1940. Όταν οι ήρωες πολεμούσαν ως... Έλληνες

Ο πανηγυρικός της ημέρας στην Βολισσό από τον Φιλόλογο Λεωνίδα Πυργάρη
Δείτε το Βίντεο
Σάβ, 28/10/2023 - 06:37

Θνᾴσκει δέ σιγαθέν καλόν ἔργον

[Πινδάρου Αποσπάσματα, Pindari Fragmenta 121, Maehler]

(Τα όμορφα έργα πεθαίνουν, αν τα σκεπάσει η σιωπή)

 

Οι εθνικές επέτειοι συνιστούν σταθμούς ιστορικής μνήμης. Αποτελούν αυτές αφορμή αφενός για απόδοση τιμής και σεβασμού σε προγόνους που έπραξαν το καθήκον τους, υπερέβησαν εαυτούς και θυσιάστηκαν, υπηρετώντας τα Εθνικά Συμφέροντα, και αφετέρου είναι αυτές στιγμές προβληματισμού, περισυλλογής και αυτοπροσδιορισμού τών απογόνων. Ο εορτασμός τής εθνικής επετείου είναι μία ανά-μνηση, ένα ζωντάνεμα μνήμης, μία πνευματική και ηθική σύνδεση τών ζώντων με προγόνους που χάθηκαν στα πεδία τού πολέμου· μία συμβολική καταξίωση τού παρόντος και μία εδραίωση τού μέλλοντος. Η γενεά τών ζώντων, μέσω τού επετειακού εορτασμού, συνδέεται με τη γενεά εκείνων που «έφυγαν» και αντλεί δυνάμεις, φρόνημα και ηθικό από το παράδειγμά τους.

 

Εάν οι επετειακοί εορτασμοί δεν έχουν τον παραπάνω χαρακτήρα, δηλαδή δεν υπηρετούν την ψυχική σύνδεση τών απογόνων με τους προγόνους, τουτέστιν τη συνοχή τού Έθνους, τότε εκπίπτουν σε τελείως τυπολατρική διαδικασία χωρίς κανένα παιδευτικό και φρονηματιστικό περιεχόμενο.

 

Η Ευρώπη προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τερματίζεται με την υπογραφή τής Συνθήκης τών Βερσαλλιών (1919), της οποίας οι όροι, που ήταν δυσβάστακτοι για τους ηττημένους, σε μεγάλο βαθμό προκάλεσαν την έκρηξη τού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945). Συντελεστές για την έκρηξη τού Β΄ Π. Π. υπήρξαν: η κόπωση και ο ρομαντισμός που διακατείχαν τούς νικητές τού Α΄ Π. Π.· η αναποτελεσματικότητα τής Κοινωνίας τών Εθνών (Κ.Τ.Ε)·  η άνοδος τού φασισμού στην Ιταλία και του ναζισμού στη Γερμανία· η ιμπεριαλιστική πολιτική τής Ιταλίας, Γερμανίας και Ιαπωνίας στην Ευρώπη, στην Αφρική και στην Άπω Ανατολή.

 

Η Γερμανία, η ηττημένη τού Α΄ Π. Π., βρήκε στο πρόσωπο τού Χίτλερ εκείνον τον ηγέτη που θα οδηγούσε τον γερμανικό λαό όχι μόνο στην ανάκτηση τής χαμένης του αξιοπρέπειας και περηφάνειας αλλά και στην παγκόσμια κυριαρχία. Το 1933 ο ναζισμός γίνεται πολιτικό καθεστώς στη Γερμανία. Το 1934 Αυστριακοί ναζί δολοφονούν τον καγκελλάριο τής Αυστρίας Ένγκελμπερτ Ντόλφους. Το 1935 η Γερμανία επαναφέρει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, και οι στρατιωτικές δυνάμεις της αυξάνονται στους 550.000 άνδρες. Το ίδιο έτος (Οκτώβριο τού 1935) η Ιταλία επιτίθεται στην Αβησσυνία και την καταλαμβάνει. Τον Μάρτιο τού 1936 η Γερμανία καταλαμβάνει τη Ρηνανία δίχως αντίδραση. Την 1η Νοεμβρίου 1936 δημιουργείται ο Άξονας Ρώμης-Βερολίνου. Τον Ιούλιο τού 1936 ξεκινά ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία, που διαρκεί μέχρι το 1939, με νικητή τον στρατηγό Φράνκο, ο οποίος, για την επικράτησή του, συνεπικουρήθηκε από τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Τον Μάρτιο τού 1937 η Γερμανία κυριεύει την Αυστρία. Το 1938, δια της Συμφωνίας τού Μονάχου, παραχωρείται στη Γερμανία ολόκληρη η περιφέρεια τών Σουδητών τής Τσεχοσλοβακίας. Παρά ταύτα ο Χίτλερ, εν συνεχεία, καταλαμβάνει ολόκληρη τη Τσεχοσλοβακία. Τον ίδιο καιρό, η Ιαπωνία αποχωρεί από την Κ.Τ.Ε. και επεκτείνεται στην Άπω Ανατολή. Τον Απρίλιο τού 1939 η Ιταλία εισβάλλει στην Αλβανία και την καταλαμβάνει άνευ αντιστάσεως. Στις 23 Αυγ. 1939 υπογράφεται το Σύμφωνο μη Επιθέσως Ρίμπεντροπ-Μολότωφ μεταξύ τής Ναζιστικής Γερμανίας και της Κομμουνιστικής Ρωσίας (Ε.Σ.Σ.Δ.), δια του οποίου ο Χίτλερ εξασφάλιζε τα νώτα του από τον κίνδυνο εμπλοκής του σε διμέτωπο αγώνα. Προσέτι το συγκεκριμένο Σύμφωνο προωθούσε τον διαμελισμό τής Πολωνίας, της Φιλλανδίας και των Βαλτικών κρατών. Οπότε, την 1η Σεπτ. 1939, τα γερμανικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Πολωνία και προσαρτούν το Ντάντσιχ. Παράλληλα, στις 17 Σεπτ. 1939, εισβάλλει και ο σοβιετικός στρατός στην Πολωνία και καταλαμβάνει τις ανατολικές περιοχές τής Πολωνίας, τις οποίες είχε αποσπάσει η Πολωνία μετά τη λήξη τού Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Β΄ Π. Π. έχει αρχίσει! 

