Πέτρος Μαθιούδης: Λαμπαδάριος και μερακλής βάρδος, υπηρέτης του Λαού, ανήρ επιθυμιών.

Κυρ, 01/06/2025 - 18:16
Κώστας Προμπονάς

Ο στυλοβάτης της δημοκρατικής Δημοσιογραφίας Γιάννης Τζούμας αποκάλεσε τον αοίδιμο Πέτρο Μαθιούδη «Βοσκό του Θεού» στο editorial της έγκριτης «Αλήθειας». Θα προσπαθήσω να διαυγάσω, σε μια επείγουσα και άρα ελλειπτική νεκρολογία, μια αινιγματική  αλληγορία που αποδεικνύεται όμως  άκρως εύστοχη.

Ο δημοσιογράφος Τζούμας διαθέτει τη σοβαρή εγκύκλια παιδεία της γενιάς του και εξίσου ισχυρές πολιτικές πεποιθήσεις. Ο εγκωμιαστικός λόγος για τον «Βοσκό του Θεού» αρδεύει από το «Ευλογημένο μαντρί» του Φώτη Κόντογλου. Στην ιστορία του Μικρασιάτη Λογοτέχνη, ο ιεράρχης Βασίλειος ο Μέγας, περιπλανάται σε άσπλαχνες πολιτείες που στα νεκροταφεία τους «τὰ κιβούρια  ἤτανε ρημαγμένα, οἱ ταφόπετρες σπασμένες κι ἀναποδογυρισμένες, καὶ τὰ νιόσκαφτα μνήματα εἴτανε σκαλισμένα ἀπὸ τὰ τσακάλια.  Ο ἅγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ εἶπε: «Τοῦτοι οἱ χωριάτες οὔτε σὲ ζωντανὸ δὲ δίνουνε βοήθεια, οὔτε σὲ πεθαμένον», καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο, καὶ περπατοῦσε ὁλομόναχος μέσα στὰ παγωμένα χιόνια.» Είναι μια αλληγορία της καθημαγμένης, μετά την Κατοχή Ελλάδας. Εκείνη την περίοδο έγινε η μεγαλύτερη, ευρωπαϊκά, ανακατανομή περιουσιακών στοιχείων στην διχασμένη πολιτικά πατρίδα- ο αγιογράφος Κόντογλου πούλησε σε μαυραγορίτη το σπίτι του για να μη πεθάνει η οικογένειά του  της πείνας.

Ο Μέγας Βασίλειος «παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἔφταξε σὲ κάτι χωριὰ ποὺ εἴτανε τὰ πιὸ φτωχὰ ἀνάμεσα στὰ φτωχοχώρια, στὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας.» Και η Συκιάδα, προγονική κοιτίδα του αείμνηστου Πέτρου και ο Βροντάδος που τον δεξιώθηκε βγήκαν από την Κατοχή ως  βαριά στιγματισμένοι από ψυχο-κοινωνικό τραύμα οικισμοί, βαθιά κακοποιημένοι πολλαπλώς, από την πείνα της Κατοχής. Ο μόνος που τελικά ανοίγει χωρίς όρους την πόρτα «πρὶν νὰ καλοϊδεῖ ποιὸς χτύπησε», και  ελεεί τον σεπτό Ιεράρχη είναι  «ὁ τσομπάνης, ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα ποὺ βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα». Ο Γιάννης Τζούμας , με πολιτικούς όρους πια, συγκατανεύει  ότι, κόντρα στην τοξικότητα ,την απαισιοδοξία και τον σημερινό κυνισμό, κοντά στους πολίτες βρίσκονται αίφνης κάποιοι ενεργοί ανδρείοι  που προβάλλουν στο προσκήνιο της ιστορίας και κατορθώνουν να κατατροπώσουν τον δράκο της Βαβέλ, την σύγχυση για τις προτεραιότητες στη Χίο του 21ου αιώνα: Iδού, ο Πέτρος Μαθιούδης, αεικίνητος , ακούραστος και ταπεινός υπηρέτης του λαού. Γνωρίζει από πρώτο χέρι την πολλαπλή ευαλωτότητα των ναυτεργατικών συνοικισμών που μεγάλωσε και πόσο χρειάζονται την απονομή θετικής δικαιοσύνης. Την επιθυμεί σφοδρά, όπως ο Δανιήλ, ο «ανήρ επιθυμιών»: Στην Παλαιά Διαθήκη  ο Δανιήλ  ομολογεί με συντριβή τις αμαρτίες και τα ατοπήματα του αιχμαλωτισμένου στη Βαβυλώνα Ισραήλ και κατόπιν παρακαλεί με θέρμη τον Γιαχβέ να λυτρώσει το λαό του από την δουλεία και να αποκαταστήσει τον Ισραήλ. Αυτές ήταν οι μεγάλες επιθυμίες του Δανιήλ, και έτσι ο Θεός του απαντά στην προσευχή του δια στόματος του Γαβριήλ, στο τελευταίο μέρος του κεφ. Θ', αποκαλώντας τον "ανήρ επιθυμιών". Αλλά επιθυμίες μεγάλες, αγαθές, καλές..!

