H άλωση της Κωνσταντινούπολης 1453

Του Λεωνίδα Πυργάρη (Φιλολόγου)
Τετ, 15/05/2024 - 18:46

 

«Η πόλις ήτον το σπαθί,/ η πόλις το κοντάρι,

η πόλις ήτον το κλειδί/ τής Ρωμανίας όλης.

Κ’ εκλείδωνε κ’ εσφάλιζεν/ όλην την Ρωμανίαν

κι’ όλον το Αρχιπέλαγος/ εσφικτοκλείδωνέν το»

 

                                                                                                                                       Εμμανουήλ Γεωργιλάς   

 

Ιωάννης Η΄ (1425-1448)

 

   Το 1451, ο Μουράτ πέθανε και τον διαδέχθηκε ο γιος του Μωάμεθ Β, ενώ τον Μανουήλ Β΄ είχε διαδεχθεί ο Ιωάννης Η΄.

   Οι Τούρκοι ολοένα και περισσότερο περιέσφιγγαν την πρωτεύουσα. Προς αντιμετώπιση τού κινδύνου ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ στράφηκε[1] προς τη Δύση. Ο Ιωάννης, με τον Πατριάρχη Ιωσήφ, τον επίσκοπο Νικαίας Βησσαρίωνα (νεοπλατωνικό φιλόσοφο), τον επίσης φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα, τον επίσκοπο Εφέσου Μάρκο Ευγενικό, τον Γεώργιο Σχολάριο και πολλούς άλλους λαϊκούς και κληρικούς, μετέβη στην Ιταλία. Το 1438 αποβιβάσθηκαν στη Φερράρα, και το 1439 έγινε η Σύνοδος τής Φλωρεντίας. Τότε αποφασίσθηκε η Ένωση τών δύο Εκκλησιών. Η ελληνική αντιπροσωπεία αναγνώρισε τα πρωτεία τού Πάπα παρά την αντίδραση τού Μάρκου Ευγενικού, ο οποίος δεν υπέγραψε την Ένωση τών Εκκλησιών.

   Η Σύνοδος τής Φλωρεντίας δεν έφερε αποτέλεσμα. Αντίθετα διαίρεσε τούς Έλληνες σε ενωτικούς και ανθενωτικούς, επιφέροντας μεγάλη σύγχυση στα ελληνικά πράγματα. Ο υπέρμαχος τής Ένωσης, ο Βησσαρίων, παρέμεινε στην Ιταλία, ασπάσθηκε το καθολικό δόγμα και αναρριχήθηκε έως το αξίωμα τού καρδιναλίου.

   Ο Γεώργιος Γεμιστός, αφού είχε υπηρετήσει τις πλατωνικές σπουδές στην Ευρώπη, επέστρεψε στην Κων/πολη.

 

Κωνσταντίνος ΙΑ΄ (1449-1453)

 

   Μετά τον θάνατο τού Ιωάννη Η΄ στον θρόνο ανήλθε ο αδελφός του Κων/νος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (1449).

   Ο Κων/νος, ικανός και γενναίος στρατηγός, δεσπότης μέχρι τότε τού Μυστρά, επέπρωτο να είναι ο τελευταίος τών Ελλήνων αυτοκρατόρων και ο έσχατος υπέρμαχος τού Βυζαντινού Ελληνισμού. Είναι ο ήρωας και μάρτυρας βασιλεύς, ο «μαρμαρωμένος βασιλιάς», πηγή αστείρευτη για την παραγματοποίηση τής Μεγάλης Ιδέας!

   Ο Κων/νος γνώριζε την τραγική κατάσταση τού καταρρέοντος βυζαντινού κράτους, και άρχισε αμέσως τις προσπάθειες ώστε να ενισχύσει την άμυνα τού κράτους. Αφού επισκεύασε τα τείχη, απευθύνθηκε προς τη Δύση[2], απ’ όπου προσείλκυσε λίγους εθελοντές.

   Εν τω μεταξύ, το έτος 1451, ο γιος τού Μουράτ Β΄, ο Μωάμεθ Β΄, ανέρχεται στον θρόνο, ύστερα από το θάνατο τού Μουράτ, σε ηλικία 21 ετών.

   Ο Μωάμεθ, φύση προικισμένη[3] με ξεχωριστές στρατιωτικές και διοικητικές αρετές, στο έπακρον φιλόδοξος αλλά και μέτοχος παιδείας, έθεσε ως κύριο στόχο τής ζωής του την κατάληψη τής Βασιλεύουσας. Συχνά επανελάμβανε καθ’ εαυτόν: «Ο μεγαλύτερος στρατηγός θα είναι εκείνος που θα κατακτήσει την Κων/πολη!».

   Πολλοί βυζαντινοί, διαισθανόμενοι την επερχομένη συμφορά και την ταχεία πτώση τής Κων/πόλεως, κατέφευγαν στη Δύση. Κάποιοι θεωρούσαν την καταστροφή θεϊκή τιμωρία λόγω τής ασέβειας που επεδείκνυαν οι πλούσιοι, οι οποίοι απέκρυπταν τον πλούτο τους και ταυτόχρονα ανέχονταν να πωλούνται τα ιερά σκεύη τών εκκλησιών χάριν τών αμυντικών αναγκών.

   Ο Μωάμεθ αρχικώς τήρησε φιλική στάση έναντι τού Βυζαντίου, αλλά αργότερα εκδήλωσε τις αληθινές προθέσεις του: επί της ευρωπαϊκής ακτής τού Βοσπόρου, κατασκεύασε το ισχυρό φρούριο Ρούμελη Χισάρ[4], αποκόπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την Κων/πολη απ’ τον Εύξεινο Πόντο.

   Εκτός τούτου οι δυνάμεις τών Τούρκων ενισχύθηκαν και από εθελοντές Σλάβους και Ούγγρους, ενώ ο Ούγγρος μηχανικός Ουρβανός[5] κατασκεύασε στην Αδριανούπολη, χάριν τού Μωάμεθ, μέγα τηλεβόλο[6].

   Εκ παραλλήλου, ο Μωάμεθ απέστειλε στην Πελοπόννησο τον Τουραχάν για να παρεμποδίσει τους δεσπότες Δημήτριο και Θωμά, ώστε οι τελευταίοι να μη μπορέσουν να αποστείλουν βοήθεια στον αδελφό τους Κων/νο στην Πόλη.

   Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση ο Κων/νος, τον Ιούλιο τού 1452, έκλεισε τα τείχη και έφραξε δια τής αλύσεως[7] τον Κεράτιο Κόλπο.

   Την 5η Απριλίου 1453 ο Μωάμεθ εμφανίζεται προ τών τειχών τής Κων/πόλεως. Η πολιορκία αρχίζει με δυσμενέστατες για τους Βυζαντινούς συνθήκες: η Πόλη αποκλείεται με τον στρατό από ξηράς, από την Χρυσή Πύλη προς νότον έως τις Βλαχέρνες προς βορράν. Ο δε στόλος περισφίγγει την Πόλη από θαλάσσης. Και ισχυρό Πυροβολικό βοηθεί τον στρατό ξηράς.

 

Οι δυνάμεις τών αντιπάλων

 

   Οι πληροφορίες ως προς τις δυνάμεις τών εμπολέμων διΐστανται. Οι ίδιοι οι ιστορικοί[8] τής Αλώσεως, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης[9], Μιχαήλ Κριτόβουλος[10], Δούκας[11] και (Σ)φραντζής[12], περιπλέκουν έτι περαιτέρω τα πράγματα με τις αντίθετες πληροφορίες που παρέχουν. Ο Χαλκοκονδύλης κάνει λόγο για 400.000 άνδρες, ενώ ο Σφραντζής για 258.000.

   Ο πιθανότερος αριθμός τών Τούρκων είναι 200.000 πεζοί και 400 πλοία. Ο στρατός τού Μωάμεθ (Ρωμιοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, Λατίνοι, Βοημοί) είχε στις τάξεις του καί 30.000 χριστιανούς!

   Των Βυζαντινών οι δυνάμεις[13]: 7.000 μαχητές, εκ των οποίων οι 2.000[14] ήταν ξένοι μισθοφόροι (Γενοβέζοι, Βενετσιάνοι, Ισπανοί, Ιταλοί, Τούρκοι). Και 27 τα αυτοκρατορικά πλοία, εκ των οποίων μόνο τα 12 ήταν βυζαντινά. Τα περισσότερα πλοία ήταν κλεισμένα εντός τού Κερατίου Κόλπου.

   Το στρατηγείο του ο Κων/νος έστησε προ της Πύλης τού Αγίου Ρωμανού. Η άμυνα τού κράτους, κατά τις κρίσιμες εκείνες στιγμές, ανατέθηκε στον από τη Χίο προερχόμενο Γενουάτη στρατηγό Ιωάννη Ιουστινιάνη. Ο Ιουστινιάνης, επικεφαλής 700 ανδρών, 400 από τους οποίους ήταν «κατάφρακτοι», έφθασε στην Πόλη[15] στις 26 Ιανουαρίου 1453 και έγινε δεκτός με τιμές και ενθουσιασμό. Διορίστηκε «στρατηγός αυτοκράτωρ και κύριος τού πολέμου παντός και πάσης τού πολέμου χρείας τε και παρασκευής» (Κριτόβουλος, Α΄).

 

Η πολιορκία

 

   Την 7η Απριλίου, οι Τούρκοι ξεκίνησαν σφοδρό κανονιοβολισμό κατά τών τειχών τής Πόλεως.

   Την 18η Απριλίου, ο Μωάμεθ επιχείρησε την πρώτη έφοδο, η οποία αποκρούσθηκε επιτυχώς υπό των Βυζαντινών.

   Την 20ή Απριλίου, 4 πλοία (3 γενουατικά και 1 βυζαντινό), γεμάτα εφόδια (κυρίως σιτάρι), υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελά, επιστρέφοντας από τη Χίο και κατευθυνόμενα στην Κων/πολη, δέχθηκαν επίθεση από το σύνολο τού τουρκικού στόλου. Όμως κατόρθωσαν, με τη βοήθεια και τού ούριου ανέμου, να εισέλθουν στον λιμένα τής Κων/πόλεως, αφού εβύθισαν πολλά τουρκικά πλοία, υπό τα όμματα μάλιστα τού ίδιου τού Μωάμεθ. Σ’ εκείνη τη ναυτική συμπλοκή ο Φλαντανελάς, κρατώντας πέλεκυ και πηδώντας από την πρύμνη στην πλώρη, ξεσήκωνε το πλήρωμα με τις φωνές του και πυρπόλησε, δια του υγρού πυρός, τα εχθρικά πλοία. Ο Μωάμεθ, βλέποντας με τα ίδια του τα μάτια το κατόρθωμα τού Φλαντανελά, εξεμάνη, διότι 100 τουρκικά πλοία, που είχαν παραταχθεί προ τού λιμένος τής Κων/πόλεως για να εμποδίσουν την είσοδο 4 ελληνικών πλοίων, δεν κατάφεραν να νικήσουν ολιγάριθμους Έλληνες ναυτικούς. Ο Σφραντζής αναφέρεται στον υπερβολικό αριθμό τού πνιγμού 12.000 Τούρκων.

   Τη νύκτα τής 22ας προς 23η Απριλίου, ο Μωάμεθ συλλαμβάνει ένα μοιραίο για τους Βυζαντινούς σχέδιο: κατασκεύασε δίολκο[16] μήκους 7-8 χλμ. και μετέφερε, από το Διπλοκιόνιο τού Βοσπόρου, 72 πλοία δια ξηράς στον Κεράτιο Κόλπο!!

   Στις 7 Μαΐου, η δεύτερη επίθεση 30.000 Τούρκων αποκρούεται πάλι επιτυχώς. Διακρίθηκε τότε ένας πολεμιστής, ονόματι Ραγκαβής, ο οποίος ρίχτηκε στο τουρκικό ασκέρι και σκότωσε τον σημαιοφόρο τής προσωπικής φρουράς τού Μωάμεθ.

   Στις 18 Μαΐου, οι Τούρκοι, σε συνεργασία με Φράγκους, στήνουν έναν τεράστιο ξύλινο πύργο[17] απέναντι από την Πύλη τού Αγίου Ρωμανού, τον οποίο επιχειρούν να επικολλήσουν στα τείχη, ώστε εν συνεχεία να αναρριχηθούν στις επάλξεις. Όμως οι υπερασπιστές τής Βασιλεύουσας, με επικεφαλής τον Κων/νο και τον Ιουστινιάνη, κατάφεραν και έκαψαν τον ξύλινο πύργο. Εν συνεχεία ο Μωάμεθ διατυπώνει προτάσεις[18] προς τον Κων/νο Παλαιολόγο να παραδώσει την Πόλη και να μεταβεί στην Πελοπόννησο ως ανεξάρτητος Ηγεμόνας. Ο Μωάμεθ υποσχέθηκε σεβασμό στη ζωή και την περιουσία τών κατοίκων. Ο Κων/νος, αφού έλαβε και τη γνώμη τής συγκλήτου, απορρίπτει την δελεαστική πρόταση τού Μωάμεθ δια της ιστορικής απαντήσεως[19]: «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν» (Δούκας).  

   Κατόπιν τούτων ο Μωάμεθ ετοιμάζεται για την τελική έφοδο. Υποσχέθηκε τιμές και αξιώματα στους στρατιώτες του και τους παρότρυνε[20] να επιδείξουν ανδρεία. Η αναλογία τών εμπολέμων ήταν 1 προς 500!

   Την 28η Μαΐου ο αυτοκράτωρ διέταξε να γίνει λιτανεία, κατά την οποία γυναίκες, παιδιά, αρχιερείς και ιερείς περιήλθαν τα τείχη. Ο Κων/νος διέταξε να πωληθούν τα ιερά σκεύη τών εκκλησιών λέγοντας «αν ο Θεός την Πόλιν λυτρώσηται, τετραπλούν αποδώσω τω Κυρίω μου». Ύστερα εκφώνησε συγκινητικότατη ομιλία, δια της οποίας προέτρεπε να αποθάνουν υπέρ πίστεως και πατρίδος και να αγωνισθούν να σώσουν την Πόλη. Παραθέτουμε απόσπασμα από τον τελευταίο λόγο[21] τού Κων/νου, ο οποίος αποδεικνύει και το ηθικό ανάστημα τού ανδρός: «Καλώς ουν οίδατε, αδελφοί, ότι δια τέσσαρα τινα οφειλέται κοινώς εσμέν πάντες ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζην, πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως χριστού Κυρίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων» (Γεώργιος Σφραντζής).

   Κατόπιν μετέβη στην Αγία Σοφία, όπου τελέσθηκε η τελευταία λειτουργία και, εν μέσω χιλιάδων πιστών, εκοινώνησε τών Αχράντων Μυστηρίων. Εζήτησε συγχώρηση από όλο το εκκλησίασμα, εν μέσω σκηνών ακραίας συγκίνησης και οδύνης, περί των οποίων λέγει ο Σφραντζής «ει και από ξύλου ή πέτρας άνθρωποι, ουκ εδύναντο μή θρηνήσαι».