 

Τον Απρίλιο τού 1940 ο Χίτλερ επιτίθεται κατά τής Νορβηγίας και Δανίας. Οι δύο αυτές χώρες υποτάσσονται και στη Νορβηγία σχηματίζει κυβέρνηση ο διαβόητος Κουΐσλιγκ, του οποίου το όνομα κατέστη συνώνυμο τής προδοσίας. Στις 10 Μαΐου οι Γερμανοί επιτίθενται στο Δυτικό Μέτωπο κατά τής Γαλλίας, της Ολλανδίας και του Βελγίου. Η Ολλανδία συνθηκολογεί στις 15 Μαΐου και το Βέλγιο στις 28 Μαΐου. Στις 10 Ιουνίου ο Μουσολίνι κηρύσσει τον πόλεμο στην Αγγλία και Γαλλία. Η Μάχη τής Γαλλίας τελειώνει στις 22 Ιουνίου, αφού ο στρατάρχης Πεταίν υπογράφει ανακωχή με τους Γερμανούς αρχικά και κατόπιν με τους Ιταλούς (24 Ιουνίου). Στις 10 Ιουλίου η Γαλλική Εθνοσυνέλευση παραχωρεί όλες τις εξουσίες στον Πεταίν ενώ ο στρατηγός Ντε Γκωλ από το Λονδίνο, όπου είχε καταφύγει, διακήρυξε την απόφαση τής Γαλλίας για σθεναρή αντίσταση μέχρι τη νίκη. Στην Αφρική, οι Ιταλοί επιχειρούν να εκτοπίσουν τούς Βρετανούς από τις περιοχές τής Σομαλίας και του Σουδάν. Συνεπώς, το καλοκαίρι τού 1940, ο Άξονας κυριαρχεί παντού σχεδόν στην Ευρώπη.

 

Η Ελλάδα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

 

Η προς πόλεμον προπαρασκευή

 

Στην περίοδο τού Μεσοπολέμου (1919-1939), η Ελλάδα επιχειρούσε να ορθοποδήσει, ύστερα από τα ερείπια τού Α΄ Π. Π., και να επουλώσει τις πληγές της από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή. Τα μεγάλα προβλήματα που τότε επιζητούσαν λύση ήταν αφενός η ενσωμάτωση και κοινωνική ένταξη τού 1.500.000 ομογενών προσφύγων τής Ανατολικής Θράκης και της Μ. Ασίας και αφετέρου η ανασυγκρότηση τού Στρατού καθώς και η ανόρθωση τής εθνικής οικονομίας.

 

Στην τετραετία 1936-1940, η Κυβέρνηση Μεταξά επιμελήθηκε ιδιαίτερα το εξοπλιστικό πρόγραμμα τής Ελλάδος, διαθέτοντας πιστώσεις περίπου 16 δις δραχμών, ποσό υπερπενταπλάσιο τού διατεθέντος κατά τα έτη 1923-1935, ύψους 3 δις δραχμών. Κατασκευάστηκε τότε η λεγόμενη Γραμμή Μεταξά, δηλαδή σειρά οχυρωματικών έργων επίγειων και υπόγειων, κατά μήκος τών ελληνοβουλγαρικών συνόρων, με σκοπό την άμυνα τής Χώρας σε περίπτωση εισβολής κατά τον επικείμενο τότε Β΄ Π. Π. Η Γραμμή Μεταξά υπήρξε το αρτιότερο και αποτελεσματικότερο οχυρωματικό έργο, στη νεότερη περίοδο, και αποτέλεσε τον κύριο προμαχώνα τής Χώρας και την εσχάτη γραμμή ανασχέσεως απέναντι στους Γερμανούς εισβολείς τού 1941. Ακόμα τότε ολοκληρώθηκε πλειάδα έργων εκστρατείας στην Ήπειρο, στη Μακεδονία και στη Θράκη. Εξοπλίσθηκαν επαρκέστατα οι Μονάδες Επιστρατεύσεως, εξασφαλίσθηκε επάρκεια αποθεμάτων σε τρόφιμα, υγρά καύσιμα και πυρομαχικά για ολόκληρο το στράτευμα, παραλήφθηκαν αντιαεροπορικά και αντιαρματικά μέσα, παραγγέλθηκαν στην Αγγλία 4 αντιτορπιλλικά σκάφη (Α/Τ) και 4 ναρκαλιευτικά-ναρκοθετικά (Ν/Α), οχυρώθηκαν ακτές και νήσοι, δημιουργήθηκαν σημεία ανεφοδιασμού τής Χώρας. Προσέτι παραλήφθηκαν 128 αεροσκάφη διώξεως-βομβαρδισμού-στρατιωτικής και ναυτικής συνεργασίας καθώς και 75 ακόμα εκπαιδευτικά αεροσκάφη. Τέλος, μέσω εράνων, τους οποίους διενήργησε «Υπέρ Αεροπορίας» η Κυβέρνηση Μεταξά κατά τα έτη 1935 και 1937, υπήρξε ανταπόκριση τόσο τών Ελλήνων τού εσωτερικού όσο και του Αποδήμου Ελληνισμού.

