47. Η Εμινέ

   [Από το βιβλίο: Λεωνίδα Ό. Πυργάρη, ΧΙΑΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ (Κείμενα τοπικής λαογραφίας και πατριδογνωσίας), Εκδόσεις «Ηδυέπεια», Αθήνα 2020]
Παρ, 25/03/2022 - 18:53

(Ευριπίδη Γ. Μπιλιράκη)[1]

Μετά την αποτυχίαν τής επαναστάσεως τού 1822 ορδαί Τούρκων εξ Ανατολής εξεχύθησαν εις την Χίον, την πόλιν και τα χωριά και επεδόθησαν εις σφαγάς, λεηλασίας, ατιμώσεις, αιχμαλωσίας. Πολλά εγράφησαν εν λεπτομερεία περί τής θηριωδίας τών αιμοβόρων τεράτων. Ο Άγιος Μηνάς με τα ιερά οστά τών σφαγιασθέντων και τα ίχνη τών λύθρων[2] τών ολοκαυτωμάτων μαρτυρεί περί τούτων. Ημείς θα ασχοληθώμεν με ένα μεμονωμένον επεισόδιον. Θα πούμε για την όμορφη Αγγελικούλα την Κοινούσαινα, την κόρη τής Λεμονιάς τού Ψυχούλη, που την πήραν οι Τούρκοι στην αιχμαλωσία.

Όπως όλα τα χωριά έτσι κατέλαβον και την Κοινήν και έστησαν το στρατηγείον των μέσα στο Λειβάδι. Εκεί άναφταν δαδιά[3] τη νύκτα για να φωτίζεται το μέρος, έσφαζαν κότες, πρόβατα, που εύρισκαν αδέσποτα, εκουβαλούσαν ψωμιά και κρασιά από τα σπήτια τών χωρικών που είχαν φύγει και έστηναν χορό. Ετοποθέτουν φύλακες πέριξ, διότι εφοβούντο καμμίαν επίθεσιν, αν και οι δυστυχισμένοι οι χωρικοί ήσαν τελείως άοπλοι, δεν είχαν ούτε κλαδευτήρι. Εις τα χωριά υπήρχαν κρουφτές[4], δηλ. μέσα στους τοίχους, που είχαν πάχος ένα μέτρο περίπου, υπήρχε κενόν ύψους 80 πόντων και βάθους 6 έως 8 μέτρων. Αυτές αι κρουφτές είχαν κτισθή φαίνεται προβλεπτικώς. Εγώ εγνώρισα μια κρουφτή στο Βουνό στο σπήτι τού Κωσταντή τού Μυλωνά[5], πίσω στην εκκλησιά την Καινούργια. Τέτοιες υπήρχαν πολλές. Εκεί μέσα μπορούσαν να κρυφτούν 15 έως 20 άτομα. Εκρύπτοντο λοιπόν μόνον γυναίκες και παιδιά κάτω τών 15 ετών, διότι οι άρρενες οι έχοντες μεγαλειτέραν ηλικίαν εφονεύοντο, αν ανεκαλύπτετο η κρουφτή. Δια τούτο όλοι οι άνδρες ετράβηξαν στα υψώματα και παρηκολούθουν τους Τούρκους μακρόθεν που κατά ομάδας περιήρχοντο τα πέριξ προς ανακάλυψιν θυμάτων.