   Τέλος, ανεχώρησε έφιππος και κατέλαβε θέση πολεμιστή στην Πύλη τού Ρωμανού, επιθεωρώντας και εμψυχώνοντας τους πολεμιστές όλη την νύκτα τής 28ης προς 29η Μαΐου.

   Τα ξημερώματα τής 29ης Μαΐου, ξεκινά η θυελλώδης επίθεση τών Τούρκων. Πρώτοι εφόρμησαν οι βασιβουζούκοι[22], Οθωμανοί άτακτοι, οι οποίοι και αποκρούσθηκαν. Ακολουθεί επίθεση επιλέκτων τμημάτων στρατού υπό τον Ισάκ Πασά. Και αυτό το δεύτερο κύμα επιτιθεμένων αναχαιτίζεται. Την ισχυρότερη πίεση τών επιτιθεμένων δέχθηκε η Πύλη τού Ρωμανού, διότι σ’ εκείνο το σημείο πολέμησε ο Μωάμεθ με τους γενιτσάρους[23] του. Και οι τρεις διαδοχικές επιθέσεις τών Τούρκων αποκρούονται, και ο βασιλεύς, πλήρης χαράς, αναφωνεί: «Συστρατιώται και αδελφοί, ιδική μας είναι η νίκη!».

   Όμως ο τραυματισμός τού γενναίου Ιουστινιάνη[24] και η αποχώρησή του από τη μάχη επέφερε σύγχυση, και η άμυνα εξασθένησε. Επιπλέον οι Τούρκοι παραβίασαν μια μικρή πύλη, την Κερκόπορτα[25], και βρέθηκαν ακριβώς στα νώτα τού αυτοκράτορα. Ο Κων/νος μάχεται γενναίως[26] κατ’ αυτών κραυγάζοντας: «η Πόλις αλίσκεται και εγώ ζω έτι; Ουκ έστι τις των Χριστιανών λαβείν την κεφαλήν εμού;». Και πίπτει ηρωϊκώς: «Τότε Τούρκος έπληξε τον βασιλέα κατά πρόσωπον, και άλλος όπισθεν έδωσεν ετέραν πληγήν. Κατέπεσεν ο βασιλεύς εκ του ίππου και εξέπνευσεν επί των αυτόθι πτωμάτων φίλων και εχθρών»[27] (Αλέξανδρος Πασπάτης, σελ. 154-155).

   Η Πόλη κυριεύεται. Επακολουθεί τρομερή τριήμερη σφαγή, δηώσεις[28] και λεηλασίες[29]. Τα πάντα βεβηλώνονται και διαρπάζονται: «και ην ιδείν θέαμα δεινόν και ελεεινόν και πέραν τραγωδίας απάσης» σημειώνει ο Κριτόβουλος. Οι γενίτσαροι εισβάλλουν στην Αγία Σοφία και κατασφάζουν όλο το πλήθος που είχε προσφύγει εκεί. Περίπου 3.000 άνθρωποι σφαγιάσθηκαν[30] και 60.000 αιχμαλωτίσθηκαν, όλοι οι θησαυροί διαρπάχθηκαν, ναοί βεβηλώθηκαν, τάφοι σκυλεύθηκαν, πλουσιόσπιτα καταληστεύθηκαν και απογυμνώθηκαν, γυναίκες βιάσθηκαν.  

   Το απόγευμα τής 29ης Μαΐου 1453, εισέρχεται[31] ο Πορθητής στην Πόλη ως θριαμβευτής. Ευχαριστεί τον Αλλάχ μέσα στον ναό τής Αγίας Σοφίας για την περιφανή νίκη που του χάρισε. Ο Μωάμεθ Β΄ αποδείχθηκε ο μεγαλύτερος στρατηγός, εφόσον κατόρθωσε να αλώσει την Βασιλίδα τών πόλεων! Από την επομένη ημέρα τής Αλώσεως κιόλας ο Μωάμεθ προσέλαβε στην υπηρεσία του Έλληνες και έλαβε τον τίτλο «Αμηράς[32] Τουρκορωμαίων».

   Ο λαός εθρήνησε την Άλωση και της Βασιλίδος τών πόλεων και της δευτέρας πόλεως τού βυζαντινού κράτους, της Θεσσαλονίκης: «Πήραν την Πόλιν, πήραν την, πήραν την Σαλονίκη».

  

Τα αίτια τής Αλώσεως

 

   Η πτώση τής Βασιλεύουσας οφείλεται σε μια σειρά από λόγους[33]:

   α) Στο Βυζάντιο ίσχυε το οικονομικό σύστημα τής φεουδαρχίας[34]. Δηλαδή η γεωργική γη είχε συγκεντρωθεί στους λίγους, τους δυνατούς, ενώ η ελεύθερη αγροτική ιδιοκτησία είχε εξαφανισθεί και οι πληθυσμοί τής υπαίθρου υπέφεραν από την καταπίεση και τη φτώχεια. Το ίδιο το κράτος, η κεντρική εξουσία, ήταν ανήμπορη ν’ αντιμετωπίσει τους μεγαλογαιοκτήμονες.

   β) Το βυζαντινό κράτος ένεκα τών πολλών μακροχρόνιων και άσκοπων πολέμων είχε φθαρεί στρατιωτικά και οικονομικά. Οι μακροί και εξαντλητικοί πόλεμοι, οι σπατάλες πολλών αυτοκρατόρων, η διαφθορά τής διοικήσεως, η δημιουργία τεράστιας και αφορολόγητης εκκλησιαστικής περιουσίας, όλα αυτά είχαν οδηγήσει το κράτος σε οικονομική παρακμή.

   γ) Το εμπόριο και η ναυτιλία βρίσκονταν σε πλήρη παρακμή και κατάρρευση, και είχε χαθεί ο έλεγχος τής Μεσογείου.

   δ) Οι εσωτερικές διαμάχες και έριδες, όχι μόνο οι πολιτικές αλλά και οι σχετικές με θρησκευτικά και δογματικά ζητήματα, είχαν διασπάσει τη συνοχή και την πολιτική ενότητα τής Αυτοκρατορίας.

   ε) Οι εξωτερικοί και πολυώνυμοι εχθροί, τους οποίους αντιμετώπιζε η Αυτοκρατορία επί 1.000 έτη, την είχαν εξαντλήσει και είχαν φθείρει το πληθυσμιακό δυναμικό της.

   στ) Η παραμέληση τού πολεμικού στόλου: «Ουδέ γάρ ήν ούτε Λατίνους ούτω κατά Ρωμαίων θρασύνεσθαι, ούτε ψάμμον θαλάσσης θεάσασθαι Τούρκους ποτέ, της ναυτικής των Ρωμαίων δυνάμεως θαλασσοκρατούσης ως πρότερον» [=δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν οι Λατίνοι (εννοεί γενικά τούς Δυτικούς) να αποθρασυνθούν τόσο πολύ έναντι τών Ελλήνων, ούτε οι Τούρκοι θα μπορούσαν ποτέ ν’ αντικρύσουν την άμμο τής θάλασσας, αν ή ναυτική δύναμη τών Ελλήνων θαλασσοκρατούσε και τότε, όπως τον παλαιότερο καιρό] (VI, 11, Νικηφόρος Γρηγοράς).

   ζ) Η παραμέληση τού στρατού: ενώ οι Τούρκοι εμφανίζονταν απειλητικοί κατά τού Βυζαντίου, γεμάτοι πολεμική ρώμη και σφρίγος, η πλειονότητα τών βυζαντινών νέων συσσωρευόταν στα μοναστήρια και αχρηστευόταν, σωματικά και πνευματικά, ερίζοντας για δογματικές λεπτομέρειες και, παράλληλα, αφήνοντας τη φύλαξη τού κράτους σε αλλόθρησκους, αλλόγλωσσους και στυγνούς μισθοφόρους.

   η) Η αρνητική[35] στάση τών Δυτικών, και κυρίως τού πάπα, ο οποίος επιδίωξε την υποταγή τής Ανατολής.

   θ) Οι σταυροφορίες και η Πρώτη Άλωση τού 1204 είχαν ήδη κατακερματίσει τον βυζαντινό κορμό και υπήρξαν η προετοιμασία τής οριστικής Άλωσης τού 1453.

   ι) Η κακή πολιτική τών τελευταίων αυτοκρατόρων, οι οποίοι δεν έλαβαν ουσιαστικά μέτρα για την ανάσχεση τού οθωμανικού κινδύνου. Ο Κων/νος Παλαιολόγος παρέλαβε ένα ετοιμοθάνατο κράτος, του οποίου το «πτώμα» περιήλθε στον Μωάμεθ Β΄.

   ια) Κατά τις ημέρες τής Άλωσης ήταν διάχυτη στη βυζαντινή κοινωνία μια θρησκευτική μοιρολατρία και ένας ακραίος πεσιμισμός[36], στοιχεία που παρεμπόδιζαν και την ελάχιστη διάθεση αντίστασης. Δηλαδή είχε καλλιεργηθεί η αντίληψη ότι η Πόλη θα χαθεί για τις αμαρτίες της και κυρίως για την υποταγή της στον πάπα.

 

Τα αποτελέσματα τής Αλώσεως

 

   Η άλωση τής Κων/πόλεως υπήρξε το τραγικότερο γεγονός τής ελληνικής ιστορίας. Αποτελεί ιστορικό γεγονός παγκόσμιας σημασίας, του οποίου τα αποτελέσματα συνοψίζονται στα εξής:

   α) Η πτώση τής Κων/πόλεως είχε ως συνέπεια την υποδούλωση τού Ελληνισμού. Ολόκληρη η Εγγύς Ανατολή και οι λαοί τής Βαλκανικής βυθίζονται στο σκότος τής οθωμανικής βαρβαρότητας.

   Συγκεκριμένα: το Δεσποτάτο τής Πελοποννήσου (Μυστράς) υποκύπτει και αυτό οριστικά στους Τούρκους, το 1460. Το 1461 καταλύεται το Κράτος τής Τραπεζούντος και έτσι καταλύεται η Ελληνική Αυτοκρατορία τού Πόντου.

   Ακολουθεί η κατάκτηση λατινικών ηγεμονιών: η Λέσβος κατακτάται το 1462, η Σάμος το 1475, το Δουκάτο τών Αθηνών το 1456, η Εύβοια το 1470.

   Την ίδια τύχη είχαν και οι ενετικές κτήσεις: η Ναύπακτος καταλήφθηκε το 1499, η δε Μεθώνη και Κορώνη το 1500.

   Το 1540 η Βενετία, δια συνθήκης, χάνει τους τελευταίους προμαχώνες της στην Πελοπόννησο, το Ναύπλιο και την Μονεμβασιά. Το 1552 υποκύπτει η Ρόδος, και το 1571 η Κύπρος. Από τις λατινικές κτήσεις τής Ανατολής απέμειναν έξω από την τουρκική κατάκτηση τα νησιά τού Ιονίου, η Κρήτη και λίγα νησιά τών Κυκλάδων. Σε ολόκληρη την ελληνική γη επικρατεί η τουρκική κυριαρχία.

   β) Επακολούθησε οικονομικός μαρασμός τών Ελλήνων ένεκα τών αρπαγών τών ευφοροτέρων τμημάτων γης υπό τών Οθωμανών. Οι καλύτερες γαίες παραχωρήθηκαν σε Τούρκους φεουδάρχες και ως  βακούφια[37] στα τζαμιά[38].

   γ) Προκλήθηκε ομαδική ματανάστευση Ελλήνων λογίων στη Δύση, οι οποίοι συνετέλεσαν τα μέγιστα στο κίνημα τής Αναγέννησης. Ωστόσο το οθωμανικό κράτος, ευθύς μετά την Άλωση, άρχισε να χρησιμοποιεί[39] αρκετούς Έλληνες σε νευραλγικές θέσεις τής κρατικής διοίκησης.

   δ) Το ελληνικό έθνος περιέρχεται σε κατάσταση δουλείας 400 ετών. Ωστόσο οι υπόδουλοι, υπό την πνευματική καθοδήγηση και ποδηγέτηση τής Εκκλησίας διαφύλαξαν τον εθνισμό τους και δεν συγχρωτίσθηκαν ούτε αφομοιώθηκαν από τους κατακτητές.  Απεναντίας, από τα πρώτα κιόλας χρόνια τής κατάκτησης, άρχισε να κυοφορείται στο συλλογικό εθνικό υποσυνείδητο η ιδέα τής μελλοντικής εθνικής αποκατάστασης.

   ε) Κάτω από τις συνθήκες τής τουρκικής δουλείας επιτεύχθηκε η εθνική μας αυτοσυνειδησία και αυτογνωσία: η λέξη Ρωμιός/Ρωμηός/Ρωμαίος – που αρχικώς υποδήλωνε τον Έλληνα Ορθόδοξο αλλά συγχρόνως και τον υποταγμένο, τον ραγιά[40], – σταδιακά άρχισε, ως αντίδραση στην υποταγή, να αντικαθίσταται από τη λέξη Έλλην.

   στ) Η πτώση τού Βυζαντίου εζημίωσε και τη Δύση[41], εφόσον οι Οθωμανοί απειλούν τώρα καί την Ευρώπη.

   ζ) Λόγω τής κυριαρχίας τών Τούρκων στην ευρύτερη Βαλκανική καθυστέρησε επί τέσσερις αιώνες η εθνική αποκατάσταση και άλλων βαλκάνιων λαών.

   η) Τέλος, η κατάκτηση τού Βυζαντίου είχε μια ακόμα συνέπεια, τον πλήρη έλεγχο τών παλαιών εμπορικών δρόμων από τους Τούρκους κατακτητές. Έτσι οι Ευρωπαίοι, αναζητώντας νέες θαλάσσιες οδούς που να οδηγούν προς τις Ινδίες, οδηγήθηκαν στις μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις.

 

Η συνεισφορά τού Βυζαντίου

 

   Γενικά η συνεισφορά τών Βυζαντινών στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό υπήρξε μεγάλη:

   α) Η βυζαντινή ιδεολογία επηρέασε την ιδεολογία τού Ρωσικού Κράτους: οι Ρώσοι θεώρησαν εαυτούς μοναδικούς κληρονόμους τής βυζαντινής πολιτικής και πνευματικής παράδοσης, και διατύπωσαν, τον 16ο αι., τη θεωρία ότι η Μόσχα ήταν η Τρίτη Ρώμη, που θα μπορούσε να ανασυστήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

   β) Και οι ορθόδοξοι λαοί τής Βαλκανικής επηρεάστηκαν έντονα από τον βυζαντινό πολιτισμό: η Ορθοδοξία συνετέλεσε στη διατήρηση τής πνευματικής τους ταυτότητας κατά την Τουρκοκρατία.

   γ) Διέσωσε το Βυζάντιο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό από την απειλή τών Αράβων κατά τον 7ο και 8ο αι.