 

Αν και οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είχαν ενισχυθεί σημαντικά κατά την τετραετία 1936-1940, οι αντίστοιχες ιταλικές, στις παραμονές τού πολέμου τού 1940, υπερτερούσαν τών ελληνικών και ως προς τον αριθμό και ως προς την ποιότητα:

 

Στην ελληνοαλβανική μεθόριο θα αντιπαρετίθεντο 35.000 Έλληνες με 40 πυροβολαρχίες προς 135.000 Ιταλούς με 135 πυροβολαρχίες, με 150 άρματα μάχης, με 18 ίλες ιππικού, με 6 τάγματα όλμων και με 1 τάγμα πολυβόλων.

 

Ο δε ελληνικός στόλος με συνολικό εκτόπισμα 14.600 τν. θα αντιμετώπιζε τον αντίστοιχο ιταλικό εκτοπίσματος συνολικού 648.400 τν. Τον ελληνικό στόλο αποτελούσαν: 1 παλαιό θωρηκτό (το «Αβέρωφ» Θ/Κ), 10 αντιτορπιλλικά, 6 υποβρύχια (Υ/Β). Ο δε ιταλικός στόλος διέθετε: 8 θωρηκτά, 8 βαρέα καταδρομικά (Κ/Δ), 26 ελαφρά καταδρομικά, 61 αντιτορπιλλικά, 119 υποβρύχια, και όλα ανώτερης τεχνολογίας τών αντιστοίχων ελληνικών.

 

Τέλος, η ελληνική αεροπορία διέθετε συνολικά 143 αεροσκάφη διώξεως-βομβαρδισμού-παρατηρήσεως ενώ η ιταλική είχε στη διάθεσή της 400 αεροσκάφη, των οποίων οι χειριστές είχαν ήδη πολεμική εμπειρία λόγω τών στρατιωτικών επιχειρήσεων τής Ιταλίας στην Αβησσυνία, στη Βόρειο Αφρική και στην Ισπανία.

 

Τα «προεόρτια» τού Ελληνοϊταλικού Πολέμου

 

Η Ιταλία είχε αρχίσει πόλεμο κατά τής Χώρας μας, πρώτα διπλωματικό και κατόπιν στρατιωτικό. Κατηγορούσε την Ελλάδα πως είχε γίνει βάση τού βρετανικού στόλου. Η ιταλική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Έλληνα πρεσβευτή στη Ρώμη.

 

Αργότερα, περνώντας από τα λόγια στα έργα, η Ιταλία αρχίζει τις πολεμικές ενέργειες σε βάρος τής Χώρας μας: στις 12 Ιουνίου 1940 τρία ιταλικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν το ελληνικό σκάφος «Ωρίων» και το αντιτορπιλλικό «Ύδρα» στον όρμο τής Γραμβούσας στην Κρήτη. Στις 30 Ιουλίου βομβαρδίζουν δύο ελληνικά αντιτορπιλλικά και δύο υποβρύχια στον λιμένα τής Ναυπάκτου. Τον Δεκαπενταύγουστο τού 1940, οι Ιταλοί βυθίζουν το πλοίο «Έλλη» στον λιμένα τής Τήνου. Ο τορπιλλισμός τού πολεμικού σκάφους από το ιταλικό υποβρύχιο Delfino προκάλεσε τον θάνατο 8 ανδρών, τον τραυματισμό 26 και την οργή όλων τών Ελλήνων. Την ίδια μέρα, δύο ιταλικά αεροσκάφη βομβαρδίζουν το ατμόπλοιο «Φρίντων» που έπλεε προς την Κρήτη. Καθ’ όλο τον Σεπτέμβριο τού 1940 παραβιάζεται συστηματικά ο ελληνικός εναέριος χώρος από ιταλικά αεροπλάνα και συγκεντρώνονται ιταλικά στρατεύματα επί αλβανικού εδάφους με σαφώς επιθετική διάταξη κατά τής Ελλάδος.