Ο Πέτρος Μαθιούδης εμφανίζεται στο πολιτικό προσκήνιο του νησιού με την μέγιστη πολιτική αρετή, αυτή της συμπεριληπτικότητας (inclusiveness) H αγαπημένη του ρήση,  παράδοξη στο πρώτο άκουσμα, κελεύει να μην περιφρονείται κανένας και καμία: «Αν ήκουε ο Θεός των κοράκων δεν θα’ χε μείνει γάδαρος» έλεγε γελώντας ο αείμνηστος. Όμως επέμενε στην απονομή θετικής δικαιοσύνης. Με περηφάνια δήλωνε πως «ολοκλήρωσα τις χορτοκοπές  πρώτα και στα έξι χωριά της περιοχής και μετά θα  συνεχίσω στα κεντρικά και βόρεια του Βροντάδου»

Η δεύτερη αρετή στοιχούνταν σε αυτό που ονομάζω «Διοικητική αρχή Έρβιν Ρόμελ», από τον περίφημο Γερμανό στρατηγό που εννοούσε πάντα να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή χαρακωμάτων.  Έγραφε, όχι από το ασφαλές επιτελείο των μετόπισθεν, αλλά στο μέτωπο της μάχης: «Σήμερα είναι η πιο κρύα μέρα που συναντήσαμε όλο το χειμώνα. Το πρωί είπα στους εργαζόμενους της καθαριότητας της Δ.Ε. Ομηρούπολης ότι  όποιος  θέλει  μπορεί να πάρει  μια μέρα  από την άδειά του και να μη δουλέψει σήμερα. Κανένας δεν δέχτηκε, όλοι δούλεψαν», παραδειγματισμένοι από τον ακλόνητο, δίπλα τους Ποιμένα.

Η τρίτη αρετή, ποθούμενη για κάθε απογαλακτισμένο, ώριμο συναισθηματικά, Έλληνα- σπανιότατο μάλλον ανθρωπολογικό τύπο- ήταν η έλλειψη οποιουδήποτε κόμπλεξ, ανωτερότητας ή κατωτερότητας.  Ο Πέτρος, ανάμεσα στα δύο είδη νησιωτών όπως εννοιολογεί ο οδοντίατρος blogger της eudemonia.gr Νίκος Μαστρόπαυλος, είχε επιλέξει να στρέψει τα νώτα του στη θάλασσα εξαιτίας του περιβόητου Βρονταδούσικου ναυαγίου του 1963. Αλλά εκτιμώ ότι η πλειοψηφία των αναγνωστών θα ανίχνευαν  τον σεβαστικό, ανεξίθρησκο τόνο που αποπνέει η ομολογία ότι «δεν έχω εμπειρίες με τη θάλασσα  ούτε την αγάπησα ποτέ  μου. Καμία  φορά  μιλάω με τον εαυτό μου και λέω  γιατί δεν έγινα ναυτικός; Πολλοί  συμμαθητές μου έγιναν  ναυτικοί και διαπρέπουν στη θάλασσα, έχουν μια άνεση  χρημάτων, κάνουν  κάτι  παραπάνω  από  εμάς  τους στεριώτες,  γεροί  και σιδερένιοι  να είναι οι άνθρωποι.»