   δ) Καλλιέργησε μια μεγάλη και πρωτότυπη τέχνη που επηρέασε την Ανατολή και τη Δύση.

   ε) Διαφύλαξε, καλλιέργησε και μετέδωσε στη Δύση την κλασσική κληρονομιά Ελλήνων και Λατίνων.

   στ) Καλλιέργησε νέα γραμματειακά είδη (τη Χρονογραφία και τη Λειτουργική Ποίηση) και τις θετικές επιστήμες (Αστρονομία και Μαθηματικά).

   ζ) Συνέβαλε, τέλος, στην καλλιέργεια και προώθηση τών ανθρωπιστικών σπουδών και άλλων εκφάνσεων τού πολιτισμού στην Ευρώπη.

 

   Βολισσός Χίου: 10η Μαΐου 2024

 

                                                                                                                  Λεωνίδας Πυργάρης

                                                                                                                          Φιλόλογος

 

 

 

 

 

 

 

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία

 

  • Βασίλιεφ Α. Α., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τόμος Β', Μετάφραση Δημοσθένη Σαβράμη, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα 1971, σελ 357-372.
  • Critobuli Imbriotae Historiae [Corpus fontium Historiae Byzantinae, Volumen XXII, Series Berolinensis. Ediderunt: H.-G. Beck, A. Kambylis, R. Keydell. Berolini et novi Eboraci, MCMLXXXIII].
  • Laonicus Chalcocondylas [Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonnae, MDCCCXLIII].
  • Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους. Τόμοι: Α’+Β’+Γ’. Ιστορικές εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978. Τίτλος πρωτοτύπου: Geschichte des byzantinischen states. Μετάφραση: Ιωάννης Παναγόπουλος.  Επιστημονική εποπτεία: Ευάγγελος Κ. Χρυσός.
  • Πασπάτης Γ. Α., Πολιορκία και Άλωσις τής Κωνσταντινουπόλεως υπό των Οθωμανών εν έτει 1453, Εν Αθήναις, Εκ του τυπογραφείου τών αδελφών Περρή, 1890.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Θ', Εκδοτική Αθηνών. Αθήνα 1972, 2000, σελ. 207-213
  • Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα 2001.
  • Η Άλωση της Πόλης, Μαρτυρίες εντός και εκτός των τειχών, εκδ. Χ. Κ. Τεγόπουλος-εφ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα 2008.
  • Εάλω η Πόλις, Γεωργίου Φραντζή Πρωτοβεστιαρίου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Απόδοση στη Νέα Ελληνική: Ιωάννης Α. Μελισσείδης & Ρίτα Ζαβολέα Μελισσείδου - Συνοπτική Ιστορία των Γεγονότων στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο 1440-1453. Μελέτη/Κείμενο : Ιωάννης Α. Μελισσείδης (1998/2004), έκδοση Ε΄επηυξημένη, Εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2004.
  • Zακυθηνός, Δ.A., «H Aλωσις της Kωνσταντινουπόλεως και η Tουρκοκρατία», Aθήνα 1954.
  • Zώρας, Γ.Θ. «Aι τελευταίαι προ της Aλώσεως δημηγορίαι του Mωάμεθ και του Παλαιολόγου», Akten des XI. Internationalen Byzantinistenkongresses Munchen 1958, Mόναχο 1960.
  • Ράνσιμαν Στίβεν, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης 1453, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 2002.
  • Σλουμπερζέ Γουστάβος, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Πολιορκία και Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως, α΄έκδοση 1914 (γαλλικά), μετάφραση στην καθαρεύουσα (1914): Σπυρ. Π. Λάμπρου, Απόδοση στη Νέα Ελληνική: Ιωάννης Α. Μελισσείδης & Ρίτα Ζαβολέα - Μελισσείδου, Εκδ. Βεργίνα, Αθήνα 1997, τόμοι 2, έκδοση 2002, Εκδ.Βεργίνα, Αθήνα.
  • Tωμαδάκης, N.B., «Δούκα - Kριτοβούλου - Σφραντζή - Xαλκοκονδύλη, Περί Aλώσεως της Kωνσταντινουπόλεως. Συναγωγή κειμένων μετάπρολόγου και βιογραφικών μελετημάτων περί των τεσσάρων ιστοριογράφων και του Iωσήφ Bρυεννίου», Aθήνα 1969.
  • Δούκας Μιχαήλ, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, Εκδότης: Κανάκης, 1997.
  • Λαονίκου Χαλκοκονδύλου Αθηναίου, Απόδειξις Ιστοριών Δέκα, Venetiis, Ex Typographia Bartholomei Javarina, MDCCXXIX.
  • Φραντζής Γεώργιος - Μπάρμπαρο Νικολό, Η Πόλις εάλω, Το χρονικό της πολιορκίας και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, Μετάφραση: Κουσουνέλος Γιώργος, Λάππα Βανέσσα, εκδ. Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1993.
  • Φραντζής Γεώργιος, Κωνσταντινουπόλεως Άλωσις, Εισαγωγή-μετάφραση και σχόλια: Αθανάσιος Α. Τσακνάκης, Ειδική ψηφιακή έκδοση, 2017.
  • Φραντζής Γεώργιος, Χρονικόν, Βιβλίον Γ΄, Αθήναι, Μάιος 1953.
  • Xρυσός, E. (επιμ.) «H Aλωση της Πόλης», Aθήνα, Eκδόσεις Aκρίτας, 1994.
 

[1] «Κατά τους χρόνους τούτους, του Βυζαντινού λαού ο προς την πάτριον θρησκείαν έρως ήτο τοσούτον σφοδρός ώστε και αυτός ο προ οφθαλμών βέβαιος θάνατος, ουδέποτε ίσχυσε να μεταβάλη το φρόνημα τού λαού. Οι Βυζάντιοι δεν ελησμόνησαν την άφρονα ηγεμονίαν τών Καθολικών από του 1204 μέχρι του 1261, ουδ’ οι Καθολικοί ηγεμόνες την εμμονήν τών Ελλήνων εις την πάτριον αυτών θρησκείαν.

   Ήδη από τους χρόνους τής εν Φλωρεντία συνόδου, ένθα τών ημετέρων οι πλείονες, χάριν τής σωτηρίας τού κράτους και των εν Ελλάδι αδελφών, υπετάχθησαν εις τους εν Ρώμη άρχοντας, οι ημέτεροι εν Βυζαντίω, ηγουμένων Μάρκου τού Εφέσου, Σχολαρίου τού μοναχού και Λουκά Νοταρά, αγανακτούντες επί τη αισχρά ταύτη τού βασιλέως και των κληρικών δουλωσύνη, ύβριζον αφόβως πάντας τούς εν Φλωρεντία συναχθέντας λαϊκούς και ιερωμένους. Περί τής συνόδου ταύτης λέγει ο Φραντζής: «Αυτή η της συνόδου υπόθεσις ην αιτία πρώτη και μεγάλη ίνα γένηται η κατά της Κωνσταντινουπόλεως τών ασεβών έφοδος, και από ταύτης πάλιν η πολιορκία και αιχμαλωσία και τοιαύτη και τοσαύτη συμφορά ημών».

   Παραξενιζόμεθα σήμερον, αναγινώσκοντες την κακοβουλίαν τών ημετέρων αρχόντων, αγωνιζομένων δια τοιούτων μέσων να προσλάβωσι τών Λατίνων την βοήθειαν. Ταύτην την μέσον Ελλήνων και Καθολικών έριδα, ζωηράν μέχρι τέλους, κατέπαυσεν οι μαρτυρικός θάνατος τών εν Βυζαντίω Ελλήνων» (Πασπάτης, σελ. 75-76). 

[2] «Οι Βυζάντιοι, βέποντες τούς Οθωμανούς ολονέν προς το Βυζάντιον προσεγγίζοντας, ήρχισαν εκλιπαρούντες ουχί τους Ιταλούς μόνον αλλά και Γερμανούς και Γάλλους.

   Τω 1451 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έπεμψε τω Πάπα Νικολάω πέμπτω πρέσβυν τον Αντώνιον Βρυέννιον Λεονάρδον. Εκ των λόγων τού πρέσβεως και των επιστολών τού βασιλέως ενόησεν ο Πάπας ότι ο βασιλεύς ποθεί την ένωσιν τών εκκλησιών κατά τους όρους τής εν Φερράρα συνόδου. Αγωνίζεται ο Πάπας, εν τη προς τον Παλαιολόγον επιστολήν, ίνα πείση αυτόν ότι η εκκλησία δέον να έχη κεφαλήν μίαν, τον Πάπαν, ότι η βασιλεία τών Βυζαντίων καταρρέει δια την μη εισέτι ένωσιν αυτής μετά τής Λατινικής εκκλησίας. Οι Έλληνες, λέγει ο Πάπας, αποδεχόμενοι την ένωσιν, θέλουσιν έχει άπαντας τούς εν Ευρώπη καθολικούς βοηθούς. Προτρέπει όθεν τούς Έλληνας ίν’ αναγνωρίσωσιν αυτόν ως κεφαλήν και μνημονεύωσι το όνομα αυτού εν ταις θρησκευτικαίς τελεταίς. Περί της αιτουμένης βοηθείας ουδείς λόγος εν τη επιστολή τού Πάπα. Ποίαν εντύπωσιν εποίησε η επιστολή αύτη τού Πάπα ουδείς ιστόρησε. Πιθανόν ουδέποτε εδημοσιεύθη. Τίνι τρόπω ηδύνατο ο αυτοκράτωρ Παλαιολόγος να υποτάξη πρώτος εαυτόν και ακολούθως το έθνος όλον, το αποστρεφόμενον τους καθολικούς και αναμιμνήσκον τας μέχρι τούδε κακοπραγίας τών Ιταλών εν τω Βυζαντινώ κράτει;

   Εν τη ιδιοχείρω διαθήκη τού αυτού Πάπα, γενομένη τω 1455, λέγει ότι, άμα μαθών την υπό των Οθωμανών πολιορκίαν τής Κωνσταντινουπόλεως, εφρόντισε να πέμψη βοήθειαν τοις πολιορκουμένοις, προτρέπων συγχρόνως και τους εν Ευρώπη ηγεμόνας ίνα κατά δύναμιν βοηθήσωσιν τούς εν Κωνσταντινουπόλει κινδυνεύοντας Έλληνας. Ανήγγειλε τοις πρεσβευταίς τού Παλαιολόγου ότι ετοιμάζει χρήματα, τριήρεις και χερσαίον στρατόν. Προς τούτοις ίνα εν ονόματι αυτού παρακαλέσωσι τού Πάπα οι πρεσβευταί τούς αυτούς ηγεμόνας. Ο Παλαιολόγος μαθών τον πόθον τούτον τού Πάπα έπεμψεν εκ Κωνσταντινουπόλεως πρέσβεις προς άπαντας τους μνημονευομένους ηγεμόνας. Προ της αφίξεως τής περιμενομένης βοηθείας η Κωνσταντινούπολις, προς μέγα τών Χριστιανών αίσχος, ηλώθη υπό των Οθωμανών. Άπαντα τα γεγονότα τής αλώσεως διαρρήδην καταδεικνύουσιν ότι όλα ταύτα τα εν τη άνω διαθήκη γεγραμμένα ήσαν φρούδα τού Πάπα επινοήματα.

   Τω 1452 έπεμψεν ο Παλαιολόγος πρέσβυν τω Καρόλω εβδόμω βασιλεί τής Γαλλίας, τον Νικόλαον Στανίσσην, αιτών βοήθειαν κατά τών Οθωμανών. Ο βασιλεύς τών Γάλλων, ένεκα τών πολλών εν τη χώρα αυτού εμφυλίων ταραχών, δεν ηδύνατο ως επεθύμει να παρέξη χείρα βοηθείας τω Παλαιολόγω προς τους Οθωμανούς αντιμαχομένω. Τα αυτά συγχρόνως επιστέλλει και ο Κάρολος τω Βησσαρίωνι, προγράψαντι περί των κινδύνων τού Βυζαντινού κράτους. Ετέρα επιστολή τού Βελλοβαρλέττου αρχιγραμματέως τού Καρόλου, επιβεβαιοί τον Παλαιολόγον, ότι μετά την προσεχή κατεύνασιν τών εν Ευρώπη πολέμων, θέλει προθύμως αποστείλει αυτώ την αιτουμένην βοήθειαν.

   Καθ’ όλον τον χρόνον τούτον, κυρίως δε μετά την εν τω Βοσπόρω έγερσιν τού φρουρίου, οι Έλληνες έπεμπον πρέσβεις τω Πάπα, τω αυτοκράτορι τών Γερμανών και τη τότε πλουσία τών Βενετών δημοκρατία, ήτις διώρισε δέκα τριήρεις προς βοήθειαν τής πόλεως, αι οποίαι ουδέποτε κατέπλευσαν εις Κωνσταντινούπολιν, αλλά περιέπλεον το Αιγαίον καθ’ όλην την πολιορκίαν τής πόλεως. Δεν έχομεν ατυχώς εν τοις σωζομένοις χειρογράφοις ουδέ τον αριθμόν τών αποσταλέντων εις Ευρώπην Ελλήνων πρέσβεων ουδ’ όλας τών Ευρωπαίων τας προφάσεις και υποσχέσεις. Οι εν Ευρώπη πόλεμοι και αι εμφύλιοι τών Ιταλών ταραχαί εκώλυσαν τών Ευρωπαίων την βοήθειαν» (Πασπάτης, σελ. 72-75).     

[3] «Ο Μωάμεθ, του οποίου την φιλομάθειαν ιστορικοί τινες εξυμνούσι, μετά την αναγόρευσιν αυτού έκαμε σπονδάς μετά τού Παλαιολόγου δια την αθέτησιν τών οποίων πικρώς μετ’ ολίγον παρεπονέθη ο βασιλεύς. Από της αναγορεύσεως αυτού, ήρχισεν ο Μωάμεθ παρασκευάζων παντοία είδη όπλων, πολιορκητικών μηχανών, εναυπήγει πλοία εν τοις μεσημβρινοίς λιμέσι τού Πόντου και εν Ελλησπόντω, συνάγων ναύτας και πλωτάρχας, κυρίως εκ των μεσημβρινών παραλίων τού Πόντου, ένθα προ ετών περιέπλεον Οθωμανικά πλοία εμπορικά και ληστρικά.

   Ήτο ο Μωάμεθ ατημελής  (=ατημέλητος, παραμελημένος) το σώμα, ισχνός και ολιγαρκής την τροφήν. Άπαντες οι συγγράψαντες τον βίον τού Μωάμεθ εξυμνούσι την λιτότητα και φιλεργίαν αυτού. Κύριον αυτού μέλημα ήτο η σύναξις χρημάτων και η σώφρων αυτών χρήσις. Ετιμώρει ουχί μόνον τούς καταχραστάς αλλά και τους οικονόμους τούς δαπανώντας τα χρήματα τού ταμείου εις αγοράν πραγμάτων αχρήστων» (Πασπάτης, σελ. 77).