 

Στις 15 Σεπτ. 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα κομίζει στην ελληνική κυβέρνηση πρόταση περί ανανεώσεως τού Ελληνοϊταλικού Συμφώνου Φιλίας, το οποίο είχε υπογραφεί το έτος 1928 μεταξύ Βενιζέλου-Μουσολίνι. Ο Μεταξάς, προφανέστατα για να μην έλθει σε ρήξη με την Αγγλία και Γαλλία, προβαίνει σε διπλωματικό ελιγμό: δεν ανανεώνει το Σύμφωνο Φιλίας αλλά συμφωνεί με την ιταλική πλευρά «περί αμοιβαίας αποσύρσεως τών στρατευμάτων εκ των αλβανικών συνόρων κατά 20 χιλιόμετρα».

 

Τα ξημερώματα τής 28ης Οκτωβρίου 1940 (ώρα 3 π.μ.), ο Ιταλός πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι επισκέπτεται τον κυβερνήτη Ιωάννη Μεταξά στην οικία του στην Κηφισιά, και του επιδίδει τελεσίγραφο, δια του οποίου ο Μουσολίνι ζητούσε ελεύθερη διέλευση τών ιταλικών στρατευμάτων μέσα από την Ελλάδα. Η όποια αντίσταση τών Ελλήνων θα συντριβόταν δια των όπλων.

 

Η στάση τού Μεταξά

 

Η απάντηση τού Μεταξά ήταν ερωτηματικά αρνητική: Alors, c’est la guerre? (=ώστε είμαστε σε πόλεμο;). Η άρνηση τού Μεταξά στις ιταλικές αξιώσεις ταυτιζόταν εκείνη τη στιγμή με τη θέληση τού λαού για αντίσταση. Ο Μεταξάς, αν και φιλομοναρχικός και δικτάτορας, διέθετε ευθυκρισία και ξεχωριστές στρατιωτικές αρετές. Δεν θα δεχόταν ποτέ ως στρατιωτικός να χαθεί σπιθαμή ελληνικής γης, για την οποία και ο ίδιος είχε πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους, και ούτε θα μπορούσε να φέρει τη στάμπα τού προδότη τής πατρίδας του. Εξάλλου διέβλεπε ότι οι Σύμμαχοι θα ήταν οι νικητές εκείνου τού Πολέμου, δίπλα στους οποίους ήθελε να συγκαταλέγεται και ο ίδιος. Όπως αναφέρει η «Έκθεσις επί της Δράσεως τού Βασιλικού Ναυτικού κατά τον Πόλεμον 1940 – 1944» (Φωκά Δημητρίου/Αντιναυάρχου, Τόμοι Α΄ & Β΄, Αθήναι 1953-54), ο Μεταξάς, ήδη από το 1936, είχε προαποφασίσει ότι το εθνικό συμφέρον τής Χώρας επέβαλλε να βρίσκεται αυτή στο πλευρό τής Αγγλίας, η οποία και αποτελούσε τότε τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη τής Μεσογείου.

 

Τέλος, μία ακόμα «λεπτομέρεια» ερμηνεύει τη φιλοαγγλική στάση τού Μεταξά: η Ελλάδα τότε ήταν «αλυσοδεμένη στο άρμα» τής Μεγάλης Βρετανίας. Ολόκληρο το ελληνικό χρέος ήλεγχαν οι Βρετανοί. Βασικοί δανειστές τής Ελλάδος ήταν ο Οίκος Hambro τού Λονδίνου, το συγκρότημα Speyer and Co τής Νέας Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα Αθηνών. Αυτονοήτως λοιπόν, στο πεδίο τού εμπορίου και των εισαγωγών, πρωταγωνιστούσε η Αγγλία. Δηλαδή τα αγγλικά κεφάλαια αποτελούσαν το 70% τών διακινουμένων στη Χώρα κεφαλαίων, ενώ τα γερμανικά το 1,7% και τα ιταλικά το 1,6%. Συνεπώς η στάση τού Μεταξά, κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή, σαφώς υπαγορεύθηκε – εκτός των προαναφερθέντων – καί από τον δανειακό στραγγαλισμό τής Χώρας από τους Άγγλους δανειστές!! 

 

Η ιταλική επίθεση

 

Η ιταλική επίθεση άρχισε στις 5.30΄το πρωΐ, δηλαδή μισή ώρα ενωρίτερα από την εκπνοή τού τελεσιγράφου. Ο λαός αντέδρασε με ψυχραιμία και με αγωνιστικό φρόνημα αντιμετώπισε τον εισβολέα. Αν και όλοι γνώριζαν πως θα αναμετρηθούν με μια μεγάλη δύναμη και χωρίς έξωθεν βοήθεια, εντούτοις με πνεύμα αδελφοσύνης, φιλοτιμίας και λεβεντιάς ρίχτηκαν στον αγώνα. Οι άντρες πρόθυμα έσπευσαν στο Μέτωπο, ενώ οι Ηπειρώτισσες γυναίκες ανέβαιναν τα χιονισμένα βουνά, μεταφέροντας στις πλάτες τους εφόδια και πυρομαχικά για τον στρατό.