Την νύκτα οι γυναίκες έβγαιναν να ετοιμάσουν κανένα ψωμί ή τίποτε φαγητό που ήρχοντο οι άντρες και τα έπαιρναν. Την ημέραν έμπαιναν οι Τούρκοι μέσα εις τα σπήτια και τα ελεηλατούσαν. Πολλές φορές ανεκαλύφθησαν κρουφτές. Τότε μάζευαν τις γυναίκες και τα παιδιά και τα έστελναν στη Χώρα και από κει στην Ανατολή για σκλαβιά. Τις γρηές δεν τις έπαιρναν. Τι να τις κάμουν; Τη νύκτα όμως τις επήγαιναν στο Λειβάδι, τις εγύμνωναν και τις υπεχρέωναν να χορεύουν. Προς Ανατολάς τής Κοινής επί τινος λόφου υπήρχε μια εκκλησούλα τιμωμένη επ’ ονόματι τών αγίων Βικτώρων. Αυτή εχάλασε τω 1881. Ενθυμούμαι μάλιστα ότι προ 65 ετών περίπου έγινεν αρτοκλασία και εψάλη ο εσπερινός έξω τού ερειπίου και κάτω από μια τσικουδιά. Εις την εκκλησούλα αυτήν έσπευσαν να κρυφθούν πολλά γυναικόπαιδα, αλλά μαζή μ’ αυτά είχαν την ανοησίαν να κλεισθούν και 4 άνδρες, εκ των οποίων ένας ήταν ο Παπά-Δημήτρης.

Δύο γυναίκες ηλικιωμένες βγήκαν την άλλη μέρα να μαζέψουν μερικά ξύλα, για να μαγειρέψουν μέσα στην εκκλησούλα φασολάκια, που είχαν την πρόνοιαν να πάρουν μαζή τους. Μα δεν είχαν απομακρυνθή περισσότερον από 100 μέτρα και ακούνε μια φωνάρα «Ντουρ» (Στάσου). Ήταν δύο Τούρκοι ωπλισμένοι σαν αστακοί με δυό κουμπούρες[6] και μπαρουτόβολα[7] και δυό μεγάλα μαχαίρια καθένας. Οι γυναίκες πάγωσαν απ’ το φόβο τους. Οι Τούρκοι ήρχισαν να τις ερωτούν πού είναι ο κρυψώνας. Τα λέγανε Τούρκικα μα εκείνες από τις χειρονομίες κατάλαβαν τι ζητούσαν. Αυτές ήτανε η Δεσποινού τού Κανούρη και η Μαρίγια τού Πανά, πολύ έξυπνες και οι δύο.

Εσκέφθησαν ότι δεν ήταν δυνατόν να γίνη με άλλον τρόπον, αλλά και έκαμαν το σχέδιό των. Άρπαξαν λοιπόν τους Τούρκους αφ’ τα χέρια τους, έκαναν πως τους χάδευαν και τους ωδηγούσαν προς την εκκλησούλα τραγουδώντας. – «Δύο είναι μοναχά, άκουσε καλά, παπά, θα τους κάμωμε καλά». Έφθασαν στην πόρτα. «Άνοιξε, καλέ παπά, δύο είναι μοναχά». Από μέσα είχαν βγάλει το περάντι[8] και, μόλις οι Τούρκοι ακούμπησαν στην πόρτα, τους έσπρωξαν απ’ έξω οι δυό αντρογυναίκες και βρεθήκανε σφιχταγκαλιασμένοι μέσα στα στιβαρά χέρια τού Παπά και των τριών άλλων ανδρών. Αμέσως τους αφώπλισαν. Ο ένας Τούρκος έτρεμεν από τον φόβον του. «Κόρκμα» (μη φοβάσαι), του λέγει ο παπάς που ήξερε Τούρκικα, γιατί είχε κάμη[9] στην Πόλι, πριν ιερωθή.