[4] «Περί τας αρχάς τού 1452 εψιθυρίζετο εν Βυζαντίω ότι ο Μωάμεθ μέλλει να εγείρει φρούριον εν τω Βοσπόρω. Ήρχισεν ετοιμάζων λίθους, σίδηρον, και άσβεστον δια την ίδρυσιν τού φρουρίου, αντικρύ τού εν Ασία προ ετών υπό του πάππου αυτού ιδρυθέντος. Η θέσις αύτη επί της Θρακικής παραλίας τού Βοσπόρου, ολίγον προς βορράν τών πάλαι Χηλών νυν Βεβέκ, καλείται μέχρι σήμερον φρούριον τής Ρωμυλίας. Ηγέρθη, κατά τον Φραντζήν, εγγύς τού ανωτέρω μέρους τής του Ασωμάτου κώμης. Ήρχισε την οικοδομήν μεσούντος τού έαρος. Κατά δε τον Φραντζήν τη 26η Μαρτίου. Κατά τον Κριτόβουλον, ιστορήσαντα την έγερσιν τού φρουρίου κάλλιον πάντων τών συγχρόνων αυτού, ο Μωάμεθ μετά πολυήμερον τού Βοσπόρου επιθεώρησιν και μελέτην τών εξοχών και εσοχών αυτού, των ρευμάτων, δινών και υφάλων, των διαρρεόντων υδάτων, εξέλεξε την θέσιν ταύτην την στενωτέραν τού Βοσπόρου όλου, απέχουσαν τής αντικρύ παραλίας σταδίους επτά. Τα εδώ καταρρέοντα ύδατα τού Βοσπόρου είναι ήσυχα και ακύμονα. Κατά τον Δούκαν, ο τόπος εκαλείτο έκπαλαι Φονέας και Λαιμοκοπία. Της ονομασίας ταύτης τον λόγον αγνοούμεν. Ο Μωάμεθ μετωνόμασε τον τόπον Μπάσκεσεν, ελληνιστί ερμηνευόμενον Κεφαλοκόπτην. Κατά τον αυτόν συγγραφέα η άσβεστος εκαμινεύετο εν τοις Καταφυγίοις. Εκ Νικομηδείας και Ποντοηρακλείας εκόμιζον τας δοκούς, εκ δε τής Ανατολής τούς λίθους. Ετέραν ύλην συνέλεγεν εκ των ερειπίων τών περιχώρων καί τινας κίονας εκ του ναού του ταξιάρχου Μιχαήλ. Έκ τινων βράχων πλησίον τού φρουρίου απεκόπησαν πολλοί λίθοι.

   …Δια της εγέρσεως τού φρουρίου τούτου έμελλεν ο Μωάμεθ να κωλύση τα εκ του Πόντου καταπλέοντα πλοία, τα των Γενουηνσίων αναπλέοντα προς τον ευδαίμονα και πολυάνθρωπον Καφάν τής Κριμαίας και προς τας χώρας τής Τραπεζούντος και Κερασούντος, ένθα οι Γενουήνσιοι είχον τότε πλουσίας εμπορικάς αποικίας, εμπορευομένας μετά Περσίας και Ινδιών. Προς τούτοις εν τη θέσει ταύτη, εκατέρωθεν ωχυρωμένη, ευχερεστέρα ήτο η διάβασις στρατού Οθωμανικού εξ Ανατολής εις Θράκην. Δια του φρουρίου τούτου, του οποίου την έγερσιν ικανοί δεν ήσαν οι Βυζάντιοι να κωλύσωσι, κύριος τού Βοσπόρου όλου εγένετο ο Μωάμεθ» (Πασπάτης, σελ. 78-80).

[5] Ο Ουρβανός απευθύνθηκε αρχικά στους Βυζαντινούς για να τους προσφέρει τις υπηρεσίες του. Όμως επειδή εκείνοι δεν είχαν τη δυνατότητα να του καταβάλουν το υπέρογκο ποσό που απαιτούσε, στράφηκε στους Τούρκους.

[6] Το τηλεβόλο εκείνο, βάρους 19 τόννων, έρριχνε βλήμα 700 κιλών σε απόσταση ενός μιλίου. Για τη μεταφορά τού τηλεβόλου απαιτήθηκαν 100 βόδια και 1.000 άνθρωποι. Είχε τη δυνατότητα εκείνο το όπλο να διενεργεί έως και 7 βολές ημερησίως. Δυο μήνες απαιτήθηκαν για να μεταφερθεί το κανόνι εκείνο από την Αδριανούπολη στην Κων/πολη. Το συγκεκριμένο κανόνι βρίσκεται σήμερα στο Fort Nelson Museum τής Αγγλίας. Το 1868, ο σουλτάνος Abdulaziz το έστειλε ως δώρο στη βασίλισσα Victoria τής Αγγλίας.

   Εκτός από εκείνη τη «βασιλικιά λουμπάρδα» οι Τούρκοι διέθεταν άλλα 70, κατ’ άλλους 100 και κατ’ άλλους 200 κανόνια.

[7] Η μια της άκρη ξεκινούσε από την πύλη τού Αγίου Ευγενίου (σημ. Γιαλί – Κιοσκ) κι έφτανε απέναντι στο κάστρο τού Γαλατά.

[8] Από τους τέσσερις ιστορικούς τής Αλώσεως μονάχα ο Γεώργιος (Σ)φραντζής υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας τής εθνικής εκείνης συμφοράς. Οι άλλοι τρεις συμπλήρωσαν την ιστορία τους αντλώντας πληροφορίες έμμεσες. Ο Χαλκοκονδύλης καταπιάνεται περισσότερο με εσωτερικά ζητήματα τής Βαλκανικής, ο Δούκας καταγίνεται με τις φραγκικές κτήσεις τής Μ. Ασίας και της Λέσβου, ενώ ο Κριτόβουλος διακατέχεται από μια διάθεση συμβιβασμού και παραχωρήσεων προς τον κατακτητή.

[9] Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (=ο άνθρωπος με το χάλκινο κονδύλι, 1423-1490) συνέγραψε «Αποδείξεις Ιστοριών», που αναφέρονται στα γεγονότα τών ετών 1298-1463. Ως ιστορικός είναι επηρεασμένος από τον Ηρόδοτο και μιμείται το ύφος και τη γλώσσα τού Θουκυδίδη. Προερχόταν από παλαιά και ισχυρή αθηναϊκή οικογένεια. Κατά τα γεγονότα τής Αλώσεως ο ίδιος δεν βρισκόταν στην Κων/πολη. Το έργο τού Χαλκοκονδύλη είναι περισσότερο μια προσπάθεια καταγραφής τής παγκόσμιας ιστορίας. Στα γεγονότα τού 1453 αναφέρεται συνοπτικά. Ο Χαλκοκονδύλης, μεταχειριζόμενος τον όρο «Έλληνες», εννοεί τους βυζαντινούς, δηλαδή τους έχοντες ελληνική καταγωγή και τους ομιλούντες την ελληνική γλώσσα. Χαρακτηρίζει τον βυζαντινό αυτοκράτορα «Βασιλέα Ελλήνων» και «Βυζαντίου Βασιλέα». Ο όρος «Ρωμαίων Βασιλεύς» αποδίδεται στον αυτοκράτορα τής Δύσης. Ο δε όρος «Βασιλεύς» αποδίδεται στον σουλτάνο. Χαρακτηρίζει «Ρωμαίους» τους Δυτικούς. Για θρησκευτικά και δογματικά ζητήματα δεν διατυπώνει άποψη. Σχετικά με την αύξηση τής δύναμης τών Οθωμανών πιστεύει ότι αυτή υπήρξε αποτέλεσμα τού θάρρους, της τόλμης τους και γενικά τής πολεμικής τους αρετής, η οποία αρετή τούς επέφερε καί την καλή τύχη

[10] Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος γεννήθηκε λίγο μετά το 1400 στην Ίμβρο και πέθανε μετά το 1467. Συνέγραψε το έργο Ιστορίαι, που αναφέρεται στην περίοδο 1451-1467. Μετά την Άλωση, με ενέργειές του, η Ίμβρος υπήχθη στον Μωάμεθ, κι έτσι γλύτωσε τη λεηλασία. Όταν, το 1466, οι Βενετοί κατέλαβαν την Ίμβρο, ο Κριτόβουλος κατέφυγε στην Πόλη. Πιθανόν εκεί να συνέγραψε το έργο του προκειμένου να έχει την εύνοια τού Μωάμεθ. Η ιστορία τού Κριτόβουλου αποτελείται από μια επιστολή προς τον Μωάμεθ και από πέντε βιβλία. Στην επιστολή πλέκεται το εγκώμιο τού Μωάμεθ. Στο πρώτο βιβλίο τών Ιστοριών του αναφέρεται στα γεγονότα τής Αλώσεως, τα οποία δεν έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας. Αν και Έλληνας ο ίδιος, παρουσιάζει τα γεγονότα τού 1453 από την οπτική γωνία τής τουρκικής πλευράς. Αποκαλεί τον σουλτάνο «αυτοκράτορα μέγιστον» και «βασιλέα βασιλέων», δηλαδή τού αποδίδει τίτλους που ανήκαν στον βυζαντινό αυτοκράτορα. Ο Κριτόβουλος μάλλον ανήκε στους ανθενωτικούς. Αποδίδει την ήττα τών Βυζαντινών στην πολεμική αρετή τών Οθωμανών. Καταπιάστηκε μετά το 1467 με την ιστορική παρουσίαση τών γεγονότων τής Αλώσεως.

[11] Ο Δούκας γεννήθηκε γύρω στο 1400 και πέθανε περίπου το 1470. Εστάλη επενειλημμένως στη Δύση ως πρεσβευτής τού βυζαντινού κράτους και γνώριζε την τουρκική γλώσσα. Στα γεγονότα τού 1453 ήταν παρών και έζησε τις καταστροφές. Το έργο του γράφτηκε μεταξύ τών ετών 1450-1462. Ουσιαστικά στο έργο του αποτυπώνεται η Εποχή τών Παλαιολόγων. Χαρακτηρίζει τον Μωάμεθ «κοινόν τής οικουμένης όλεθρον». Παρουσιάζει με ζωντάνια τα λόγια τού Κωνσταντίνου στην αρχή τής πολιορκίας αλλά και κατά την ώρα που πεθαίνει. Περιγράφει λεπτομερώς την Άλωση και αφηγείται το μαρτύριο τού Λουκά Νοταρά. Ο Δούκας ήταν υπέρμαχος τής ενώσεως τών Εκκλησιών, κυρίως για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Αποδίδει τις νίκες τών Οθωμανών και την Άλωση τής Πόλης στις αμαρτίες τών Χριστιανών. Το ιστορικό του έργο αναφέρεται μέχρι τα γεγονότα τού έτους 1462, όταν αναφέρεται στην πολιορκία τής Μυτιλήνης από τους Τούρκους. Υπήρξε αριστοκράτης  και περιφρονούσε τον όχλο. Πιθανόν να αιχμαλωτίσθηκε ή να φονεύθηκε.

[12] Ο Σφραντζής υπήρξε αυτοκρατορικός υπάλληλος στην αυλή τών Παλαιολόγων. Γεννήθηκε στην Κων/πολη το 1401 και πέθανε γύρω στο 1478. Από ηλικίας 16 ετών ήταν στην υπηρεσία τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄. Αργότερα συνδέθηκε με τον Κων/νο Παλαιολόγο, τον οποίο υπηρέτησε συνεχώς μέχρι την Άλωση. Κατέλαβε ανώτατα αξιώματα και ανέλαβε αποστολές στο εξωτερικό. Τις μέρες τής μεγάλης καταστροφής, είδε τους τέσσερις γιους του να πεθαίνουν. Κατά την Άλωση αιχμαλωτίσθηκε. Ύστερα από την Άλωση ο Σφραντζής, μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη που του είχε απομείνει, κατέφυγε στην Πελοπόννησο και κατόπιν στην Κέρκυρα, όπου έγραψε το Χρονικόν, δηλαδή τα γεγονότα τών ετών 1258-1476. Το Χρονικό διασώθηκε σε δυο μορφές, την Majus (=εκτενέστερη) και την Minus (=συντομότερη). Το 1468 εκάρη μοναχός με το όνομα Γρηγόριος στη Μονή Ταρχανιτών. Ο Σφραντζής ανήκε στους ανθενωτικούς και πίστευε πως η υποχωρητική στάση τών Βυζαντινών κατά τη Σύνοδο τής Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-39) συνετέλεσε τα μέγιστα στην Άλωση.

[13] «Μικρόν προ τής πολιορκίας, ο βασιλεύς διέταξε τούς δημάρχους και στρατηγούς ίνα έκαστος μετ’ ακριβείας καταγράψη τον αριθμόν τού δήμου, πάντας τούς στρατευσίμους κοσμικούς και κληρικούς, και τίνα και πόσα όπλα είχεν έκαστος μαχητής. Τους καταλόγους τούτους διέταξε τον Φραντζήν ίν’ αθροίση. Μετά πολλής λύπης και σκυθρωπότητος ανεκοίνωσεν ο Φραντζής τω βασιλεί, τον αριθμόν τών εν τη πόλει Ελλήνων μαχητών. Τον αριθμόν τούτον εις ουδένα ανεκοίνωσεν ο βασιλεύς, όστις στενάξας εκ καρδίας ουδέν είπεν. Ήσαν όμως κατά την μαρτυρίαν τού Φραντζή καί τινες ανωφελέστατοι και δειλοκάρδιοι, οίτινες προ της πολιορκίας πανοικεί εκ της πόλεως έφυγον. Όλοι οι Έλληνες μαχηταί εν τοις καταλόγοις τούτοις ήσαν τέσσαρες χιλιάδες εννεακόσιοι εβδομήκοντα τρεις, και δύο χιλιάδες ξένων. Όλοι, περίπου επτά χιλιάδες, μέλλοντες ν’ αντιπαραταχθώσι προς τας έξω τών τειχών παρατεταγμένας εκατόν εξήκοντα χιλιάδας τού Σουλτάνου.

   Αμφιβολία δεν είναι ότι οι αριθμοί ούτοι τού Φραντζή είναι πάντων τών ημετέρων και αλλογενών ιστορικών οι αληθέστεροι. Είς τινας απίθανος φαίνεται ο αριθμός ούτος εν τοιαύτη μεγαλοπόλει, εν τη οποία κατά τας παραμονάς τής πολιορκίας συνήλθον τόσοι εκ των περιχώρων μάχιμοι άνδρες, φεύγοντες τον στρατόν τού Μωάμεθ. «Ο δε βασιλεύς προορών προ εξ μηνών…τους χωρίτας τούς εγγύς τής πόλεως, ένδον εκόμιζεν» (Πασπάτης, σελ. 113-114). 