 

Την αναχαίτιση τών εισβολέων ανέλαβαν 3 μεραρχίες και το Απόσπασμα Δαβάκη στην Πίνδο. Εναντίον τών ελληνικών δυνάμεων επιτέθηκαν 8 ιταλικές μεραρχίες, υπερέχουσες κατά πολύ σε αεροπορία και πυροβολικό. Παρά ταύτα η επίθεση τών Ιταλών απέτυχε σε όλα τα σημεία της. Στις επανειλημμένες προσπάθειές τους να διαπεράσουν τη γραμμή Καλαμά-Καλπακίου υποχώρησαν.

 

Ο στρατηγός Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, διοικητής τής VIII Μεραρχίας Ηπείρου, ανατρέπει τα σχέδια τών Ιταλών, εξουδετερώνοντας την επίθεσή τους, και διατάσσει άμυνα μέχρις εσχάτων στον τομέα Ελαίας-Καλαμά.

 

Ο συνταγματάρχης Κων/νος Δαβάκης ως διοικητής τού Αποσπάσματος Πίνδου, συνισταμένου από 2.000 άνδρες, αντιμετώπισε την 3η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια», αποτελούμενη από 15.000 επίλεκτους στρατιώτες. Και την 1η Νοεμβρίου, όταν λαμβάνει ενισχύσεις, διενεργεί επιτυχή αντεπίθεση, η οποία και αποτέλεσε την πρώτη νίκη κατά τού Άξονα επί ευρωπαϊκού εδάφους. 

 

Η ελληνική αντεπίθεση

 

Από τις 18 Νοεμβρίου 1940 ο ελληνικός στρατός αντεπιτίθεται, εκδιώκει τους Ιταλούς από το πάτριο έδαφος και προελαύνει προς τη Βόρειο Ήπειρο. Καταλαμβάνονται η Κορυτσά, η Μοσχόπολη, η Πρεμετή, το Πόγραδετς, το Δέλβινο, οι Άγιοι Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, η Χειμάρρα. Στα τέλη τού 1940 ολόκληρη η Βόρειος Ήπειρος είχε ελευθερωθεί.

 

Ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος διέταξε να καταληφθούν τα στενά τής Κλεισούρας και του Τεπελενιού, διότι έτσι θα άνοιγε ο δρόμος προς την Αυλώνα, απ’ όπου γινόταν ο ανεφοδιασμός τών ιταλικών στρατευμάτων. Οι Ιταλοί αντιστάθηκαν σθεναρά στην Κλεισούρα, την οποία όμως ο ελληνικός στρατός κατέλαβε στις 10 Ιανουαρίου 1941. Εκείνες τις ημέρες διαλύθηκε και η θρυλική Ιταλική Μεραρχία «Λύκοι τής Τοσκάνης», πριν προφθάσει να επιτεθεί.

   Παράλληλα, ο ελληνικός στόλος, προστάτευε, μέσω νηοπομπών, τις θαλάσσιες επικοινωνίες και περιφρουρούσε τις ακτές τού Ιονίου. Ελληνικά αντιτορπιλλικά βομβάρδισαν την Αυλώνα ενώ ελληνικά υποβρύχια κατόρθωσαν να βυθίσουν ιταλικά πλοία. Αλλά και η ελληνική αεροπορία, με τα λίγα και παλαιότερης τεχνολογίας αεροσκάφη της, αντιμετώπισε τα πολυάριθμα και πλέον εξελιγμένα σμήνη τής ιταλικής αεροπορίας.

 

Στις 29 Ιανουαρίου 1941 πεθαίνει ο Μεταξάς και τον διαδέχεται ο Αλέξανδρος Κορυζής, διοικητής τής Εθνικής Τραπέζης.

 

Η Εαρινή Επίθεση

 

Στις 9 Μαρτίου 1941, εκδηλώνεται, υπό την εποπτεία τού ίδιου τού Μουσολίνι, η λεγόμενη «Εαρινή Επίθεση». Μετέχουν σ’ αυτήν 12 ιταλικές μεραρχίες, 400 πυροβόλα και 400 αεροπλάνα, και προσβάλλουν τη γραμμή Αώου-Άψου, σε μέτωπο 25 χιλιομέτρων. Ωστόσο ούτε η αριθμητική υπεροχή ούτε τα πολεμικά μέσα ούτε η παρουσία τού ίδιου τού ιταλού δικτάτορα έφεραν αποτέλεσμα. Οι Έλληνες αντιστάθηκαν ηρωικά στο ύψωμα 731 και στην Τρεμπεσίνα. Και ο Μουσολίνι ντροπιασμένος αναχωρεί για την Ιταλία στις 16 Μαρτίου, υποχρεωμένος πια να προσφύγει στη βοήθεια τών Γερμανών. 

