Ο Κώστας Μαρδάς στο εργαστήρι του συγγραφέα

Τετ, 08/10/2025 - 18:58

 

Η ποίηση της ποίησης μου (Ή το λευκό στο μαύρο)

«Χώμα ελευθερίας μωβ», εκδ. Νίκας

 

Το θυμάμαι αμυδρά: Πρέπει να ήμουν στη δευτέρα ή τρίτη δημοτικού. Στο ελληνικό σχολείο «Σωκράτης» Μόντρεαλ, επί της οδού Sherbroοke, όπου φοίτησα παιδί αγροτών-μεταναστών από το χωριό Θολοποτάμι Χίου, μέχρι το 1965. Μάλλον εορτασμός 25ης Μαρτίου. Υπόγεια αίθουσα εκδηλώσεων. Ανέβηκα στη σκηνή, αλλά από το άγχος μου ξέχασα στα μισά τους στίχους του εθνικοπατριωτικού ποιήματος… Μια εμπειρία που με έκανε να μην έλκομαι από τα συνήθως συμβατικά ομοιοκατάληκτα υψηλών ρητορικών τόνων. Και μάλιστα ενώπιον κοινού. Με δεκάδες μάτια συνομηλίκων.

Χρειάσθηκε να περάσει… μισός αιώνας για να πάρω από τον… εαυτό μου τη γλυκιά εκδίκηση, απαγγέλλοντας ποίημά μου από το υπερυψωμένο πάλκο που είχε στηθεί στην πλατεία Συντάγματος, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Δήμου Αθηναίων για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης:

«Αφόρητη είσαι ζωή / Χωρίς ένδοξο πένθος»… (Κατάληξη από την πρώτη μου ποιητική συλλογή ΑΘΗΝΑ ΜΕ ΘΟΛΟ ΠΟΤΑΜΙ, Εκδόσεις Άγκυρα, 2016).

Η πρώτη μου επαφή με βιβλιοθήκη ήταν πάλι στο Μόντρεαλ. Στο Πανεπιστήμιο McGill. Με πήρε μαζί του ένα γειτονάκι. Μεγαλύτερο από μένα. Συγχωριανός και συγγενής μας. Έμεινε δίπλα μας, στο Colonial Street. Μαγεύτηκα. Από τη συμμετρία των βιβλίων, έτσι που στεκόταν προσοχή! Και αφηνόταν να το πάρεις στα χέρια σου!

Επιστρέφοντας στο χωριό μας, δυσκολεύτηκα να προσαρμοσθώ στα βιβλία της τετάρτης Δημοτικού. Ειδικά στην καταραμένη Ορθογραφία.

Διαβάζοντας με το φως της λάμπας. Καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα δεν είχε έρθει ακόμη. Αλλά, το «φως» το ανακάλυψα με χαρά μεγάλη, όταν σε έναν χώρο του γραφείου της κοινότητας το Εθνικό Ίδρυμα «Βασιλεύς Παύλος» στοίβαξε εκατοντάδες βιβλία. Μυθιστορήματα, ιστορικά, διηγήματα. Όχι όμως ποίηση.

Στο τέλος της χρονιάς, ο δάσκαλός μου έγραψε πάνω σε ένα τετράδιο ότι φαίνεται πως διαβάζω εξωσχολικά βιβλία, παραμελώντας τα επίσημα.

Τελειώνοντας το εξατάξιο γυμνάσιο, δεν είχα συγκινηθεί από την ποίηση. Η κλασικίζουσα θεματογραφία, η παιδικότητα της ρίμας και ο φωτογραφικός ρεαλισμός, με κρατούσαν σε απόσταση.

Όταν έφθασα στην οραματική Αθήνα, στην «Πάντειο Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών», 1974, Μεταπολίτευση, ένας νέος κόσμος μπήκε μέσα. Ο κόσμος της μοντέρνας ποίησης: Ρίτσος, Σεφέρης, Ελύτης. Η «Αγία Τριάδα» του μοντερνισμού.

Θυμάμαι το 1977 τον Ρίτσο στην αίθουσα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, επί της Πανεπιστημίου, να απαγγέλει το ποίημά του «Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο». Είχα προωθηθεί στις πρώτες θέσεις. Με μάγεψε! Μορφή ιερατική! Με έβλεπε κατά διαστήματα που τον έβλεπα με δέος. Κατάματα. «Κουράγιο μικροκόρη μας που μας εγίνεις μάνα». Ανατριχίλα. Δίστασα να τον πλησιάσω. Το έκανα αργότερα μετά τη συναυλία στον Πανιώνιο, σε εκδήλωση συμπαράστασης στον Χιλιανό λαό. Πάνω σε μια φωτογραφία του Μίκη μου έδωσε αυτόγραφο. Και το κρατάω σαν εικόνισμα. Και στην κηδεία του Μενέλαου Λουντέμη, Γενάρης του 1977 έσπευσα και τον είδα να προσέρχεται αγέρωχος στη Μητρόπολη, με εκείνη την επιδεικτική γούνα – παλτό. Που προκαλούσε σχόλια…