Όταν ενύκτωσε τούς εφίμωσαν[10] και τους μετέφεραν σε ένα χωράφι με πολλούς σχίνους. Εκεί έσκαψαν με τα μαχαίρια δυό λάκκους, τους έσφιξαν με τα ζωνάρια τους το λαιμό και τους έθαψαν. Έπειτα με φύλλα σχίνων ξηρά εσκέπασαν το μέρος εκείνο δια να μη φαίνεται το νωπό χώμα. Τώρα όμως ήτο καιρός να μεταφέρουν τα γυναικόπαιδα σε μια κρουφτή. Ήτο εύκολον, διότι οι Τούρκοι τη νύκτα δεν απεμακρύνοντο από το λειβάδι τού χωριού εκ φόβου. Εγύρισαν λοιπόν, επήραν τα γυναικόπαιδα και εβάδισαν προς το Νότιον μέρος τού χωριού. Άκουαν τους Τούρκους να φωνάζουν: - «Χαλήλ-Ομέρ». Ήσαν φαίνεται τα ονόματα τών δύο εκτελεσθέντων. Αφού ετοποθέτησαν τα γυναικόπαιδα σε μια κρουφτή, οι τέσσαρες άνδρες επήραν λίγα τρόφιμα και τράβηξαν για τα υψώματα. Τώρα ήσαν ωπλισμένοι και οι τέσσαρες, οι δύο με μαχαίρι και οι δύο με κουμπούρες.

Οι Τούρκοι αφού έσφαξαν, ελεηλάτησαν, επυρπόλησαν, ερήμωσαν και ηχμαλώτισαν, ετράβηξαν για την Ανατολήν, σύροντες μαζή των και τα τελευταία λάφυρα και τα ανδράποδα[11]. Και αυτήν την φοράν συνεκεντρώθησαν, ως συνήθως, εις τα Νένητα. Μαζή με τα αιχμάλωτα παιδιά ήτο και η κόρη τής Λεμονιάς τού Ψυχούλη, η Αγγελικούλα, δωδεκαετής ξανθούλα με γαλανά μάτια, σωστός άγγελος. Έτρεχαν οι μητέρες τών παιδιών, έτρεχε και η μητέρα τής Αγγελικούλας. Εφώναζαν, παρακαλούσαν, σχίζαν τα ρούχα τους. Καμμιά συγκίνησις. Καμμιά ελπίδα. Όταν έφθαναν έξω από τα Νένητα, εκεί που ήταν η κλαμένη εληά, άρχιζεν ο βούρδουλας[12]. Κανείς δεν επετρέπετο να προχωρήση. Η κλαμένη εληά (ίσως να υπάρχη και σήμερα) ελέγετο έτσι δια την ανωτέρω αιτίαν. Άλλοι πάλιν λέγουν ότι το όνομα το επήρε διότι έως εκεί συνώδευαν και προέπεμπαν οι Νενητούσοι τούς αναχωρούντας εις την Ρωσίαν και την Κωνσταντινούπολιν οικείους των. Η Αμερική την εποχή εκείνην δεν ήτο ακόμη γνωστή δια τους μετανάστας Χιώτες.

Επέρασαν κάμποσα χρόνια. Κάποιος Σουλτάνος έδωσε διαταγή να αφίνουν τούς αιχμαλώτους να επιστρέφουν εις την πατρίδα των, αρκεί να έχουν αποδεικτικά οι γονείς των, να αποζημιώνουν τούς Τούρκους που τους είχαν κοντά τους και να ζητείται η συγκατάθεσίς των, εφόσον ήσαν ενήλικες. Έτρεξαν όλες οι μανάδες. Επήραν φλουριά και τράβηξαν για την Ανατολή. Αμέσως άρχισαν οι έρευνες. Οι δεσποτάδες, οι παπάδες επρωτοστάτησαν. Πληροφορίες συγκεντρώνοντο από παντού και επιτροπαί ανελάμβανον την ανεύρεσιν και παράδοσιν τών αιχμαλώτων. Όταν ο αιχμάλωτος είχεν εξισλαμισθή και ήτο ενήλικος πλέον, έπρεπε να δηλώση την συγκατάθεσιν επιστροφής του ενώπιον τού Χότζα.