 

Η Γερμανική Επίθεση

 

Ο Χίτλερ δεν είχε εγκρίνει την επίθεση τού Μουσολίνι στην Ελλάδα, διότι δεν επιθυμούσε νέο εχθρικό μέτωπο στα Βαλκάνια. Μονάχα το γεγονός ότι η Ιταλία ήταν σύμμαχός του εμπόδισε τη ρήξη του με τον Μουσολίνι. Ύστερα από την αποτυχία τής γερμανικής αεροπορίας εναντίον τής Αγγλίας, ο Χίτλερ αποφάσισε να εγκαταλείψει το συγκεκριμένο εγχείρημα και να στραφεί προς τις ρωσικές στέπες. Όμως η επίθεση κατά τής Ρωσίας προϋπέθετε οι αντίπαλοί του να έχουν εξουδετερωθεί στη Βαλκανική ώστε τα νώτα του να είναι απολύτως εξασφαλισμένα, όταν θα εισέβαλε στη Ρωσία. Η επίθεση τού Μουσολίνι στην Ελλάδα και η συνακόλουθη αποτυχία της ήταν εμπόδιο στον στρατηγικό σχεδιασμό τού Χίτλερ. Γι’ αυτό ο Χίτλερ, επειγόμενος να θέσει σε ενέργεια το σχέδιο «Βαρβαρόσσα», αποφάσισε να περισώσει τον «συνέταιρό» του και να εκκαθαρίσει προηγουμένως την κατάσταση στα Βαλκάνια.

 

Ήδη η Βουλγαρία, από την 1η Μαρτίου, είχε ταχθεί στο πλευρό τής Γερμανίας. Η Γιουγκοσλαβία, αν και αρχικώς προσχώρησε στον Άξονα, λίγο αργότερα, χάρη στο πραξικόπημα τού στρατηγού Σίμοβιτς (27 Μαρτίου 1941), ακολούθησε αντιναζιστικό προσανατολισμό. Η δε Ελλάδα, επειδή ανέμενε τη γερμανική επίθεση, και ύστερα από συνεννοήσεις με την Αγγλία, είχε ενισχυθεί με 2 μεραρχίες (την 6η Αυστραλιανή και τη 2η Νεοζηλανδική), με 1 τεθωρακισμένη ταξιαρχία και με 150 αεροπλάνα.

 

Στις 6 Απριλίου 1941 (ώρα 5.15΄ π.μ.) ο Γερμανός πρεσβευτής Σίνεμπεργκ επισκέπτεται τον πρωθυπουργό Κορυζή και επιδίδει νέα ρηματική διακοίνωση προς την ελληνική κυβέρνηση: «ο γερμανικός στρατός θα διάβαινε τα βόρεια σύνορα τής Χώρας, διότι υπήρχαν αγγλικά στρατεύματα στην Ελλάδα που έπρεπε να εξουδετερωθούν». Ο Κορυζής αντιτάσσει ένα δεύτερο ΟΧΙ.

 

Επακολουθεί μία νέα αιματηρή εποποιΐα. Ισχυρές γερμανικές δυνάμεις πλήττουν ταυτόχρονα τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Ο γιουγκοσλαβικός στρατός, εντελώς απαράσκευος, διαλύεται μέσα σε τρεις μέρες. Οι Γερμανοί, στις 8 Απριλίου, καταλαμβάνουν το Βελιγράδι.

 

 

Άλλες γερμανικές φάλαγγες προελαύνουν νοτιοδυτικά τής κοιλάδας τού Αξιού και κατευθύνονται στη Δυτική Μακεδονία. Αυτές οι γερμανικές δυνάμεις προωθούνται στα νώτα τών αγγλικών και ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν οχυρωθεί κατά μήκος τού Αλιάκμονα και των βουλγαρικών συνόρων. Φονικές μάχες διεξάγονται στα οχυρά Ρούπελ, Ιστίμπεη και Περιθώρι. Όλες οι γερμανικές επιθέσεις συγκρατούνται. Όμως η υποχώρηση τής γιουγκοσλαβικής αντίστασης είχε ως αποτέλεσμα να εισχωρήσουν οι Γερμανοί στη Νότια Σερβία και να προωθηθούν εν συνεχεία μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Και από τη Θεσσαλονίκη επιτέθηκαν κατά τών απομονωμένων οχυρών, και από το Μοναστήρι κατά ελληνικών μονάδων μαχομένων στην Αλβανία. Τα ελληνικά οχυρά παραδόθηκαν, αφού εξάντλησαν όλα τα πυρομαχικά τους. Στους ηρωικούς πολεμιστές τών οχυρών οι ίδιοι οι Γερμανοί απέδωσαν τιμή, παρουσιάζοντας όπλα!

 

Εν τω μεταξύ το Μέτωπο στην Αλβανία είχε αρχίσει να καταρρέει. Τότε μερικοί στρατηγοί, με επικεφαλής τον Τσολάκογλου, υπέγραψαν ανακωχή με τους Γερμανούς, χωρίς την έγκριση τής κυβερνήσεως και του αρχιστρατήγου Παπάγου. Παρέδιδαν άνευ όρων τον στρατό τής Ηπείρου και Μακεδονίας στους Γερμανούς, ο οποίος θα εκρατείτο σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

 

Κατόπιν οι Γερμανοί καταδίωξαν τους Άγγλους, στην περιοχή τών Θερμοπυλών, που είχαν έλθει προς βοήθεια τών Ελλήνων.