Ναι. Ο ποιητικός λόγος κυριαρχούσε σε συναυλίες, μουσικές σκηνές, στα μεγάφωνα διαδηλώσεων εν μέσω κυνηγητού από τα ΜΑΤ. Και το βράδυ αντάρτικα τραγούδια στις ταβέρνες των Εξαρχείων. Παράλληλα, βρήκα την ελληνική και αμερικανική αντι-ποίηση: Κατερίνα Γώγου – «Τρία κλικ αριστερά». Άλαν Γκίνζμπεργκ – «Το ουρλιαχτό».

Στην υπόγεια φοιτητική μου γκαρσονιέρα, επί της οδού Ματρώζου, στο Κουκάκι, τα βιβλία ποίησης πλειοψηφούσαν έναντι των μαρξιστικών. Που… όφειλαν να μελετούν οι σπουδαστές της υψιπετούς εποχής. Του life style των… αμπέχονων. Κι ας μην κάναμε ποτέ μια διαμαρτυρία για τους διωκόμενους ποιητές του Ανατολικού μπλοκ…

Όμως: Δεν με συνεπήρε η αριστερή ρητορικότητα που κυριαρχούσε τότε. Οι πρώτοι μου στίχοι βγήκαν μέσα από τη μαβιά λύπη μου. Που για… ακατανόητους λόγους «έσταζε από τη βρύση μιας ανίας». Παρά τις εκρήξεις της νεότητας με ποτά, σχέσεις και… ιδεολογικές αγρυπνίες.

Τα καλοκαίρια, δουλεύοντας στο καφενείο του πατέρα μου, ανάμεσα σε ποτήρια και καφέδες, ξέκλεβα χρόνο για να διαβάσω – για… χιλιοστή φορά – το «Πεθαίνω Σα Χώρα», του εκ Θεσσαλονίκης Δημήτρη Δημητριάδη.

Υπηρετώντας τη στρατιωτική μου θητεία ως δόκιμος αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, στην 124 Πτέρυγα Βασικής Εκπαίδευσης στην Τρίπολη, δεν παρέλειπα να αγοράζω το «Δέντρο». Θυμάμαι πάντα το ποίημα του εκκεντρικού Ντίνου Χριστιανόπουλου «για ένα μα…. αγόρι που όταν φοράει μπότες, ομορφαίνει…».

Και το άδειο στρατόπεδο υπήρξε για μένα χώρος έμπνευσης, καθώς «μου λύγιζε την καρδιά, σε κίτρινο λίπος».

Μετέπειτα, στην επαγγελματική μου πορεία, που ξεκίνησε από το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ, 26χρονος στην εφημερίδα «Έθνος», αντικρίζοντας τους νομοθέτες από το θεωρείο, τους είδα «με κεφαλή αγελάδας να ψάλλουν ευλαβικά το Ωσαννά στον Αρχηγό…».

Πέρασαν πάνω από 30 χρόνια, αλλά συνειδητά δεν εξέδωσα τα ποιήματά μου. Επέλεξα να μελετήσω όλους τους Έλληνες ποιητές και όλους τους ξένους. Με προτίμηση στον Εμπειρίκο και στον Μπωντλέρ. Και μετά να εμφανισθώ στην ποίηση. Με το πρώτο ποιητικό μου «Αθήνα με Θολό – Ποτάμι» το 2009, εκδόσεις Άγκυρα. Ύστερα «Γυμνή Θεολογία», εκδόσεις Βακχικόν το 2016. Ακολούθως «Και τί ειν΄ ωρέ ο Θάνατος μπρος στην ασυμμετρία;», εκδόσεις Καμπύλη το 2021. Και προ ημερών το τέταρτο –και θέλω να πιστεύω τελευταίο- «Χώμα Ελευθερίας Μωβ», εκδόσεις Νίκας.

«Πέραν των ηλιακών συστημάτων Πέραν των μεγάλων φιλοσόφων Των μεγάλων ποιητών Των μεγάλων εφευρετών Των μεγάλων αγίων Οφειλόμενη τιμή Και στα αποχετευτικά συστήματα»

Προηγουμένως και ενδιαμέσως κυκλοφόρησα: «Η Ελλάδα στα δίχτυα των Βάσεων», εκδόσεις Καστανιώτη 1989, «Πίσω από τον Ήλιο», Γνώση 1994, «Τα μεγάλα παιδιά της Βουλής», Στάχυ, 2000, «Βάσεις, Αίμα και Πετρέλαιο», Λιβάνης, 2002, «17+1 Ονόματα», Κάκτος, 2004, «Ξεκαρφώματα», Κλειδάριθμος, 2015, «Χορεύοντας στον γκρεμό του δανεισμού», Καμπύλη, 2021, Αλέξανδρος Παναγούλης – Πρόβες Θανάτου», Ιδιωτική έκδοση, 1998, Νίκας, 2022.