(Μιας και αναφέραμε την eudemonia.gr,θα κάνω τώρα ένα διάλλειμα από την γραφή περί του αγαπημένου μας Πετρή για ένα γευτώ ένα χιώτικο λουκουμάκι με μαστίχα και σκέφτομαι ταυτόχρονα ότι το σπάνιο ταλέντο του στο γράψιμο πρέπει να τύχει πανελλήνιας εμβέλειας. Γράφει ο αείμνηστος για το ταπεινό αλλά ευφρόσυνο και ευώδες  χιώτικο λουκούμι:

“ Και ποιός δεν έχει  φάει  αυτό  το μαλακό  κομμάτι  πασπαλισμένο  με ζάχαρη  άχνη που λέγεται  λουκούμι; Στα παιδικά  μας χρόνια  οι γιαγιάδες μας φτιάχνανε τις υπέροχες «τυριτόμπες» με μπισκότα "Παπαδοπούλου",  τα τετράγωνα. Όλοι  οι ηλικιωμένοι είχαν στα σπίτια τους κάτι  μεταλλικές  συσκευασίες  που μέσα  είχαν  λουκούμια  και όταν  τους έκαμνες  καμία "απαγγελιά"  μαζί  με το χαρτζιλίκι  σου λέγανε  «πάρε και ένα λουκουμάκι». Θυμάμαι  όταν  καμία  φορά  βρισκόμασταν  στο Μερσινίδι με τη προγιαγιά μου, πηγαίναμε  στο κελάκι  του "Γέροντα" που ήταν στο τέρμα της αυλής αριστερά και όπως έμπαινες  μέσα,  αριστερά  ήταν  και το ντιβάνι  του. Όταν  του φιλούσαμε  το χέρι,  στην άκρη  του ντιβανιού  ήταν και το μεταλλικό  κουτί  και μας κερνούσε  λουκούμια που οι μερμύγκοι  μέσα  κάνανε παρέλαση  αλλά τί να πεις, δεν παίρνω; Ετίναζες το λουκούμι να πέσουν οι μερμύγκοι και το ‘τρωγες. Επίσης, μας λέγανε οι παλιοί  ότι περνώντας το Αίπος και πριν το Φλωρί, στην τοποθεσία "Αχλάδα" ή "Ταβέρνα" ήταν ένας  γέρος και πουλούσε  λουκούμια στους περαστικούς. Διαλαλούσε το εμπόρευμα του στους περαστικούς των βορειοχώρων φωνάζοντας: «- Λουκούμι και κρύο  νερό!» Το κρύο νερό,  βέβαια,  μη φανταστείτε ότι ήταν αυτό που έχουμε σήμερα από τα ψυγεία μας και τους καταψύκτες μας. Ήταν το νερό της στάμνας ή του μπούρμπουλα που είχαν την ιδιότητα να το κρατούν σε σταθερή θερμοκρασία και πάντα  δροσερό. Λουκούμι και κρύο νερό λοιπόν. Πλέον  περισσότερο  με γλυκαίνουν οι αναμνήσεις όταν το συναντώ παρά η γεύση του...»)

Όλα τα κείμενα αλλά και οι ανεκδοτολογικές αναφορές για τον Πέτρο παραδίδουν ένα υπόδειγμα σεβαστικής, υπεύθυνης, συμπεριφοράς σε όλα τα πλάσματα, είτε πρόκειται για οικόσιτα είτε για άγρια ζώα-χωρίς τις μισάνθρωπες υπερβολές μιας μετα-οικοσιτιστικής κοινωνίας, είτε πρόκειται για φυτά. Έγραφε την τελευταία άνοιξη ο αοίδιμος:

“Mε αξίωσε και φέτος ο Θεός να κόψω φοινικόκλαδα για τα "βάγια" της ενορίας μου. Μια σκάλα, ένα πριόνι χειρός και ένα ψαλίδι που κλαδεύουμε τα κλήματα χρησιμοποίησα. Δεν έκοψα κανένα κλαδί του φοίνικα για να φτάσω μέσα στη "καρδιά". Έκοψα με το ψαλίδι όλες τις αγκύλες προσεκτικά και πήρα όσα κλαδιά χρειαζόταν για να γίνουν οι Σταυροί. Αυτό που είδα φέτος στον Αφανή Ναύτη του Βροντάδου και στο " Πετροκάραβο", άλλη χρονιά άμα ζω δεν θα το αφήσω να γίνει. Επιτέλους,  πρέπει να σεβόμαστε κάποια πράγματα. Και αύριο, [σ.σ: Kυριακή των Βαΐων] απλά να ξέρετε ότι τα βάγια δεν είναι για χόρταση, ένα - δυο αρκούν να πάρει ο καθένας”

Η πρώτη επαφή με τον Πέτρο ήταν όταν πρωτάκουσα από αυτόν την καλύτερη Φωνή Λαμπαδαρίου που έχω συναντήσει. (Ο «λαμπαδάριος» δεν είναι άλλος από τον πρώτο ψάλτη του αριστερού χορού. Σε εκκλησιαστικές τελετές όπου πραγματοποιείται πομπή του κλήρου από την βόρεια πύλη του ιερού βήματος προς το κέντρο του ναού, υπήρχε η συνήθεια να προηγείται ο ψάλτης αυτός κρατώντας αναμμένη λαμπάδα για να φέγγει και να διευκολύνεται η ταυτόχρονη με την πομπή ψαλμωδία. Από το γεγονός αυτό επεκράτησε έως και τους χρόνους μας η ονομασία «λαμπαδάριος»). Λιγυρόφωνος ο Πέτρος, εύστροφος, μελωδικός, έγχρονος, ρυθμικός, ακριβής, ηδύμολπος, αηδόνι της Χίου,  η ίδια προσωποποιημένη και ζωντανή παράδοση, μια συνέχιση της μακρόχρονης ψαλτικής ιστορίας του καθεδρικού ναού του Αγίου Γεωργίου  Βροντάδου,  αληθινός απόγονος και συνεχιστής της Παράδοσης, των μεγάλων Δασκάλων Γέμελου, Νεραντζή, Κόπανου, Καββάδα, αποδείκνυε ότι οι Λαμπαδάριοι (ας θυμηθούμε έναν από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, τον Πέτρο Λαμπαδάριο, τον Πελοποννήσιο, που πέθανε κι αυτός αιφνίδια στην ίδια ηλικία) προπορεύονται. «Λαμπαδηφορούσαι προπορεύονται», όπως ψάλλεται στον ύμνο των  Εισοδίων.  Άρχοντας στην ψαλτική του, με  απαράμιλλη γλυκύτητα  φωνής,  τεχνική δεξιότητα,  καταπληκτική ακρίβεια και απόδοση στα των διαστημάτων και των λεπτών ηχοχρωμάτων, ο λαμπαδάριος Πέτρος Μαθιούδης ήταν από τους ανθρώπους εκείνους τους σφραγισμένους με το χάρισμα της τέχνης και με «δώρημα τέλειον άνωθεν». Ένα ακόμα χάρισμα του Πέτρου Μαθιούδη ήταν η ψαλτική του αντίληψη αναφορικά με το χώρο που θα παρευρισκόταν: ήξερε τι έψαλε και που το έψαλε. Έτσι όταν έψαλε σε κηδεία, έψαλε λυπητερά και χαμηλόφωνα· σε κατανυκτικό εσπερινό με κατάνυξη, σε πανηγυρικό με μεγαλοπρέπεια και ούτω καθεξής. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ο τρόπος που εφάρμοζε την χρονική αγωγή. Τηρούσε με στρατιωτική πειθαρχία τον ενδεδειγμένο χρόνο. Οι μονωδίες του, θυμίζω αυτό που έλεγε ο Θρ. Στανίτσας, ότι  «για να γίνει κανείς ψάλτης πρέπει να ξέρει καμιά δεκαριά αμανέδες», τα λυγίσματα της φωνής, τα σπασίματα, η ακρίβεια και η σταθερότητα στην εκτέλεση, ήταν  μόνο μερικά από τα χαρίσματα της ερμηνείας του. Αλλά η συγκλονιστική του αρετή ήταν η ταπεινοφροσύνη και η ισόβια αναζήτηση της τελειότητας. Γράφει: “Έχω κλείσει ήδη τα μισά  χρόνια που υπηρέτησε η γιαγιά μου ως νεωκόρος στον ίδιο ναό. Λες και μου παρέδωσε τη σκυτάλη. Δεν ξέρω αν είμαι καλός, δεν ξέρω μουσική δεν έχω καλή φωνή, αλλά όταν μπαίνω σ' αυτήν την εκκλησία κάθε φορά νιώθω το ίδιο μούδιασμα, νιώθω άλλος άνθρωπος μέσα κει. Ό,τι στενοχώρια και ότι άγχος κουβαλάω, εκεί ξεχνιούνται.