Η Λεμονιά τού Ψυχούλη επληροφορήθη ότι η Αγγελικούλα ευρίσκεται στην Πέργαμο. Ήταν τώρα είκοσι χρονών. Στου πρώτου πασά το σπίτι την εκάλεσαν για να βεβαιώση αν θα τη γνωρίση και να φέρη και τα πιστοποιητικά της. Η Αγγελικούλα συνωδεύετο και από ένα Χότζα γιατί είχε τουρκέψει. Η Λεμονιά ανεγνώρισε την κόρη της και από όλα τα χαρακτηριστικά και από μια εληά που είχε στο δεξί της μάγουλο. Επίσης εθυμότανε πως είχε μπολιαστή και από τα δυό χέρια και είδε και αυτά τα σημάδια. Αφού την ανεγνώρισε και είχε και τα σχετικά πιστοποιητικά, είχε και τα φλουριά (λύτρα), δεν χρειαζότανε παρά η συγκατάθεσις τής Αγγελικούλας. Άρχισε λοιπόν η μάννα να λέγη:

«Έλα, Αγγελικούλα μου, έλα χρυσό μου να πάμε στο χωριό. Όλα τα παλληκάρια και τα κορίτσια έχουνε κάθε μέρα χορό μέσα στο λειβάδι. Βιολιά, λαγούτα, σαντούρια, τραγούδια, κρασιά, φαγιά, γλυκίσματα. Έλα, παιδί μου, να σε παντρέψωμε με το πειό όμορφο παλληκάρι. Έλα, Αγγελικούλα μου γλυκειά».

«Μπεν Αγγελικούλα ντεϊλίμ» (εγώ δεν είμαι Αγγελικούλα), φωνάζει η εξωμότις[13]. Αμέσως πήρε θάρρος ο Χότζας.

«Νε σιν, νε σιν Κιζίμ;» (τι είσαι, τι είσαι κόρη μου;). – «Μπεν Εμινέ ιμ» εγώ είμαι Εμινέ). Ο Χότζας εφούντωσε αφ’ τη χαρά του.

«Ιςς μπιτί» (η δουλειά τελείωσε) εξεφώνησε.

«Γκίτινιζ» (φύγετε). Με μια χειρονομία που έκαμεν ο Χότζας και με την εν γένει στάσιν του αντελήφθη η δυστυχισμένη μητέρα ότι έχασε την υπόθεσιν. Τα μάτια της εθόλωσαν και εξαπλώθηκε σαν πεθαμένη. Όταν ύστερα από κάμποση ώρα άνοιξε τα μάτια της, ούτε Αγγελικούλα ούτε Χότζας. Όλες οι μανάδες εγύρισαν στη Χίο με τα παιδιά τους και μόνον η δυστυχισμένη η Ψυχούλαινα έφερεν ένα πιστοποιητικόν από το Μουφτή[14] και το κατέθεσε στη Μητρόπολι που έλεγε πως δεν ευρέθηκε η Αγγελικούλα της. Σε τρεις μήνες πέθανε η κακομοίρα από μαρασμόν.

Επέρασαν είκοσι χρόνια από τότε. Μια Κυριακή μεσημέρι παρουσιάστηκε στην Κοινή ένας Τουρκαλάς Τσαούσης με μίαν άγνωστη γυναίκα σαραντάρα πάνω κάτω, που εις το πρόσωπόν της διεκρίνοντο ίχνη νεανικής καλλονής. Εζήτησαν τον Μουχτάρη[15] τού χωριού. Μουχτάρης ήταν ο Σούτης[16], ο πατέρας τού Σιδερή τού Κορδή που λέγανε, αρκετά έξυπνος άνθρωπος. – «Είναι η Αγγελικούλα, η κόρη τής Λεμονιάς τού Ψυχούλη, ήρχισε να λέγη ο τσαούσης[17], και ήρθε να πάρη την περιουσία τής μάνας της που είναι η μόνη κληρονόμος. Έχει εξισλαμισθή και τη λένε Εμινέ». – «Η Αγγελικούλα δεν ζη» απήντησεν ο Μουχτάρης. «Έτσι λένε τα χαρτιά τού Μουφτή που έχει ο Δεσπότης».

