οχιά (όχεντρα) τρύπωσε στο εργαστήρι ενός μεταλλουργού. Και ζητούσε ελεημοσύνη από τα διάφορα εργαλεία και σκεύη που υπήρχαν εκεί πέρα. Όλα τα εργαλεία την ελέησαν και της έδωσαν κατιτί. Έπειτα ζήτησε ελεημοσύνη κι από τη λίμα: – «δώσε μου κι εσύ κάτι προτού να φύγω!».
Και η λίμα απάντησε: – «αν πιστεύεις ότι από μένα θα πάρεις ακόμα και το ελάχιστο, είσαι γελασμένη! Εγώ είμαι μαθημένη μονάχα να παίρνω απ’ όλους και ποτέ να δίνω!».
Ο μύθος υπονοεί ότι ματαιοπονεί όποιος πιστεύει πως μπορεί να πάρει κάτι από τσιγκούνη άνθρωπο.
Παροιμίες: «Όλοι έρκονται αφ’ την Πάρο και κανείς από την Τήνο», «Απ' αστραπή κι από βροντή κι από νερό και χιόνι κι από τσιγκούνην άνθρωπο ο Θεός να σε γλυτώσει», «Αφ’ το χέριν του δεν παίρνεις πράσινο φύλλο!»].
