Ένας ιερέας με καλή ψύχη και πάνω από όλα δίκαιος, πατέρας όλων μας, ο Παπα Γιάννης Κοντός, πάντρεψε τους γονείς μας, μας βάφτισε, έθαψε τους παππούδες μας και μου έκανε την τιμή να ανέβω στο ψαλτήρι με ό,τι ήξερα μέχρι τότε και να ασχολείται εντατικά να μου διορθώνει τα λάθη

«- Να το μάθεις σωστά, να μη μπορεί κανένας να σε προσβάλει..»

Oι δύο ψάλτες του Αη Γιώργη, ο αοίδιμος Λαμπαδάριος και ο χαρισματικός «Βασιλάκης» Χαμέτης πρωταγωνιστούσαν ως οι σημαντικότεροι επαγγελματίες φωνής, στο επίκεντρο της παράστασης στον καθεδρικό για μια, από τις πιο ευτυχισμένες καλλιτεχνικά, γεμάτη δεκαετία. Η φωνή του Πέτρου χρωματιζόταν, καθώς ακολουθούσε το ύφος της Μεγάλης Εκκλησίας, από μια παλέτα συναισθημάτων. Αυτόν σκεφτόμουν, γράφοντας πρόσφατα στο psaltologion: «Eπαναστατεί, απαιτεί, θρηνεί, τραγουδά. Συνακολούθως, κατά την ψαλμώδηση, αλλεπάλληλες εναλλαγές του ρυθμού και της έντασης, επιβραδύνσεις και επιταχύνσεις, παύσεις, επιτονισμοί, συγκοπές, κορυφώσεις, διασκελισμοί δημιουργούν το νόημα. Δεν είναι το κύκλωμα λογόρροιας που φέρει το νόημα αλλά μια στρατηγική της φωνής που λειτουργεί σα διακόπτης, άλλοτε συνδέοντας και άλλοτε καταλύοντας το γλωσσικό νόημα μέχρι να επιτευχθεί η σιωπή του "δι’ ευχών". Ο Ιερέας, αντιθέτως, παρουσιάζεται κρυμμένος πίσω από τα βαριά, πολύπτυχα παραπετάσματα. Η επιτέλεσή του είναι μια διαδικασία οπτικής αποκάλυψης, στην οποία καθοριστικό ρόλο παίζουν η αδιαφάνεια και η θολότητα. Ο αντιπρόσωπος του λαού, ο ψάλτης, ήταν πάντα "παντελονάς" στις αγροτικές, μη απεδαφοποιημένες κοινότητες του Αιγαίου. Μπορεί, κάποτε, να προσχωρούσε στην τάξη των λευιτών, αλλά όσο ήταν ακόμη ψάλτης, ένιωθε υποδόρια, την αρχαία έριδα, να αμφισβητεί το προνόμιο που φύλαγε ως κόρη οφθαλμού το ιερατείο, οι πρώτοι homo sapiens που εγγραμματίστηκαν.»