Ο Τσαούσης με την εξομώτριαν έφυγαν και διεβίβασαν τα γεγονότα στον Καδή τής Χώρας. Την άλλην ημέρα διετάχθη η σύλληψις τού Μουχτάρη αλλ’ αυτός είχε την πρόνοιαν να καταφύγη στη Μητρόπολι. Ο Δεσπότης ήλθε εις συνεννόησιν με τον Καδή[18], ο οποίος διεπίστωσεν ότι η Εμινέ δεν είχε δικαιώματα επί της περιουσίας τής Λεμονιάς τής Ψυχούλαινας. Λέγουν ότι η εξομώτις έσκασε αφ’ το κακό της. Η καλλονή εκείνη που την είχε διαλέξη για το χαρέμι ένας πλούσιος αγάς, χάριν τού οποίου ηρνήθη και θρησκείαν και Πατρίδα και μητέρα, περιέπεσεν εις την δυσμένειαν τού Τούρκου, εδιώχθη κακήν κακώς, όταν πλέον δεν ικανοποιούσε τας βδελυράς[19] του ορέξεις μετά εικοσαετίαν, και αντικατεστάθη δια νεωτέρας διαδόχου. Μη έχουσα άλλο καταφύγιον έσπευσε να εξασφαλίση το γήρας της με την περιουσίαν τής μητέρας της. Ο Σιδερής ο Κορδής με διεβεβαίωσεν ότι την έθαψαν οι Τούρκοι έξω από τα Μεζάρια[20] που ήταν μέσα στο Κάστρο, όπως είχεν ακούσει από τον πατέρα του.

Χιακή Εστία 30 (18-10-1953) 

[Ηθογραφήματα-Ευθυμογραφήματα, Ευριπίδη Γ. Μπιλιράκη, Εισαγωγή-επιμέλεια: Γρηγόρης Δ. Σπανός, Χίος, Άλφα πι, 2011, σελ. 123-128]


[1] Ο Ευριπίδης Γ. Μπιλιράκης (1879/1881-1954) γεννήθηκε στο χωριό Βουνός τής ΝΑ Χίου. Φοίτησε στο Γυμνάσιο Χίου επί γυμνασιαρχίας Γεωργίου Ζολώτα και στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης. Υπηρέτησε ως δάσκαλος στον Βουνό και παράλληλα ως μνήμων-νοτάρος-συμβολαιογράφος στο ίδιο χωριό, διαδεχόμενος στο επάγγελμα τού νοτάρου-συμβολαιογράφου τον θετό του πατέρα και θείο του Γεώργιο Μπιλιράκη. Γνώριζε απταίστως τη γαλλική γλώσσα και παρέδιδε μαθήματα Γαλλικών και Λογιστικής. Το 1911 εκδίδει τη σατιρική εφημερίδα «Κουκουβάγια» που κυκλοφορεί κατά τα έτη 1911-12. Αρχισυντάκτης και εκδότης τής εν λόγω εφημερίδας ήταν ο ίδιος.

Κατά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις απελευθέρωσης τής Χίου τού 1912, συμμετέχει ως εθελοντής στο λόχο τού αρχιμανδρίτη Νεόφυτου Παπαναστασίου μαζί με τους συναδέλφους του δασκάλους Γ. Βενιάδη, Χρυσ. Γανιάρη, Ιω. Γκιάλα, Ν. Σώτροπα και Ιω. Τσιμπή.

Το 1918 εκδίδει τη σατιρική εφημερίδα «Κουδούνι», την οποία διευθύνει μέχρι και το φύλλο 16 (14-6-1920). Τη διεύθυνση τής εφημερίδας συνέχισε ο Δ. Χαρακιάδης έως και το 1924.

Επίσης το 1920 εκδίδει το σατιρικό φύλλο «Αητός» και την εφημερίδα «Ο Χωρικός», έντυπα τα οποία δεν είχαν καλή τύχη.