[14] Ο Σφραντζής υπήρξε πρωτοβεστιάριος τού Κων/νου Παλαιολόγου και είχε την εντολή από τον ίδιο τον Κων/νο να καταγράψει τούς μαχίμους. Ο Σφραντζής λοιπόν γράφει για 4.973 Έλληνες και 2.000 ξένους. Το σύνολο δηλαδή τών υπερασπιστών ήταν περίπου 7.000 άνδρες. Αυτές ήταν τότε οι στρατιωτικές δυνατότητες τής Κων/πόλεως, η οποία αριθμούσε πληθυσμό 70-80.000 κατοίκων. Προσέτι, πολλοί, ως ανθενωτικοί, αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Ο πάπας είχε στείλει 50 άνδρες με επικεφαλής τον ελληνικής καταγωγής καρδινάλιο Ισίδωρο. Ο Ισίδωρος, αφού σταμάτησε στη Χίο – που τότε ήταν γενοβέζικη κτήση – στρατολόγησε άλλους 150 άνδρες και τους μετέφερε στην Κων/πολη. Ο Ισίδωρος έλαβε μέρος σε κοινή με τους Ορθοδόξους θρησκευτική λειτουργία, στις 12 Δεκ. 1452, όπου ο Κων/νος Παλαιολόγος τότε επισήμως διακήρυξε την άρση τού Σχίσματος. 

[15] «Τη 26η Ιανουαρίου 1453, αφίχθη εν Κωνσταντινουπόλει ο Γενουήνσιος Ιωάννης Ιουστινιανός Λόγγος, αυτόκλητος, τον οποίον άπαντες οι ιστορικοί ημέτεροι και ξένοι συχνάκις μνημονεύουσι, μετά δύο πλοίων υπ’ αυτού οπλισθέντων, και επτακοσίων στρατιωτών. Μετά μεγάλης τιμής και χαράς υπεδέχθησαν αυτόν ο βασιλεύς και ο λαός. Τα δύο πλοία ηγκυροβόλησαν πλησίον τού εν τω λιμένι Ελληνικού στόλου. Ο Ιουστινιανός μετά τινας ημέρας, διωρίσθη «στρατηγός αυτοκράτωρ και κύριος τού πολέμου παντός και πάσης τής τού πολέμου χρείας τε και παρασκευής». Ώπλισε κάλλιστα και τα φρούρια τού λιμένος, επιδείξας πολλήν στρατιωτικήν εμπειρίαν. Ο Ιουστινιανός ήτο προ δύο ετών διοικητής τού εν Κριμαία Καφά, πολίτης ευϋπόληπτος και καθ’ όλην την πολιορκίαν ανδρείος μαχητής. Κατά τινας ο Παλαιολόγος υπεσχέθη αυτώ την Λήμνον, ως αντιμισθίαν τής βοηθείας αυτού» (Πασπάτης, σελ. 103-104).  

[16] Πρώτοι διδάξαντες περί τής διόλκου υπήρξαν οι αρχαίοι Έλληνες: κατασκεύασαν δίολκο στην Κόρινθο, την εποχή τού Περιάνδρου (6ο π.Χ. αιώνα), μήκους 7-8 χλμ.

[17] Ο πύργος εκείνος υπήρξε απομίμηση ενός αρχαίου ελληνικού μηχανήματος, της ελεπόλιδος. Το συγκεκριμένο πολεμικό μηχάνημα είχε επινοήσει ο Πολύειδος Θεσσαλός και το είχε χρησιμοποιήσει ο Φίλιππος Β΄ ο Μακεδών κατά την πολιορκία τού Βυζαντίου, το έτος 341 π.Χ. Την ελέπολιν τελειοποίησε αργότερα ο Επίμαχος ο Αθηναίος, για λογαριασμό τού Δημητρίου Α΄Πολιορκητού. [ἑλέ-πολις (=αυτή που κυριεύει πόλεις)<ἑλέ-πτολις-ις-ι-εως<ἑλεῖν<αἱρέω (=κυριεύω, πολιορκώ)].

[18] «Γίνωσκε τὰ τοῦ πολέμου ἤδη ἀπήρτησθαι• καὶ καιρός ἐστιν ἀπό τοῦ νῦν πρᾶξαι τὸ ἐνθυμηθὲν πρὸ πολλοῦ παρ’ ἡμῖν νῦν• τὴν δὲ ἔκβασιν τοῦ σκοποῦ τῷ Θεῷ ἐφίεμεν. Τί λέγεις; Βούλει καταλιπεῖν τὴν πόλιν καὶ ἀπελθεῖν, ἔνθα καὶ βούλει, μετὰ τῶν σῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς, καταλιπὼν τὸν δῆμον ἀζήμιον εἶναι καὶ παρ’ ἡμῶν καὶ παρά σοῦ; ἤ ἀντιστῆναι καὶ σὺν τῇ ζωῇ καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἀπολέσεις σύ τε καὶ οἱ μετὰ σέ, ὁ δὲ δῆμος αἰχμαλωτιστθεὶς παρὰ τῶν Τούρκων διασπαρῶσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ;» (Δούκας, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, XXXIX, 1-2).

   «Μάθε ότι έχουν τελειώσει οι πολεμικές προετοιμασίες. Ήρθε πια η ώρα να κάνουμε πράξη αυτό που θέλουμε εδώ και πολύ καιρό. Την έκβασή του την αφήνουμε στο Θεό. Τι λες; Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να φύγεις, όπου θέλεις, μαζί με τους άρχοντές σου και τα υπάρχοντά τους, αφήνοντας αζήμιο το λαό και από μένα και από σένα; Ή θέλεις να αντισταθείς και να χάσεις τη ζωή σου και τα υπάρχοντά σου και συ και οι μετά σου, κι ο λαός, αφού αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, να διασκορπιστεί σ’ όλη τη γη;».

[19] «Εἰ μἐν βούλει, καθὼς καὶ οἱ πατέρες σου ἔζησαν, εἰρηνικῶς σὺν ἡμῖν συζῆσαι καὶ σύ, τῷ Θεῷ χάρις. Ἐκεῖνοι γὰρ τοὺς ἐμοὺς γονεῖς ὡς πατέρας ἐλόγιζον καὶ οὕτως ἐτίμων, τὴν δὲ πόλιν ταύτην ὡς πατρίδα• καὶ γὰρ ἐν καιρῷ περιστάσεως ἅπαντες ἐντὸς ταύτης εἰσιόντες ἐσώθησαν καὶ οὐδεὶς ὁ ἀντισταίνων ἐμακροβίω. Ἔχε δὲ καὶ τὰ παρ’ ἡμῖν ἁρπαχθέντα ἀδίκως κάστρα καὶ γῆν ὡς δίκαια καὶ ἀπόκοψον καὶ τοὺς φόρους τόσους, ὅσους κατὰ τὴν ἡμετέραν δύναμιν, κατ’ ἔτος τοῦ δοῦναι σοι καὶ ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ. Τί γὰρ οἶδας, εἰ θαῤῥῶν κερδᾶναι εὐρεθῇς κερδανθείς; Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν» (Δούκας, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, XXXIX, 3-4).

   «Αν θέλεις να ζήσεις μαζί μας ειρηνικά, όπως και οι πρόγονοί σου, ας έχεις την ευλογία του Θεού. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους γονείς μου ως πατέρες τους και τους τιμούσαν ανάλογα, κι αυτή την πόλη τη θεωρούσαν ως πατρίδα τους. Σε καιρό ανάγκης όλοι τους έτρεχαν μέσα να σωθούν και κανένας αντίπαλός της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτα τα κάστρα και τη γη που μας άρπαξες άδικα, όρισε και ετήσιους φόρους ανάλογα με τη δύναμή μας και φύγε ειρηνικά. Σκέφτηκες ότι ενώ νομίζεις πως θα κερδίσεις μπορεί να βρεθείς χαμένος; Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της• γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας».

[20] «Και εάν και εξ ημών τινές αποκτανθώσιν, ως έθος εστίν εν τοις πολέμοις, γεγραμμένον επί της κεφαλής αυτού, καλώς οίδατε δια του ημετέρου κορανίου τι φησιν ο προφήτης, ότι ο αποθανών εν καιρώ τοιούτω ολόσωμος εν τω παραδείσω μετά του Μωάμεθ αριστήσει και πιεί, και μετά παίδων και μετά γυναικών ωραίων και παρθένων εν τόπω χλοερώ και μεμυρισμένω άνθεσιν αναπαυθή, και εν λουτροίς ωραιοτάτοις λουσθή, και εν εκείνω τω τόπω εκ Θεού έξει ταύτα. Ενταύθα δε πάλιν εξ εμού πας ο εμός στρατός και άρχοντες της αυλής μου, εάν νικήσωμεν, ο μισθός ον έξουσι παρ' εμού, κατά την αναλογίαν εκάστου διπλασίων έσται ου τα νυν έχουσι, ος από του νυν άρξηται έως τέλους της ζωής αυτών. Και ημέραις τρισίν η πόλις πάσα υμών έσεται. Και ει τι δ' αν σκυλεύσητε και εύρητε χρυσίου και αργυρίου σκεύος και ιματισμόν, αιχμαλώτους τε άνδρας και γυναίκας, μικρούς τε και μεγάλους, ουδείς δυνηθείη αυτούς υμίν αιτήσαι ή τι ενοχλήσαι εις ουδέν» (Γεώργιος Σφραντζής, Χρονικόν, Βιβλίον Γ΄, ε).

   Μετάφραση: «Και αν και από μας σκοτωθούν μερικοί, όπως συνήθως γίνεται στους πολέμους, κατά το γραφτό του καθενός, ξέρετε καλά από το κοράνι μας τι λέει ο προφήτης, ότι αυτός που πεθαίνει σε τέτοια περίσταση ολόσωμος στον παράδεισο θα φάει και θα πιει με τον Μωάμεθ, και θα αναπαυτεί με παιδιά και με γυναίκες ωραίες και παρθένες σε τόπο χλοερό και ευωδιαστό από άνθη, και θα λουστεί σε ωραιότατα λουτρά, και σ' εκείνο τον τόπο αυτά θα έχει από το θεό. Εδώ πάλι από μένα, όλος ο στρατός μου και οι άρχοντες της αυλής μου, αν νικήσουμε, ο μισθός που θα πάρουν από μένα θα είναι, ανάλογα με τον καθένα, διπλάσιος από αυτόν που παίρνουν τώρα, και θα αρχίζει από τώρα ως το τέλος της ζωής τους. Κι αν βρείτε και αρπάξετε τίποτε χρυσαφικό ή ασημικό και ρουχισμό, αιχμαλώτους και άντρες και γυναίκες, μικρούς και μεγάλους, κανένας δε θα μπορεί να σας τους πάρει ή να σας ενοχλήσει σε τίποτε».

[21] Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος προς τους συμπολεμιστές του: «Υμείς μεν, ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί και γενναιότατοι συστρατιώται και πας ο πιστός και τίμιος λαός, καλώς οίδατε ότι έφθασεν η ώρα και ο εχθρός της πίστεως ημών βούλεται ίνα μετά πάσης τέχνης και μηχανής ισχυροτέρως στενοχωρήση ημάς, και πόλεμον σφοδρόν μετά συμπλοκής μεγάλης και συρρήξεως εκ της χέρσου και θαλάσσης δώση ημίν μετά πάσης δυνάμεως, ίνα ει δυνατόν, ως όφις τον ιόν έκχυση και ως λέων ανήμερος καταπίη ημάς. Δια τούτο λέγω και παρακαλώ υμάς, ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής ως πάντοτε έως του νυν εποιήσατε, κατά των εχθρών της πίστεως ημών. Παραδίδωμι δε υμίν την εκλαμπροτάτην και περίφημον ταύτην πόλιν και πατρίδα ημών και βασιλεύουσαν των πόλεων. Καλώς ουν οίδατε, αδελφοί, ότι διά τέσσαρά τινα οφειλέται κοινώς εσμέν πάντες ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζήν· πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως χριστού κυρίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων. Λοιπόν, αδελφοί, εάν χρεώσταί εσμεν υπέρ ενός εκ των τεσσάρων αγωνίζεσθαι έως θανάτου, πολλώ μάλλον υπέρ πάντων τούτων ημείς, ως βλέπετε προφανώς, και εκ πάντων μέλλομεν ζημιωθήναι. Εάν δια τα εμά πλημμελήματα παραχωρήση ο Θεός την νίκην τοις ασεβέσιν, υπέρ της πίστεως ημών της αγίας, ην Χριστός εν τω οικείω αίματι ημίν εδωρήσατο, κινδυνεύομεν ο έστι κεφάλαιον πάντων. Και εάν τον κόσμον όλον κερδήση τις και την ψυχήν ζημιωθή, τι όφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως υστερούμεθα και την ελευθερίαν ημών. Τρίτον βασιλείαν την ποτέ μεν περιφανή, νυν δε τεταπεινωμένην και ωνειδισμένην και εξουθενημένην απωλέσαμεν, και υπό του τυράννου και ασεβούς άρχεται. Τέταρτον δε και των φιλτάτων τέκνων και συμβίων και συγγενών υστερούμεθα» (Γεώργιος Σφραντζής, Χρονικόν, Βιβλίον Γ΄, στ).

   Μετάφραση: «Και σεις, ευγενέστατοι άρχοντες και ενδοξότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί και γενναιότατοι συστρατιώτες και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, ξέρετε καλά πως έφτασε η ώρα και ο εχθρός τής πίστης μας θέλει με κάθε τρόπο και μηχανικό μέσο να μας πιέσει σφοδρότερα και να κάνει ορμητικό πόλεμο με μεγάλη συμπλοκή και σύγκρουση από στεριά και θάλασσα με όλες του τις δυνάμεις, για να χύσει σαν φίδι το δηλητήριο και να μας καταβροχθίσει σαν ανήμερο λιοντάρι. Γι' αυτό λέγω και σας παρακαλώ να σταθείτε παλικαρίσια και με γενναία ψυχή, όπως κάνατε πάντοτε ως τώρα, ενάντια στους εχθρούς τής πίστης μας. Σας παραδίνω αυτή την ενδοξότατη και περίφημη πόλη και πατρίδα μας και βασίλισσα τών πόλεων. Ξέρετε λοιπόν καλά, αδελφοί, ότι για τέσσερα πράγματα έχουμε κοινή υποχρέωση όλοι να προτιμήσουμε να πεθάνουμε παρά να ζούμε· πρώτο για την πίστη και την ευσέβεια μας, δεύτερο για την πατρίδα, τρίτο για το βασιλιά που έλαβε την εξουσία με χρίσμα και τέταρτο για συγγενείς και φίλους. Λοιπόν, αδελφοί, αν έχουμε καθήκον να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου για ένα από τα τέσσερα αυτά, πολύ περισσότερο έχουμε για όλα αυτά, όπως καθαρά βλέπετε, και όλα πρόκειται να τα χάσουμε. Αν για τις δικές μου αμαρτίες ο Θεός παραχωρήσει τη νίκη στους ασεβείς, ριχνόμαστε στον κίνδυνο για την πίστη μας την αγία, την οποία ο Χριστός μας χάρισε με το δικό του αίμα· και αυτό είναι το κυριότερο από όλα. Γιατί, αν κερδίσει κανείς τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του, ποιο είναι το όφελος; Δεύτερο, με τον τρόπο αυτό στερούμαστε περίφημη πατρίδα και τη λευτεριά μας. Τρίτο, τη βασιλεία την άλλοτε σπουδαία και τώρα ταπεινωμένη και ντροπιασμένη και εξουθενωμένη θα τη χάσουμε και θα εξουσιάζεται από τύραννο και ασεβή. Τέταρτο, θα στερηθούμε και τα πολυαγαπημένα μας παιδιά και τις γυναίκες και τους συγγενείς μας».