Όσοι έχουμε κάποια ηλικία και αρκετές δεκαετίες υπεύθυνης επιτέλεσης επικεφαλής του αναλογίου, νιώθουμε από ένα σημείο και πέρα ότι η ψαλτική είναι μοχλός της καθόδου μας σε μια βαθύτερη διάσταση, η οποία, μόλις κατακτηθεί, μας οδηγεί σε ένα επέκεινα, μια τροχιά καταβύθισης σε μια μνημειακή μουσική. Και εδώ είναι το παράδοξο: Πώς κάνεις σύγχρονο ένα μονολιθικό μνημείο σε μια κοινότητα "φιλακόλουθων", εντός των τελευταίων, δημόσιων, συλλογικών τελετουργιών που μας έχουν απομείνει;

Eδώ, ας κάνω μια παύση, μιλώντας για την Γερουσία που συνιστά η κοινότητα των εκκλησιαζομένων. Όταν πρωτοξεκίνησα να ψέλνω στα νησιά του Αιγαίου το σύμπαν της ήταν πολύβουο και μεγαλοπρεπές-ακόμα είναι στους καθεδρικούς ναούς ευάλωτων ναυτεργατικών συνοικισμών όπως στο ρουκετοπολεμικό Βροντάδο.

Ψάλτες και παπάδες, στην Μεσογειακή κοινωνία αιδούς και ντροπής, ήταν τα σύμβολα ανθεκτικότητας και ειδικά οι παπάδες ζούσαν δέκα χρόνια παραπάνω από το μέσο προσδόκιμο επιβίωσης, αλλά, φευ, όχι πια! (το μεγάλο μυστικό είναι πώς για αιώνες ήταν οι πιο εύπορες οικογένειες που έδιναν τον τόνο στην κοινωνική αναπαραγωγή των έγγαμων ιερέων- "εν δε ταις δυναστείαις ογδοήκοντα έτη...") Πρόκειται σήμερα για ένα δυσβάστακτο φορτίο στους ώμους τους καθώς γηράσκει η ελληνική κοινωνία. Ειδικά οι ψάλτες στεναχωριούνται και ντρέπονται ακόμα και όταν βήχουν και πολλοί μπαίνουμε στον πειρασμό της πολυφαρμακίας. Από την άλλη, υπάρχουν και τα θετικά ωφέλη: Kαθώς πρόκειται για μια εξόχως εργώδη δραστηριότητα ("ύμνους υφαίνειν συντόνως τεθειγμένους εγώδες εστίν αλλά και μήτηρ σθένους"), όσοι σταθούμε πιο τυχεροί από τον ασύγκριτο Πέτρο, αρχίζουμε και υφαίνουμε το νήμα της ανθεκτικότητας, συνήθως όταν αρχίσει να σημαίνει το καμπανάκι. Ας μου επιτραπεί μια ανεκδοτολογική, προσωπική, αναφορά για "του λόγου το αληθές": Θυμάμαι, την πρώτη υπερτασική κρίση σε πανηγύρι και λίγες εβδομάδες μετά, καπάκι την δεύτερη σε άλλο πανηγύρι. Και ο γιατρός να υποστηρίζει ότι είχα κρίση πανικού. Ήταν όμως αυτή η κρίση που με οδήγησε σε πιο υγιεινό τρόπο ζωής, (εγκατάλειψη της αλατιέρας και του δεύτερου ποτηριού αλκοόλ, υιοθέτηση της άσκησης-δυστυχώς όχι του καπνίσματος ακόμα) Έχω την εντύπωση πώς δεν είμαι ο μόνος γιατί έχω ακούσει και για άλλους ψάλτες που πάνω στο αναλόγιο ένιωσαν τις δυνάμεις τους να τους εγκαταλείπουν-για αυτονόητους λόγους που αφορούν και το ιατρικό απόρρητο δεν τους αναφέρω. Ας προσέχουμε!

 

 

 

Άλλες απόψεις: Του Κώστα Προμπονά