 

Συντετριμμένος από το βάρος τών εξελίξεων ο πρωθυπουργός Κορυζής, δώδεκα μέρες μετά την έναρξη τής γερμανικής εισβολής και ενώ εμαίνοντο οι μάχες, αυτοκτονεί στις 18 Απριλίου. Είναι ο Κορυζής ο μοναδικός Ευρωπαίος πρωθυπουργός που αυτοκτόνησε, άμα τη εισόδω τών κατακτητών στη χώρα του!

 

Μετά το θάνατο τού Κορυζή, ο βασιλιάς Γεώργιος με τη νέα κυβέρνηση τού Εμμανουήλ Τσουδερού μεταφέρουν την έδρα τής κυβερνήσεως στην Κρήτη (23 Απριλίου). Την ίδια μέρα ο Τσολάκογλου υπογράφει με τους Γερμανούς Συνθηκολόγηση λήξεως τών εχθροπραξιών.

 

Η Μάχη τής Κρήτης

 

Ο Χίτλερ ήθελε να καταλάβει την Κρήτη εξαιτίας τής στρατηγικής της θέσεως στην Ανατολική Μεσόγειο. Ήταν η Κρήτη, για τους Γερμανούς, ισχυρό ναυτικό και αεροπορικό στήριγμα, κραταιά ναυτική βάση και άριστο προγεφύρωμα για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους προς τη Μέση Ανατολή.

Την Κρήτη υπεράσπιζαν 31.000 Άγγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί, και 11.500 Έλληνες, υπό την διοίκηση τού Νεοζηλανδού στρατηγού Φράυμπεργκ, και ο γενναίος πληθυσμός της. Τη στρατιωτική επιχείρηση κατά τής Κρήτης ανέλαβε το άνθος τού γερμανικού στρατού (22.750 άνδρες) υπό τη διοίκηση τού πτεράρχου Κουρτ Στούντεντ. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν 1.370 αεροπλάνα υπό τον Βόλφραμ φον Ρίχτχοφεν και 70 πλοία. Προηγήθηκε τής πολεμικής ενεργείας άγριος βομβαρδισμός. Την πρωΐα τής 24ης Μαΐου άρχισε η ρίψη αλεξιπτωτιστών. Σφοδρές μάχες διεξήχθησαν στο αεροδρόμιο τού Μάλεμε  και σε άλλες περιοχές. Η αντιαεροπορική άμυνα τής νήσου ήταν ανεπαρκής και, κάτω από τα εχθρικά βλήματα, οι βολές της γίνονταν αραιότερες. Οι επιτιθέμενοι, παρά τις απώλειές τους σε αλεξιπτωτιστές, πύκνωσαν τις ρίψεις από αέρος, και, εν τέλει, μπόρεσαν να καταλάβουν το αεροδρόμιο, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. Αφού έγιναν κύριοι τού αεροδρομίου, σχημάτισαν προγεφύρωμα και μετέφεραν στην Κρήτη αθρόες ενισχύσεις και εφόδια.

 

Στις μάχες τής Κρήτης, εκτός από τα μάχιμα στρατιωτικά τμήματα, ιδιαίτερη αυταπάρνηση επέδειξαν και οι κάτοικοι τού νησιού, που πολέμησαν τους εισβολείς με πρωτόγονα μέσα.

 

Η Μάχη τής Κρήτης διήρκεσε από τις 20 έως τις 29 Μαΐου. Το αποτέλεσμα ήταν μία πύρρεια νίκη τών Γερμανών, αφού οι νικητές κατέβαλαν τεράστιο τίμημα χάνοντας το εκλεκτότερο τμήμα τού στρατού των.

 

Τα συμμαχικά στρατεύματα εγκαταλείπουν με πλοία το νησί και μετακινούνται προς την Αίγυπτο, όπου ήδη έχει καταφύγει ο βασιλιάς και η ελληνική κυβέρνηση.

 

Η Μάχη τής Κρήτης καθυστέρησε, κατά έναν μήνα (22 Ιουνίου 1941), τη σχεδιαζόμενη από τους Γερμανούς στρατιωτική επιχείρηση κατά τής Ρωσίας. Οπότε, όταν οι Γερμανοί βρέθηκαν, τον Δεκέμβριο τού 1941, 20 χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα, η θερμοκρασία είχε κατέλθει στους 50 βαθμούς υπό το μηδέν. Τους εισβολείς σαφέστατα εξόντωσε τότε η γενναιότητα τής σοβιετικής αντίστασης αλλά και ο «Στρατηγός Χειμών», ο οποίος δυσχέραινε στο έπακρον όλες τις κινήσεις τών Γερμανών. *

 

Ο αγώνας τών Ελλήνων όμως συνεχίσθηκε και εκτός Ελλάδος: μία ελληνική ταξιαρχία πολέμησε στο Ελ Αλαμέιν. Λίγο αργότερα ο «Ιερός Λόχος» υπό τον Χριστόδουλο Τσιγάντε διακρίθηκε στην Τυνησία. Και η 3η Ελληνική Ταξιαρχία πολέμησε στο Ρίμινι τής Ιταλίας κατά Γερμανών αλεξιπτωτιστών.

 

Αποτίμηση τής ελληνικής αντίστασης

 

Η συμβολή τής Ελλάδος στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτιμάται, σε αριθμούς, ως εξής:

 

Α) Ανθρώπινες απώλειες:

 

• 150.000 νεκροί και τραυματίες στον χώρο τών Ενόπλων Δυνάμεων.