***

   Πριν από τη μεγάλη μάχη, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και ο Μωάμεθ φαίνεται πως απηύθυναν λόγο στους πολεμιστές τους. Πρόκειται δηλαδή για δυο δημηγορίες, για δημόσιες αγορεύσεις σημαινόντων προσώπων απέναντι σε συγκεκριμένα ακροατήρια, με σκοπό τη διαμόρφωση τής κοινής γνώμης κατά τους στόχους τού εκάστοτε δημόσιου αγορητή. Η ιστορικότητα τών δυο δημηγοριών αμφισβητείται από πολλούς, δηλαδή εκφράστηκαν αμφιβολίες για το αν πράγματι εκφωνήθηκαν εκείνοι οι λόγοι και, αν πράγματι εκφωνήθηκαν, σε ποιον βαθμό το περιεχόμενό τους αντιστοιχεί σ’ αυτό που παρέδωσε εκτενώς ο Κριτόβουλος για τον Μωάμεθ και ο Σφραντζής για τον Παλαιολόγο. Οι δυο δημηγορίες, ακόμα κι αν πράγματι εκφωνήθηκαν, σίγουρα ήταν αδύνατο να διασωθούν όπως αρχικά ειπώθηκαν από τους ομιλητές. Ίσως πάλι και να διατυπώθηκαν σύμφωνα με τις προσωπικές απόψεις τού Κριτόβουλου και του Λεονάρδου τού Χίου. Πάντως, όπως κι αν έχει το πράγμα, είτε δηλαδή αυτές οι δημόσιες ομιλίες εκφωνήθηκαν όντως από τους δυο αντίπαλους ηγέτες είτε αποτελούν «αυθαίρετες» κατασκευές – η μια τού Κριτόβουλου και η άλλη τού Λεονάρδου τού Χίου, – σίγουρα οι ομιλίες αυτές εκφράζουν και διασώζουν την αντίληψη δυο εντελώς ανόμοιων κόσμων που συγκρούστηκαν μεταξύ τους: ο ένας κόσμος, ο παλαιός (του Παλαιολόγου), αντιστάθηκε προκειμένου να μην απεμπολήσει πίστη και ιδανικά. Ο άλλος κόσμος (του Μωάμεθ), ο νέος κόσμος, με το σφρίγος και την ορμητικότητά του, κατακτά, δια των όπλων, τον παλαιό κόσμο τής βυζαντινής παρακμής.

   Υποστηρίχθηκε ότι η δημηγορία τού Μωάμεθ είναι μάλλον μια υποκειμενική κατασκευή τού Ίμβριου ιστορικού Κριτόβουλου, ο οποίος λόγω τής φιλοτουρκικής του στάσης απέδωσε στον Μωάμεθ τα συγκεκριμένα λόγια. Κάτι ανάλογο διαβλέπουν κάποιοι ότι συνέβη και με τη δημηγορία τού Παλαιολόγου: ο Σφραντζής, βασισμένος στα όσα ανέφερε για τον Κωνσταντίνο ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος ο Χίος, βάζει στο στόμα τού τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα περισσότερο μια ομιλία καλογέρου παρά τον λόγο ενός βασιλιά και στρατιωτικού ηγέτη, έναν λόγο που είναι ο επικήδειος τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

   Σύμφωνα με τον Κριτόβουλο (Κριτοβούλου Ξυγγραφής Ιστοριών, Α 48-50.5), ο Μωάμεθ, την προπαραμονή τής μεγάλης επίθεσης, συγκάλεσε πάντας τούς εν τέλει τε και περί αυτόν…το τε άγημα τού στρατού και την περί αυτόν πάσαν ύλην και τους μίλησε. Ο Μωάμεθ, απευθυνόμενος στους στρατιώτες του, αναφέρθηκε στην τόλμη και ανδρεία τους, υπομιμνήσκοντάς τους πως τα όσα μέχρι τη στιγμή εκείνη είχαν κατακτήσει δεν τους χαρίστηκαν αλλά ήταν αποτέλεσμα τής πολεμικής τους αρετής. Υπενθύμισε στους στρατιώτες του τα οφέλη που θα αποκόμιζαν, αν κατάφερναν να κυριεύσουν την Πόλη: πλούτη κάθε είδους από τα πλουσιόσπιτα και τα παλάτια, χρυσά και αργυρά αφιερώματα και κειμήλια, πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια, γενναίους άρχοντες που θα τους υποδούλωναν, γυναίκες και παιδιά που οι κατακτητές θα απολάμβαναν ως τρόπαιο μετά τη νίκη. Ο Μωάμεθ υποσχέθηκε τριήμερη δήωση και λεηλασία τής Βασιλεύουσας σε ένα καταπονημένο στράτευμα που έπρεπε, πάση θυσία, να νικήσει. Επομένως ο Μωάμεθ, ως άριστος γνώστης τής ψυχολογίας τού στρατεύματος και διαμορφωτής τής κοινής γνώμης (opinion leader), επιχειρεί να ξυπνήσει τις επιθυμίες τού πλήθους και απευθύνεται στα κατώτερα ένστικτα τού ακροατηρίου του! Ωστόσο, επειδή θεωρεί υποτιμητικό οι στρατιώτες του να πολεμούν μόνο για υλικές απολαύσεις, επιχειρεί να αφυπνίσει και τη φιλοδοξία τους: πόλιν ταύτην αιρήσετε ης το κλέος πάσαν επήλθε την οικουμένην (=θα κυριεύσετε μια πόλη που τη δόξα και τη φήμη της καμμιά πόλη δεν έχει σ’ όλη την οικουμένη). Συνεπώς, κατά τον Μωάμεθ, δυο θα πρέπει να είναι τα κίνητρα τής πολεμικής δράσης τών ανδρών του, πρώτα οι υλικές απολαύσεις και μετά η δόξα. Τελειώνοντας την ομιλία του, περιγράφει την οικτρή κατάσταση τών τειχών τής Πόλης και των πολιορκημένων, δείχνοντας ότι η πολεμική επιχείρηση δεν θα συναντήσει ιδιαίτερες δυσκολίες. Τέλος, απευθύνεται, ξεχωριστά σ’ έναν έναν, στους ανώτατους αξιωματικούς τού στρατού και του στόλου και τους θυμίζει πως του καλώς πολεμείν τρία είναι τα αίτια, το τε εθέλειν και το αισχύνεσθαι και το τοις άρχουσι πείθεσθαι.

   Στην απέναντι πλευρά τών τειχών, τη βραδιά τής Δευτέρας 28ης Μαΐου, σύμφωνα με τη διήγηση τού Σφραντζή, ο Παλαιολόγος ήταν ο πρωταγωνιστής συγκινητικών στιγμών και σκηνών. Ο Παλαιολόγος συνάξας πάντας τούς εν τέλει άρχοντας και αρχομένους, δημάρχους και εκατοντάρχους και ετέρους προκρίτους στρατιώτας, με λόγια γεμάτα ταπεινοσύνη, απευθύνθηκε στους συστρατιώτες του: «Γνωρίζετε πολύ καλά, αδελφοί μου, ότι είμαστε υποχρεωμένοι για τέσσερα πράγματα να πολεμήσουμε μέχρι θανάτου: πρώτον για την πίστη και θρησκεία μας, δεύτερον για την πατρίδα μας, τρίτον για τον βασιλέα μας, τον αντιπρόσωπο τού Θεού στη γη, και τέταρτον για τους συγγενείς και φίλους μας. Αν λοιπόν, αδελφοί μου, οφείλουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου για ένα από αυτά τα τέσσερα ιδανικά, θα πρέπει να είμαστε πολύ περισσότερο πρόθυμοι να δώσουμε και τη ζωή μας ακόμα καί για τα τέσσερα μαζί». Συνεπώς οι Βυζαντινοί έπρεπε να πολεμήσουν για συγκεκριμένες αξίες και ιδανικά, και όχι για απολαύσεις και εφήμερη επίγεια δόξα. Αν ηττώντο, θα έχαναν την πίστη, την πατρίδα, την ελευθερία, τους αγαπημένους τους. Τελειώνοντας την ομιλία του ο Παλαιολόγος επισήμανε πως ο αλιτήριος αμηράς θα προσπαθούσε οπωσδήποτε να κυριεύσει την Πόλη, βασιζόμενος στη στρατιωτική του υπεροχή, ενώ οι υπερασπιστές τής Πόλης είχαν εμπιστοσύνη στην ανδρεία τους που την αντλούν από τη θεία δύναμη. Τα λόγια τού Παλαιολόγου μίλησαν στις ψυχές τών στρατιωτών, που δεν σκέφτονταν πια τις ζωές τους, τις οικογένειες και τις περιουσίες τους, ει μη μόνον τού αποθανείν ίνα την πατρίδα φυλάξωσι.

 

***

   Οι δυο δημηγορίες, εκείνη τού Μωάμεθ και η άλλη τού Παλαιολόγου, κατ’ ουσίαν αντιπαραθέτουν δύο κόσμους καταφανώς διαφορετικούς, δύο διαφορετικούς κώδικες αξιών, την ύλη με το πνεύμα: οι Μωαμεθανοί, πεθαίνοντας, θα κέρδιζαν ευδαιμονία και καλοπέραση δίπλα στον Αλλάχ, και όχι στέφανον αδαμάντινον εν ουρανοίς και μνήμην αιωνίαν και αξίαν εν τω κόσμω. Οι Βυζαντινοί πολεμούν για πατρίδα και θρησκεία, οι Οθωμανοί για υλικές απολαύσεις και πρόσκαιρη φήμη και δόξα. Οι επιτιθέμενοι επιδιώκουν υλικά αγαθά και δόξα, οι αμυνόμενοι μετατρέπουν τη ζωή τους σε μέσον προκειμένου να περιφρουρήσουν την πίστη, την πατρίδα και την ανθρώπινή τους αξιοπρέπεια. Η ζωή έχει αξία και είναι το υπέρτατο αγαθό, μόνο εάν παράλληλα με αυτήν διασφαλίζεται η αξιοπρέπεια και η τιμή τού ανθρώπου. Ειδάλλως, εάν ο ανθρώπινος βίος ευτελίζεται, η ζωή εκπίπτει σε επιβίωση και απλή βιολογική λειτουργία.

[22] βασιβουζούκος ο: <τουρκ. başıbozuk (=ασύδοτος)-ος. Αλβ. bashibozuk. α)  άτακτος στρατιώτης τού οθωμανικού στρατού. β) απείθαρχος, ασύδοτος άνθρωπος.

[23] γενίτσαρος ο: <τουρκ. yeniçeri (=γενίτσαρος)<yeni (=νέος, καινούριος)+çeri (=στρατός). Τούρκος στρατιώτης τού πεζικού. Οι γενίτσαροι ήταν κυρίως εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα. Επώνυμα Γενιτσαριώτης, Γενιτσαράκης, Γενιτσαρίδης, Γενιτσαρόπουλος. 

[24] Στις 8 ώρα το πρωΐ τής 29ης Μαΐου τραυματίζεται από βέλος στο στήθος ο γενναίος Ιουστινιάνης. Μεταφέρεται με πλοίο στη Χίο, όπου και πεθαίνει καθ’ οδόν.

   «…ο Ιουστινιανός, ο ανδρείος μαχητής, ο μέχρι τούδε τοσαύτα πράξας υπέρ τής κινδυνευούσης πόλεως, ετραυματίσθη εν τω δεξιώ στήθει από σφαίραν τηλεβόλου. Ως είδε το αίμα ρέον εκ του τραύματος, ηλλοιώθη η όψις αυτού, ελιποψύχησε και απήλθε προς θεραπείαν τού τραύματος. Ουδέν είπε τοις μετ’ αυτού στρατιώταις, ίνα μη επέλθη σύγχυσις και απώλεια εν τω στρατώ. Οι πολεμούντες Ιταλοί ιδόντες τον γενναίον στρατηγόν αποχωρούντα, έπεσαν εις αθυμίαν και ταραχήν. Ο Παλαιολόγος βλέπων τούς στρατιώτας περιλύπους και τον Ιουστινιανόν αναχωρούντα, λέγει αυτώ: «αδελφέ, τι τούτο πεποίηκας; Στρέψον εν τω διατεταγμένω σοι τόπω, η πληγή αύτη ολίγον τι έστι, στρέψον ότι τα νυν η πλείων ανάγκη εστίν, η πόλις εις χείρας σου κρέμαται ίνα λυτρώσης αυτήν». Ματαίως ελάλει ο βασιλεύς. Περίφοβος και άτολμος ανεχώρησεν εκ του στρατού ο Ιουστινιανός και μετ’ αυτού πολλοί Ιταλοί στρατιώται. Αφίχθη εις Γαλατάν και εκείθεν εκπλεύσας προς την Χίον ετελεύτησε κατά τον διάπλουν και ετάφη εν Χίω. Δεν εμιμήθη ο Ιουστινιανός τον Παλαιολόγον δυνάμενον ίνα φύγη, αλλά προτιμήσαντα μετά τών υπηκόων αυτού να συναποθάνη.

   Ταύτην την ατολμίαν και απόδρασιν τού γενναίου τούτου μαχητού, υπό πάντων μνημονευομένην, πάντες ομοφώνως ψέγουσι, κατακρίνοντες αυτόν ότι εν τη τελευταία ταύτη ώρα, δεν παρέμεινεν αγωνιζόμενος μέχρι θανάτου. Ο βασιλεύς δεν απώλεσε το θάρρος αυτού. Μετά τών εναπολειφθέντων ευαρίθμων Ελλήνων ηκολούθει γενναίως μαχόμενος.

   Η αποχώρησις τού Ιουστινιανού απενέκρωσε τούς συμμάχους Βενετούς και Γενουηνσίους. Οι Ιταλοί απολέσαντες τον ανδρείον αυτών ηγέτην, απώλεσαν το θράσος αυτών. Την σύγχυσιν ταύτην τού Ελληνικού στρατού ιδόντες οι Οθωμανοί και μαθόντες τού Ιουστινιανού την αναχώρησιν, μετά πολλού θάρρους ώρμησαν προς τα τείχη, ενθαρρυνόμενοι από τους αρχηγούς αυτών και κυρίως από τον Σουλτάνον αυτόθι σφοδρώς συναγωνιζόμενον» (Πασπάτης, σελ. 181-183). 

