
Με αφορμή πρόσφατη άγρια σοροκάδα που βγήκε στη στεριά στο λιμανάκι, θυμήθηκα ένα κομμάτι που είχα γράψει πιο παλιά και αξίζει να το ξαναδιαβάσετε όσοι δεν το είχατε προσέξει τότε.
Κάθε φορά που φουρτουνιάζει η θάλασσα θυμάμαι το συγχωρεμένο τον Ανδρέα Καρκαβίτσα και τη «θάλασσά» του… «Ο πατέρας μου -μύρο το κύμα που τον τύλιξε- δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό. Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό! Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασε την· εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα θα σου σκάψει το λάκκο»…
Δεν μας φτάνουν οι δικές μας έγνοιες και αγωνίες, από τότε που μένουμε στο λιμανάκι της Αγίας Ερμιόνης, εδώ και 17 χρόνια, έχουμε την έγνοια και την αγωνία κάποιων επαγγελματιών ψαράδων όταν αγριεύει το άτιμο στοιχειό... Οι οποίοι αργούν να επιστρέψουν από το ψάρεμα όταν ο καιρός αρχίζει και χαλά, φουρτουνιάζει η θάλασσα, βουρκώνουν τα βουνά, σκοτεινιάζουν τα ουράνια (κατά τον Γεώργιο Βιζυηνό), αρχίζει και βρέχει. Ιδιαίτερα όταν φυσά άγρια σοροκάδα. Όταν ακούς τη θάλασσα να γόζεται και να μουγκρίζει και βλέπεις τα κύματα να υψώνονται θεόρατα και να παίζουν με τη βάρκα ή το μικρό καΐκι, σαν τη γάτα με το ποντίκι. Ρίχνουμε μια ματιά από το παραθυράκι της κουζίνας και της πόρτας να μετρήσουμε παρουσίες και απουσίες.
Και όταν διαπιστώσουμε απουσίες, βγαίνουμε ανήσυχοι στην αυλή και παραφυλάμε βλέποντας την μπούκα του λιμανιού μονολογώντας: «Λείπει ο Μικές, ο Γιώργης, ο Σιδερής ακόμα να γυρίσει από χτες το βράδυ, πού θαλασσοδέρνονται»… Και καθόμαστε εκεί με την ελπίδα ότι κάποιον θα δούμε να μπαίνει μέσα… «Α, να, δόξα τω Θεώ, γύρισε ο Γιάννης. Αργεί όμως ο Δημήτρης…».
Και δεν ησυχάζουμε αν δεν τους δούμε όλους να δένουν τις βάρκες τους στους μόλους… Είναι κι αυτή μια περίεργη αγωνία, για όλους όσοι μας κάνουν «παρέα» αυτά τα τελευταία χρόνια, τους έχουμε αγαπήσει, τους συμπονούμε, τους θεωρούμε δικούς μας ανθρώπους.
Του Δημήτρη Φρεζούλη







