Από το 1921 ο Ε. Μπιλιράκης εγκαθίσταται στην Αθήνα όπου και υπηρέτησε ως Διευθυντής στο Ταμείο Πληρωμών τού Υπουργείου Οικονομικών. Από την Αθήνα πλέον όπου διέμενε, συνεργαζόταν με την εφημερίδα «Χιακή Εστία» τών αποδήμων Χίων τής Αττικοβοιωτίας, στην οποία απέστελλε πολλά κείμενά του ηθογραφικά και ευθυμογραφικά.

Ο Ε. Μπιλιράκης από τον πρώτο του γάμο με την Καλλιόπη Πατρώνα είχε τα εξής τέκνα: Μαριάνθη, Μελανθώ, Λεμονιά/Λεμόνη και Βίκτωρα. Ενώ από το δεύτερο γάμο του με γυναίκα σμυρναϊκής καταγωγής απέκτησε άλλα δυό παιδιά, τον Κων/νο και τον Γεώργιο.

Σημειωτέον ότι ο Βίκτωρ Ε. Μπιλιράκης είχε σπουδάσει νομικά, υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στον πόλεμο 1940-41 καθώς και στην Αντίσταση ως συνταγματάρχης τού ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Κατόπιν προδοσίας συνελήφθη από τους Γερμανούς, βασανίστηκε και εκτελέστηκε το 1944. Χάλκινη προτομή τού Βίκτωρα Ε. Μπιλιράκη – έργο τού Χιώτη γλύπτη Γιάννη Κουτσουράδη – υπάρχει από το 1989 στην πλατεία τού χωριού του, στον Βουνό.       

[2] αρχ. λύθρον το/λύθρος ο: α. πηκτό και ακάθαρτο αίμα, β. μολυσμός, ρύπος, κηλίδωση.

   Παράγωγο: λυθριάζω (Χίος): <λύθρος/λύθρ(ον) [=πηκτό και ακάθαρτο  αίμα: μείγμα αίματος, πύου, σκόνης και ιδρώτα]-ιάζω. Μουχλιάζω, λειώνω, διαλύομαι. Αρχ. λυθρῶ, όω: κηλιδώνω με αίμα, με λύθρο. ‘Απέ την υγρασία ελυθριάσαν οι πέτρες’.

[3] δαδί το: <δαδίον<αρχ. δαΐς-ΐδος. Ρητινώδες μικρό ξύλο πεύκου.

[4] κρουφτές: κρύπτες. [κρουφτή η: <κρυφτή<κρύφτη<αρχ. κρύπτη (=κρυψώνας,  μέρος κεκαλυμμένο, θόλος, καμάρα)<επίθ. κρυπτός<αρχ. κρύπτω].

[5] Η συγκεκριμένη οικία διασώζεται ακέραιη σήμερα στον Βουνό και ανήκει στην Άννα Σεττάκη-Ζερβούδη, ανηψιά τής Πολυτίμης Κωστάκη και εγγονή τού Κωσταντή Κωστάκη-Μυλωνά (το επώνυμο κανονικά Κωστάκης, το Μυλωνάς λόγω επαγγελματικής ιδιότητας: ιδιοκτήτης μύλων).

[6] κουμπούρα η: <τουρκ. kubur (=κουμπούρα, κουμπούρι, αγωγός αποχέτευσης)-α. Αλβ. kobure. Κατά Φ. Κουκουλέ: κουμπούρα<κουμπούρι (=θήκη πιστολιού σε κουμπωτό περιστήθιο).  α) πιστόλι, όπλο. β) μεταφ.: άνθρωπος αμόρφωτος, αδιάβαστος μαθητής.

[7] μπαρουτόβολα τα: πυρομαχικά. [μπαρουτόβολα: <μπαρούτι+βόλια τα] μπαρούτι το: <τουρκ. barut-ι<αρχ. πυρῖτις λίθος (=τσακμακόπετρα) βόλι το: <μεσν. βόλιον<αρχ. βόλος<βάλλω. Βλήμα πιστολιού ή τουφεκιού.