[25] Κερκόπορτα: <κέρκος (=ουρά ζώου, απόληξη σώματος, το έσχατο σημείο τού σώματος) + πόρτα (=ακραία, ουραία θύρα). Μικρή πύλη στα τείχη τής Πόλης, μέσω τής οποίας πιστεύεται ότι οι Οθωμανοί εισήλθαν και άλωσαν την Πόλη. Και μεταφ: αδύνατο σημείο το οποίο μπορεί να αποβεί αιτία πλήρους καταστροφής και διάλυσης. Π.χ. Το συγκεκριμένο αντεργατικό νομοσχέδιο ανοίγει την κερκόπορτα για απολύσεις. [κέρκος: παράγωγα (κερκοπίθηκος, κέρκουρος, κερκοφόρος, κερκόλυρα)].

[26] Δίπλα στον Κων/νο πολέμησαν ο εξάδελφός του, Θεόφιλος Παλαιολόγος, ο Ιωάννης Δαλματάς ή Δαλμάζης και ο Ισπανός ευγενής δον Φρανσίσκο δε Τολέδο.

   Σχετικά με τον ηρωισμό τού τελευταίου Παλαιολόγου ο ιστορικός Σαράντος Καργάκος σημειώνει: «Ο Κωνσταντίνος, εκείνη την αποφράδα Τρίτη σκοτώθηκε στην Πύλη του Ρωμανού. Αλλ’ αμέσως αναστήθηκε στην ψυχή του λαού. Δεν είναι τυχαίο ότι από τους 80 και πλέον Αυτοκράτορες, που κάθισαν στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, μόνον ο Κωνσταντίνος πέρασε στο θρύλο, έγινε τραγούδι και σύμβολο. Ούτε ο Βουλγαροκτόνος, ούτε ο Νικηφόρος Φωκάς πέρασαν στο δημοτικό τραγούδι. Σ’ αυτό πέρασε μόνον ο Κωνσταντίνος. Γιατί σ’αυτόν ο λαός είδε τη θέληση για αντίσταση, τη διάθεση για θυσία. Ο Κωνσταντίνος πέφτει και το Γένος … ανέστη! Διότι της Αναστάσεως προηγείται η Σταύρωση. Ο Κωνσταντίνος είναι ο Εσταυρωμένος βασιλιάς της ιστορίας μας.
Έπεσε μαχόμενος σαν Σπαρτιάτης• μέσα του είχε κάτι από το φρόνημα των Θερμοπυλομάχων. Ας μην ξεχνάμε ότι έζησε και έδρασε στα χώματα που γέννησαν τον Λεωνίδα. Στο Μυστρά, άλλωστε, στέφθηκε Αυτοκράτορας. Στην Πόλη δεν πήγε σαν Βυζαντινός, σαν Ρωμαίος• πήγε σαν Έλληνας και μάλιστα Σπαρτιάτης. Μαζί του πήρε τη ψυχή του Λεωνίδα. Μίλησε, έδρασε, πέθανε σαν Λεωνίδας. Ας θυμηθούμε την απάντηση που έδωσε στο Σουλτάνο, όταν έναντι πολλών ανταλλαγμάτων τού ζητήθηκε παράδοση: «Το δε την Πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτε άλλου των κατοικούντων. Κοινή γαρ γνώμη αποθανούμεν εν ταύτη και ου φεισόμεθα της ζωής ημών
. Η απόκριση αυτή είναι μια μακρινή απήχηση τού «μολών λαβέ». Μια πρόδρομη μορφή τού νεώτερου «ΟΧΙ».

   (Σαράντος Καργάκος, Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος: Ὁ Τελευταῖος Τῶν Βυζαντινῶν Καὶ Πρῶτος Τῶν Ἑλλήνων, Κάστρο Χλεμούτσι, 27/5/2018).

[27] «…Ο Παλαιολόγος εν τω κατωτέρω μέρει τού περιβόλου μαχόμενος, βλέπων τούς Οθωμανούς παμπληθείς συρρέοντας και τους Έλληνας εις φυγήν τρεπομένους, έφιππος αφίχθη εν τω μέσω τών αντιμαχομένων και βλέπων τούς Έλληνας προς την πύλην ορμώντας και τους εχθρούς ακωλύτως αναβαίνοντας το έσω τείχος, δακρύων παρεκάλει τούς ευαρίθμους στρατιώτας, ίνα μετά θάρρους αντιστώσι προς τους εφορμώντας εχθρούς. …Εν τη ώρα τής αιματηράς ταύτης συρρήξεως και της διαφυγής τών Ελλήνων, πάσα σωτηρίας ελπίς απωλέσθη. Τότε κεντήσας τον ίππον αυτού ο μεγάθυμος βασιλεύς ώρμησεν εν τω μέσω τών Οθωμανών, ήδη κυριευσάντων άπαντα τον περίβολον. Υπ’ ολίγων ακολουθούμενος και το ξίφος εσπασμένον κρατών, πολλούς τών εχθρών εθανάτωσε. Τετραυματισμένος και αιμόφυρτος, δεν έπαυσεν αγωνιζόμενος. …

   Εν τη ταραχή ταύτη, των Ελλήνων πάντων δραμόντων προς την πύλην τού Αγίου Ρωμανού, και πολλών αυτόθι καταπατουμένων και θανατωθέντων, έμεινεν ο Παλαιολόγος μονώτατος, γενναίως αντιμαχόμενος, και μετά πόνου βλέπων πάντων την απόδρασιν, ανέκραξεν, «ουκ έστι τις των Χριστιανών τού λαβείν την κεφαλήν μου απ’ εμού;». Τότε Τούρκος έπληξε τον βασιλέα κατά πρόσωπον, και άλλος όπισθεν έδωσεν ετέραν πληγήν. Κατέπεσεν ο βασιλεύς εκ του ίππου και εξέπνευσεν επί των αυτόθι πτωμάτων φίλων και εχθρών».   

   (Αλέξανδρος Πασπάτης, «Πολιορκία και άλωσις τής Κων/πόλεως υπό των Οθωμανών εν έτει 1453», σελ. 184-186, Αθήναι, 1890 (επανέκδοση εκδ. Εκάτη, 2009).

   Ο Πασπάτης, ως άριστος γνώστης τής παλαιάς Κων/πόλεως, εντόπισε το σημείο όπου έπεσε ο Κων/νος: «Εν τω στενώ τούτω περιβόλω, μάνδρα τη σήμερον προβάτων ρυπαρά και κακόσμω, κατέπεσεν άκλαυστος και αμνημόνευτος ο βασιλεύς Παλαιολόγος υπό πάντων εγκαταλελειμμένος και μέχρι τέλους ανδρείως αγωνιζόμενος προς μυρίους στρατούς και ηγεμόνα οξύνουν και μεγαλουργόν» (Πασπάτης, σελ. 155-156).

   Ο Σπυρίδων Λάμπρος (Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τ. 4, σελ. 91) παραπέμπει σε χρονικό σημείωμα τής εποχής, σύμφωνα με το οποίο ο Κων/νος σκοτώθηκε «εις τον Άγιον Ρωμανόν έμπροσθεν».

   Σχετικά δε με το πτώμα τού τελευταίου βασιλέως υπάρχει διχογνωμία. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι δεν βρέθηκε. Άλλοι πάλι λένε πως θάφτηκε στους Αγίους Αποστόλους και πως, όταν ο συγκεκριμένος ναός κατεδαφίστηκε προκειμένου να κτισθεί το τζαμί τού Πορθητή, τα λείψανα τού Κων/νου μεταφέρθηκαν και ενταφιάσθηκαν στο ναό τής Αγίας Θεοδοσίας (Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Α΄, σελ. 266).

[28] δήωσις (=καταστροφή, λεηλασία πόλης ή χώρας, ερήμωση): <αρχ. δηΐόω (=σφαγιάζω, σκοτώνω, τεμαχίζω).

[29] «…Οι Οθωμανοί, εκ των τειχών και του λιμένος τρέχοντες προς την ποθεινήν αυτών λείαν, και θανατόνοντες πάντας τούς τυχόντας άνδρας κυρίως τούς οπλοφόρους, εισήρχοντο χάριν λείας εν ταις εκκλησίαις και ιδιωτικαίς οικίαις και επιθέτοντες σύμβολά τινα επί των κτιρίων εκώλυον εις άλλους την είσοδον τών λεηλατουμένων κτιρίων. Αφίχθησαν τέλος εν τω ναώ τής Αγίας Σοφίας περί την ενάτην ώραν τής πρωΐας. Τας κεκλεισμένας πύλας τού έξω και έσω νάρθηκος κατέβαλον δια πελέκεων και ξιφήρεις εχύθησαν εντός τού αναριθμήτου όχλου ολολύζοντος και οδυρομένου. Εν τοιαύτη συγχύσει διεχωρίζοντο συγγενείς, μητέρες απώλεσαν τα τέκνα, τέκνα τας μητέρας, και οι περιδεέστεροι περιέτρεχον από τόπου εις τόπον χάριν σωτηρίας. Φόνοι εν τω ναώ τούτω δεν εγένοντο, ιδόντων τών Οθωμανών ότι εν τω ναώ ένοπλοι άνδρες δεν εφαίνοντο. Άπαντες παρεδόθησαν ως πρόβατα περίφοβα, διότι επί κεφαλής αυτών εσείοντο τα αιματόβαπτα τών εχθρών ξίφη. Εκ των αιχμαλωτισθέντων πρώτοι ήσαν αι ευειδείς γυναίκες, αι τρυφεραί παρθένοι και αι νεάζουσαι μοναχαί. Κύριοι συνεδένοντο μετά των οικετών, δέσποιναι μετά υπηρετριών. Δια ώραν τινά εισήρχοντο και εξήρχοντο οι Οθωμανοί, οτέ μέν ωθούντες προς τα πρόσω, οτέ δε ραβδίζοντες τούς αιχμαλώτους και τούτους θέτοντες εν τόπω ευθέτω, επανήρχοντο συνάγοντες ετέρους αιχμαλώτους κλαίοντας και οδυρομένους.

   Μετά την σύναξιν τών αιχμαλώτων ήρχισαν οι Οθωμανοί συλώντες τα πολύτιμα τού ναού κοσμήματα, κατακόπτοντες τας εικόνας και αφαιρούντες πάντα κόσμον αυτών. Αφήρεσαν πάντα τα χρυσά και αργυρά σκεύη, και εν ριπή, εξεγύμνωσαν άπαντα τον ναόν καταλιπόντες αυτόν έρημον και παντός κοσμήματος γυμνόν.

   Εν τη υπό των Λατίνων σταυροφόρων αλώσει τής Κωνσταντινουπόλεως τω 1204ω, υπέφερεν η μεγαλόπολις αύτη τα πάνδεινα, απωλέσασα πλείστα τής αρχαιότητος καλλιτεχνήματα και πολύτιμα Ελληνικά χειρόγραφα, υπό των αρπάγων σταυροφόρων εις Ευρώπην κομισθέντα, αλλ’ οι ενοικούντες Έλληνες μικρόν έπαθον. Ελεηλάτησαν τότε τούς τάφους τών επιφανών ανδρών και βασιλέων, και επυρπόλησαν μέγα μέρος τής Κωνσταντινουπόλεως. Την σήμερον, η σφαγή τών Ελλήνων και η σύλησις τών εκκλησιών και ανακτόρων ήτο χείρων τής πρώτης. Την αξιοθρήνητον τής μεγαλοπόλεως ταύτης ερήμωσιν και των αρχαίων κειμηλίων την φθοράν επέφερεν η τριήμερος αύτη λεηλασία, σφαγή και αιχμαλωσία.

   Περιέγραψα τα εν Αγία Σοφία γενόμενα, ως ιστορούνται ουχί μόνον υπό των ημετέρων αλλά και των αλλογενών. Άπασαι αι εκκλησίαι, μοναί, τα ανάκτορα τα μεγάλα τής ακροπόλεως και των Βλαχερνών, υπέστησαν την αυτήν ερήμωσιν. Οι Οθωμανοί κατ’ αρχάς συνέρρεον εν ταις εκκλησίαις, ένθα εύρισκον λείαν πλουσίαν και πρόχειρον. Έρριπτον κατά γης τας εικόνας και πάντα τα ιερά, εκγυμνούντες αυτά τού αργύρου και χρυσού. Ταύτα κατακόπτοντες και θραύοντες εξέρριπτον επί των τριόδων. Ήνοιγον και ελεηλάτουν τας θήκας τών γεραρών ανδρών, τεθαμμένων κυρίως εν τω ιερώ βήματι τών επισήμων εκκλησιών. Οι κρατήρες και αι φιάλαι τής ιεράς κοινωνίας επληρούντο ποτών προς προπόσεις και ευωχίας. Ιερά σκεύη, πέπλα τίμια μετά χρυσού ενυφασμένα και μετά λίθων και μαργάρων κεκοσμημένα, επωλούντο, άλλα εν πυρί εχωνεύοντο προς εξαγωγήν τού χρυσού.

   Τα ιερά βιβλία και πάμπολλα Ελληνικά χειρόγραφα παρεδίδοντο άλλα μεν εις πυρ, άλλα δε ατίμως κατεπατούντο. Πολλά τούτων επωλήθησαν τότε εις ευτελεστάτην τιμήν. Αι τράπεζαι τών ναών ανετρέποντο, οι τοίχοι ανηρευνώντο. Το έδαφος τών ναών ανεσκάπτετο προς εύρεσιν θησαυρών αργύρου και χρυσού» (Πασπάτης, σελ. 194-196).    

[30] «Πόσοι μάχιμοι άνδρες απεβίωσαν διαρκούσης τής πολυημέρου πολιορκίας και εν τη τελευταία εφόδω, αγνοούμεν. Κατά τον Δούκαν όλοι οι φονευθέντες μάχιμοι άνδρες ήσαν περίπου δύο χιλιάδες. Κατά τινας, ηνδραποδίσθησαν πλείονες τών εξήκοντα χιλιάδων ανθρώπων, πάσης τάξεως και παντός γένους. Τινές επωλήθησαν και εις Εβραίους. Τούτων πολλοί ακολούθως εξηγοράσθησαν. Αι δε παρθένοι και ευειδείς νέαι πιθανόν ετάφησαν αι πλείσται εις τους γυναικωνίτας τών Οθωμανών μεγιστάνων.

   Κατά τον Κριτόβουλον, απέθανον τών Ρωμαίων και των ξένων συμμάχων καθ’ όλην την πολιορκίαν και εν τη πύλη τού Αγίου Ρωμανού, άνδρες, γυναίκες και παίδες, ως ελέγετο, περίπου τετρακισχίλιοι. Ηχμαλωτεύθησαν πλείονες τών πεντακισμυρίων. Της δε Οθωμανικής στρατιάς απεβίωσαν περίπου πεντακόσιοι» (Πασπάτης, σελ. 195-196).  