• 52.000 εκτελεσθέντες.

• 300.000 νεκροί λόγω πείνας και κακουχιών.

• 60.000 όμηροι κυρίως Εβραίοι τής Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων (πέθαναν οι 30.000).

• 2.350 νεκροί τού εμπορικού ναυτικού.

 

Β) Ναυτικές απώλειες:

- Βύθιση 1 καταδρομικού σκάφους, 6 αντιτορπιλλικών, 4 υποβρυχίων και των ¾ τού εμπορικού στόλου (βυθίστηκαν 434 εμπορικά πλοία και περί τα 500 μικρά πετρελαιοκίνητα).*

 

Η Αγγλία μαζί με όλες τις αποικίες της (1.200.000.000 πληθυσμός) είχε 420.000 απώλειες πληθυσμού ενώ η μικρή Ελλάδα ξεπέρασε τους 500.000 νεκρούς. Η Σοβιετική Ένωση απώλεσε το 2,5% τού πληθυσμού της, η Ολλανδία το 2,2%, η Γαλλία το 2%, η Πολωνία το 1,8%, η Γιουγκοσλαβία το 1,7% και το Βέλγιο το 1,5%. Ενώ η Ελλάδα έχασε το 7,5% τού πληθυσμού της.

 

Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα που αντιμετώπισε ταυτόχρονα τούς στρατούς τεσσάρων χωρών (Ιταλίας/Αλβανίας, Γερμανίας/Βουλγαρίας). Αντιστάθηκε η Χώρα μας 219 ημέρες, όταν η Γαλλία αντιστάθηκε 43 ημέρες, η Νορβηγία 61, η Πολωνία 30, το Βέλγιο 18, η Ολλανδία 4, η Γιουγκοσλαβία 3, η Τσεχοσλοβακία 0, η Δανία 0, το Λουξεμβούργο 0.*

 

Η ελληνική νίκη στα βουνά τής Ηπείρου συνετέλεσε στην κατάρρευση τής Ιταλίας. Ύστερα από την ήττα της στα ηπειρωτικά βουνά και την απώλεια τού γοήτρου της, έπαψε η Ιταλία να είναι αποφασιστικός παράγοντας για την εξέλιξη τού πολέμου και κατήντησε βάρος για τη Γερμανία.

 

Η Γερμανία, λόγω τής ήττας τών Ιταλών, αναγκάστηκε να αναλάβει ανεπιθύμητη δράση στα Βαλκάνια. Η δράση τής Γερμανίας στην Ελλάδα υποχρέωσε αυτή τη χώρα να αναβάλει για περισσότερο από έναν μήνα την εφαρμογή τών επιθετικών σχεδίων της στο Ανατολικό Μέτωπο κατά τής Σοβιετικής Ενώσεως. Και η συγκεκριμένη καθυστέρηση υπήρξε μία από τις αιτίες τής ήττας της επί ρωσικού εδάφους.

 

Το γεγονός ότι οι πολεμικές επιχειρήσεις τών Ιταλών και Γερμανών στην Ελλάδα διήρκεσαν μέχρι και τα τέλη Μαΐου 1941 είχε ως αποτέλεσμα τη δέσμευση ισχυρότατων ιταλικών και γερμανικών δυνάμεων στον ελληνικό χώρο, οι οποίες, σε αντίθετη περίπτωση, θα είχαν διατεθεί σε άλλα μέτωπα. Τούτη η συγκυρία παρέσχε τη δυνατότητα στους Άγγλους να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στην Αφρική και στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, με συνέπειες σπουδαιότατες για την εξέλιξη τού όλου πολέμου.

 

Σύμμαχοι και εχθροί τών Ελλήνων αναγνώρισαν τότε τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση τού ελληνικού στρατού και τη συμβολή του στη νίκη.

 

Η στάση τής Ελλάδος και οι επιτυχίες της είχαν τεράστια επίδραση στο ηθικό τών λαών.

 

Από την ελληνική αντίσταση απομυθοποιήθηκε το αήττητο τού Άξονα και υπήρξαν σοβαρές συνέπειες επί του διπλωματικού πεδίου: κράτη, που ήταν βέβαιο ότι θα μετείχαν στον πόλεμο υπέρ τού Άξονα, εμφάνισαν διστακτικότητα ή και αρνήθηκαν. Έτσι στη Γιουγκοσλαβία σημειώθηκε εθνική επανάσταση (27 Μαρτίου 1941) εναντίον τού Άξονα, και η Ισπανία αρνήθηκε τη σύμπραξη με τον Χίτλερ.*

 

Ο αγώνας τών Ελλήνων εναντίον τού Άξονα, από 28 Οκτωβρίου 1940 έως 31 Μαΐου 1941, υπήρξε ιστορικό γεγονός μεγάλης σημασίας, και επέδρασε πολλαπλώς και καθοριστικώς στην έκβαση τού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

 

Βολισσός Χίου: 10 Οκτωβρίου 2023

   

 

poreia_pros_to_metopo_axion_esti_-_odysseas_elytis

Σχετικά Άρθρα