[8] περάντης ο/περάντι το: <περάτης<περώ. Ο περαστός σύρτης δια του οποίου ασφαλίζεται η πόρτα.

[9] είχε κάμη: διέμενε, κατοικούσε.

[10] φιμώνω: <αρχ. φιμῶ<φιμός (=χαλινάρι).

[11] δούλους, σκλάβους.

[12] βούρδουλας ο: το μαστίγιο. Μεσν. βούρδουλας. Αρχ. βουδόρος [<βοῦς+δέρω. Ραβδί με το οποίο χτυπούν το βόδι]>βούρδορος>βούρδολος>βούρδουλας (Ανδριώτης).

[13] εξωμότις-ιδος η: <αρχ. εξ-όμνυμαι (=αρνούμαι ενόρκως κάτι). Η απαρνηθείσα την εθνική της ταυτότητα, η αρνησίθρησκος.  

[14] μουφτής ο: <τουρκ. müfti, müftü (=μουφτής, νομοδιδάσκαλος)-ς. Μουσουλμάνος θεολόγος που εκδίδει επίσημες γνωμοδοτήσεις.

[15] μουχτάρης ο: <τουρκ. muhtar (=κοινοτάρχης, μουχτάρης)+-ης. Κοινοτάρχης, προεστός επί Τουρκοκρατίας.

[16] σ(ι)ούτος-α-ο (Γιάννενα): <ιταλ. asciutto (=στεγνός, ξερός)-ς<λατ. siccus-a-um (=ξηρός, αυχμηρός, αύος, στεγνός). Και βλαχ. sut, αλβ. shyt, σλαβ. šutu. Το ζώο (αίγα, προβατίνα, τράγος) που δεν έχει κέρατα. Ηπειρωτική παροιμία: «η σιούτα γίδα βάνει κέρατα τ` αφεντικού τ(η)ς» [=αυτός που προσποιείται τον ταπεινό και τον καλό μπορεί να εξαπατήσει πιο εύκολα τους άλλους]. «Ήξερα ποιο πρόβατο λέγεται λάγιο, ποιο μπέλο, ποιο κάλεσιο, ποιο κότσινο, ποιο μπάλιο, και ποιο γίδι λέγεται νιάγκρο, ποιο φλώρο, ποιο κανούτο, ποιο μπούτσικο, ποιο μπάρτζο, ποιο καπνόμπαρτζο, ποιο μετσένιο, ποιο γκάλμπινο, ποιο λιάρο, ποιο μπάλιο, ποιο σιούτο, ποιο σκουλαρικάτο, ποιο γκιόσο και τα λοιπά» (Διηγήματα τής στάνης, Χρήστου Χρηστοβασίλη). Επώνυμα Σούτος και Σούτης στα Νένητα και στην Κοινή τής Χίου αντιστοίχως.

[17] τσαούσης ο: <τουρκ. çavus+-ης (=ο λοχίας στον οθωμανικό στρατό). Και θηλ. τσαούσα (=η δυναμική και επίμονη γυναίκα). Πεισματάρης, απαιτητικός, δυναμικός. Επώνυμο στη Χίο Τσούσης.

[18] καδής ο (Χίος): <τουρκ. kadi (=ιεροδίκης)-ς. O δικαστής.

[19] σιχαμερές. [βδελυρός-ά-όν (=ο προκαλών βδελυγμία, ο σιχαμερός)<αρχ. βδελύσσω (=προκαλώ δυσωδία και αποστροφή)<αρχ. βδόλος ο (=δυσοσμία)<αρχ. βδέω (=πέρδομαι, «κλάνω», βρομώ). Και βδέσμα το (=πορδή, φύσα)].

[20] Μεζάρια τα: <τουρκ. mezar (=τάφος). Το τουρκικό νεκροταφείο. 

Σχετικά Άρθρα