[31] «Διά τινα ώραν μετά την Άλωσιν, ο Μωάμεθ…διέμενε παρά τα τείχη επιβλέπων την λεηλατουμένην πόλιν. Την μεσημβρίαν εισελθών εις την πόλιν μετά τού επιτελείου αυτού, δια της πύλης τού Αγίου Ρωμανού, έκθαμβος εθεάτο το μέγεθος και την λαμπρότητα αυτής, το πλήθος και κάλλος τών οικοδομών, ιδιωτικών και δημοσίων, τα νεώρια και τον λιμένα, θαυμάσας την ευφυΐαν τών ιδρυσάντων και καλλωπισάντων την πόλιν ταύτην. Οίκτος όμως πάραυτα κατέλαβεν αυτόν, θεώμενον την φθοράν και τον όλεθρον ήδη γενόμενον υπό των ορμώντων και λεηλατούντων αυτήν στρατιωτών. Μετεμελήθη δια την τόσην φθοράν τής περικαλλούς ταύτης πόλεως και δακρύσας είπεν «οίαν πόλιν εις διαρπαγήν και απώλειαν δεδώκαμεν!».

   … Μέχρι τής εισόδου τού Μωάμεθ άγνωστος ήτο ο θάνατος τού βασιλέως Παλαιολόγου. Προσέταξεν ο Μωάμεθ ίνα ερευνήσωσιν αν ζη ή απέθανε. Τινές μεν έλεγον ότι ετελεύτησεν εν τη μάχη, τινές δε ότι έφυγεν, άλλοι ότι ήτο κεκρυμμένος εν τη πόλει. Έπεμψεν ο Μωάμεθ άνδρας ίνα ερευνήσωσι τα πτώματα τών εν τω περιβόλω σωρηδόν κατακειμένων Χριστιανών και Οθωμανών. Ματαίως έπλυναν πλείστας τών αναιρεθέντων κεφαλάς ίνα γνωρίσωσι τον βασιλέα. Ευρήκαν κατά τινας τέλος το σώμα το ακέφαλον τού Παλαιολόγου, το οποίον ανεγνώρισαν εκ των βασιλικών ενδυμάτων και πεδίλων, επί των οποίων ήσαν γεγραμμένοι χρυσοί αετοί κατά το έθος τών Βυζαντινών βασιλέων. Κατά διαταγήν τού Σουλτάνου περιχαρούς επί τη ευρέσει ταύτη, το βασιλικόν πτώμα ετάφη μετά βασιλικής τιμής.

   Φρονώ ότι ουδέποτε ανευρέθη το πτώμα τού Παλαιολόγου. Ηδύνατο να γνωρισθή εκ των υποδημάτων αυτού, αλλά ταύτα πιθανόν αφηρέθησαν από τινας θηρεύοντας λείαν. Συνετάφη ο βασιλεύς εν κοινώ λάκκω μετά τών συμπολεμιστών και εχθρών αυτού, και ο περίβολος ένθα γενναίως μαχόμενος έπεσεν, είναι μέχρι τής σήμερον τόπος απρόσιτος ένεκα τής κακοσμίας αυτού. Η διχογνωμία πάντων τών ιστορησάντων την άλωσιν τεκμαίρει την απώλειαν τού βασιλικού πτώματος.

   Τα όσα ο Ισίδωρος διηγείται περί τής κεφαλής τού Παλαιολόγου περιφερομένης εν τη πόλει και υπό του λαού χλευαζομένης είναι μύθος. Τα αυτά επαναλαμβάνει και ο Μοντάλδος, προσθέτων ότι η κεφαλή ήτο ανδρός ομοιάζοντος τον αποθανόντα βασιλέα. Άπαντα ταύτα είναι μυθώδη» (Πασπάτης, σελ. 188-200). 

[32] αμιράς ο: <μεσν. αμιράς<αραβ. amīr-άς. Μουσουλμάνος ηγεμόνας σε αραβική χώρα κατά τον Μεσαίωνα.

[33] «Κατά τους τέσσαρας τελευταίους αιώνες τού κράτους, οι Βυζάντιοι εξησθένησαν, οτέ μεν προς τούς Οθωμανούς τής Ανατολής μαχόμενοι, οτέ δε προς τους Ιταλούς. Φαύλοι βασιλείς, καταχρασταί άρχοντες, σκαιός λαός, και έριδες θρησκευτικαί επετάχυναν την πτώσιν τού κράτους τούτου υπέρ τα χίλια έτη βιώσαντος. Μη αποτρέπομεν όμως τα όμματα ημών από τας ατυχίας τού έθνους. Όλη αύτη η ιστορία αγώνων και θανάτου τών ημετέρων πατέρων κάλλιστα δύναται ημάς τους απογόνους αυτών να συνετίση.

   Διά τινας αιώνας κραταιόν προτείχισμα ήτο το Βυζαντινόν κράτος. Την πτώσιν αυτού επετάχυναν οι εν τω κράτει εμπορευόμενοι Ιταλοί, τους οποίους σφόδρα περιεποιούντο οι βασιλείς. Εις τοσαύτην αγερωχίαν έφθασαν οι Γενουήνσιοι τού Γαλατά, ώστε εκήρυξαν πόλεμον κατά του απέναντι κράτους, λιθοβολούντες το Βυζάντιον εκ των απέναντι υψωμάτων τού Γαλατά. Ολίγον κατ’ ολίγον, οι ολίγοι Γενουήνσιοι εμπορευόμενοι εν τη παραλία τής Κωνσταντινουπόλεως μετά των Αμαλφηνών και Βενετών, λαβόντες προνόμια τών νωχελών αυτοκρατόρων, εκώλυσαν τούς Βυζαντίους από την ναυτιλίαν τού Ευξείνου Πόντου, και εκόμιζον οι ίδιοι εις Ιταλίαν και Ευρώπην τα υφάσματα τών Ινδιών και τον σίτον τής Ρωσσίας και Ρουμανίας. Επήλθε μετέπειτα η άλωσις τού κράτους υπό των Σταυροφόρων τω 1204, ότε τρεις πυρκαϊαί και η σύλησις τής Κωνσταντινουπόλεως ηρήμωσαν το κράτος και ενέσπειραν μίσος άσπονδον μέσον Ελλήνων και Ιταλών.

   Η βασιλεία τών ξένων μέχρι τού 1261 και οι αγώνες τού Πάπα υπέρ τής υποταγής τών Βυζαντίων ηρέθισε τον Ελληνικόν λαόν. Από του 1261 μέχρι τής τελευταίας αλώσεως, εβίωσε το έθνος εν τω μέσω δύο εχθρών, των Οθωμανών εξ Ανατολής και των Ιταλών εκ δύσεως. Όλοι οι αγώνες και αι ταλαιπωρίαι τού Ελληνικού έθνους, οτέ μεν πολεμούντος οτέ δε πολεμουμένου, δεν έπεισαν τούς Ιταλούς ότι ματαίως αγωνίζονται να υποτάξωσι το φιλόθρησκον Ελληνικόν έθνος εις την αρχηγίαν τού Πάπα. Αύτη η επιμονή, ολονέν σφοδρυνομένη, ηρέθιζε τούς Ιταλούς, κυριεύσαντας επαρχίας και νήσους τού κράτους και αιτούντας την υποταγήν τών Ελλήνων εν αυτή τη ώρα τής τελευταίας αλώσεως» (Πασπάτης, σελ. 68-69).   

[34] φεουδαρχία (=κοινωνικοοικονομικό σύστημα, στη Μεσαιωνική Ευρώπη, που βασιζόταν στον θεσμό τού φέουδου, τιμαριωτισμός, δουλοπαροικία): <φέουδο [φέουδο το: <βεν. feudo/ιταλ. feudo<μεσνλτν. feudum. Μεγάλη έκταση αγροτικής γης, που παραχωρούσε κατά το Mεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη ο κυρίαρχος ηγεμόνας σε ευγενή, ευπατρίδη για εκμετάλλευση. Τιμάριο, τσιφλίκι].

[35] Ο Ούγγρος Ουννάδης, εχθρός τών Τούρκων, για να αποστείλει βοήθεια στο Βυζάντιο, ζήτησε ως αντάλλαγμα δυο πόλεις, τη Μεσημβρία και τη Σηλυβρία. Ο Κων/νος δέχθηκε εκείνη την πρόταση, ωστόσο η ουγγρική βοήθεια δεν έφθασε ποτέ.

   Ο βασιλιάς τής Καταλανίας, για την παροχή βοήθειας, ζήτησε ως αντάλλαγμα την Λήμνο. Ο Κων/νος πάλι δέχθηκε, όμως ούτε οι Καταλανοί έστειλαν βοήθεια.

   Ο Σέρβος ηγεμόνας Γεώργιος Βράνκοβιτς απέστειλε βοήθεια στους Τούρκους αντί στον Κων/νο!

   Οι Βενετοί απέστειλαν πέντε πλοία, υποχρεώνοντας τον Κων/νο να πληρώνει τα πληρώματά τους.

   Και η Γένοβα βοήθησε δια της αποστολής τού Ιωάννη Ιουστινιάνη.

[36] πεσιμισμός ο: <γαλλ. pessimism(e)-ός<λατ. pessimus-a-um (=κάκιστος, χείριστος), υπερθ. βαθμός τού επιθ. malus-a-um (=κακός). Φιλοσ.: η απαισιόδοξη αντίληψη για τη ζωή, η αντίληψη ότι το κακό υπερισχύει τού καλού. [Αντώνυμο οπτιμισμός (=η αντίληψη ότι το καλό υπερισχύει τού κακού)<γαλλ. optimisme<λατ. optimus (=βέλτιστος, άριστος, κάλλιστος)]. 

[37] βακούφι το: <τουρκ. vakıf (=ίδρυμα, βακούφι). Κτήμα αφιερωμένο σε μοναστήρι ή ίδρυμα. Θρησκευτικό φιλανθρωπικό ίδρυμα. Μετόχι.

[38] τζαμί το: <τουρκ. cami (από τα αραβ.). Το μουσουλμανικό τέμενος, ευκτήριος οίκος.

[39] «Οι άρχοντες Οθωμανοί μετά την άλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως, σχετιζόμενοι μετά τών Ευρωπαϊκών εθνών, είχον ανάγκην ξένων γλωσσών τας οποίας παντελώς ηγνόουν. Διερμηνείς τού κράτους αναφαίνονται πολλάκις εξωμόται Πολωνοί. Τούτων τινάς απέστελλον εις Ευρώπην. Τοιούτοι άνδρες, οι πλείστοι αγράμματοι και ανάγωγοι, πολλάκις έφερον εις πολλήν δυσχέρειαν το κράτος.

   Τω 1660ω  διερμηνεύς τού κράτους ανηγορεύθη ο Παναγιωτάκης Συκούσης, Χίος την πατρίδα, και μέχρι τούδε διερμηνεύς τής εν Κωνσταντινουπόλει Αουστριακής πρεσβείας. Τον άνδρα τούτον διερμηνέα τών Οθωμανών γενόμενον, παρευρεθέντα εν τη πολυχρονίω πολιορκία τής Κρήτης, και διασώσαντα πολλούς Βενετούς κυρίους τότε τής νήσου, καλεί ο φον Χάμμερ άνδρα οξυνούστατον και μέγιστον τών τότε χρόνων πολιτικόν άνδρα. Τον αποβιώσαντα Παναγιωτάκην διεδέχθη ο επίσης περικλεής πολιτικός Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, τον οποίον μεγάλως ετίμησεν ο αυτοκράτωρ τής Αουστρίας. Αμφότεροι οι άνδρες ούτοι, Έλληνες το γένος και πιστοί τού κράτους διερμηνείς, ευηρέστησαν τούς Οθωμανούς άρχοντας. Ήσαν οι πρώτοι διερμηνείς τού Οθωμανικού κράτους, και πάντων τών διαδόχων αυτών οι νοημονέστεροι πολιτικοί. Από της διερμηνείας τού Παναγιωτάκη μνημονεύεται πολλάκις η Ελληνική ενέργεια εν τη ιστορία τού Οθωμανικού κράτους» (Πασπάτης, σελ. 212-213).  

[40] ραγιάς ο: <τουρκ. raya, reaya (=ραγιάς, ποίμνια, κοπάδι, μη μουσουλμάνοι υπήκοοι) (από τα αραβ.)+-ς. Ο μη μουσουλμάνος υπόδουλος υπήκοος τής οθωμανικής αυτοκρατορίας.

[41] «Οι μεγάλοι τών Σταυροφόρων συγγραφείς και οι μετά των Ελλήνων συμπολεμήσαντες ολίγοι Ιταλοί, οι χλευάζοντες την ατολμίαν τών ευαρίθμων Ελλήνων, δεν εσκέπτοντο, … ότι δια τοσούτους αιώνας προπύργιον ακλόνητον κατά τών ευτόλμων και πολυαρίθμων Αράβων και Οθωμανών ήτο το Βυζαντινόν κράτος. Όταν μετά την άλωσιν ο μεγαλουργός Σουλεϊμάν, ο νομοθέτης, διέτρεχε αμαχητί τας πεδιάδας τής Ουγγαρίας και Γερμανίας και οι στόλοι αυτού ατιμωρητί ελεηλάτουν τας παραλίους τής Ιταλίας πόλεις, τότε μόνον εξετίμησαν τούς πολυετείς κατά τών Οθωμανών αγώνας τών Ελλήνων. Τούτου βασιλεύοντος, συνέγραψαν οι Γερμανοί δεήσεις και ύμνους ικετηρίους ψαλλομένους εν ταις εκκλησίαις αυτών, ίνα ο Παντοδύναμος Θεός, ο μόνος ικανός, ελευθερώση αυτούς από τα ακαταμάχητα τών Οθωμανών όπλα.

   Οι εν Κωνσταντινουπόλει τότε προσερχόμενοι πρέσβεις τών Χριστιανικών κρατών, ικετεύντες από τους αγερώχους Οθωμανούς είτε ειρήνην είτε εμπορικήν συνθήκην, προσήρχοντο μετά πλουσίων δώρων, πολλάκις δε προπηλακιζόμενοι, εν αισχύνη αποπέμποντο. Μετά τρόμου πολλού ήκουεν η Ευρώπη, και κυρίως η Ιταλία, τας απειλάς τών Οθωμανών ηγεμόνων, εξερχομένας από τα πρόθυρα τής Αγίας Σοφίας. Δεν είχον εισέτι λησμονήσει οι πέρα τού Βυζαντινού κράτους βιούντες Ευρωπαίοι τας εκλιπαρήσεις τών ψυχομαχούντων Βυζαντίων και τας κενάς αυτών υποσχέσεις. Κωφεύοντες εις τας παρακλήσεις τών Βυζαντινών βασιλέων υπέφερον δια χρόνους πολλούς τής αναλγησίας αυτών την δικαίαν τιμωρίαν» (Πασπάτης, σελ. 69-71).  

Σχετικά Άρθρα