Θητεύοντας στο κοινοβουλευτικό και πολιτικό ρεπορτάζ κατάφερα –ξεστρατίζοντας- να γνωρίσω από κοντά τα μυθικά ονόματα του τραγουδιού που ανθοβολούν ποίηση. Με πρώτον τον Μίκη. Επεδίωξα, μέσω κοινής γνωστής μας συναδέλφου, να καλύψω δημοσιογραφικά, ως απεσταλμένος της εφημερίδας «Έθνος» και του περιοδικού «Εικόνες», μια συναυλία του το καλοκαίρι του 1988 στο θέατρο της Αρχαίας Εφέσου με Φαραντούρη και Πανδή. Με τα πρώτα λόγια αρχίσαμε ατελείωτες… υπερρεαλιστικού χιούμορ συζητήσεις. Αυτός ο άνθρωπος είχε εντός του χίλιους δεκατρείς. «Μίκης προς Εφεσίους», ο τίτλος της ανταπόκρισής μου. Το 1992, όντας υπουργός Επικρατείας του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με πήρε μαζί του στο ταξίδι του στην Άγκυρα, όπου συνάντησε τον Τούρκο Πρόεδρο Τουργκούτ Οζάλ: «Δεν θέλω ποίηση! Τώρα θέλω μόνο πολιτική, για να μην γεμίσει αίμα το Αιγαίο!». Γι’ αυτόν τον μέγα πολύ-άνθρωπο έγραψα το ποίημα «Ουρανο-Μίκης Α-θανάτου».

Τον ποιητικό Γιάννη Μαρκόπουλο, το 1998 τον επισκεπτόμουν στο απέριττο στούντιό του στην οδό Εφέσου, στου Παπάγου, κατεβαίνοντας μετά τη δουλειά μου από την εφημερίδα προς το Παλαιό Φάληρο – όπου το σπίτι μου. Μου εκμυστηρεύτηκε πως τη μουσική για τα «Μαλαματένια λόγια» την είχε γράψει 13χρονος, καθώς στην Ιεράπετρα άκουγε από το ραδιόφωνο αραβικούς σκοπούς που ερχόταν από το Λιβυκό Πέλαγος με τα κύματα «από καρσί». Τιμή μου που μελοποίησε το ποίημά μου για το πλοίο «Αβέρωφ» που απελευθέρωσε την πατρίδα μου Χίο το 1912:

«Το θωρηκτό που φορτωμένο ελευθερία περιπολεί τους θαλασσίους ουρανούς θα αδειάσει μνήμες με σημαίες και βιβλία και στο πηδάλιο τους Έλληνες Θεούς».

Τον Μανώλη Μητσιά, τραγουδιστή των ποιητών, τον γνώρισα όταν ήμουν στον ALPHA, φιλοξενώντας τον σε εκπομπή το 2002. Μου διηγήθηκε με καμάρι, στο σπίτι του στην Εκάλη, ανάμεσα σε πίνακες με Φασιανό, σε βραβεία, σε αφιερώματα εφημερίδων και φωτογραφίες του Χατζιδάκη, την άρνησή του στην αντιποιητική διασκέδαση.

Επανειλημμένως το 1970 και μετά, έλεγε όχι στις δελεαστικές προτάσεις των επιχειρηματιών να κατέβει από το ποιητικό «Ζουμ» της Πλάκας στις πίστες της παραλίας: «Προτίμησα να χάνω 25.000 δραχμές τη βραδιά, παρά να μαγαριστούν τα λόγια του Σεφέρη, του Γκάτσου, του Λόρκα, μέσα σε ήχους σερβίτσιων…». Το 2012, μεσούντος του αντιμνημονιακού αγώνα, ευτύχισα να τραγουδήσει στο CD «Πατρίδα Δανεισμένη» το ποίημά μου «Μαστίγωναν τ’ αγάλματα / Μ’ αυτά ούρλιαζαν Όχι!».

Συζήτησα ώρες για τον σεφερικό λόγο με τον Δήμο Μούτση στο νεοκλασικού στυλ σπίτι του στο Νέο Ηράκλειο. Καλεσμένος μόνο εγώ με τη γυναίκα μου Καίτη. Την ημέρα της γιορτής του και της γυναίκας του, φιλολόγου Δήμητρας, του Αγίου Δημητρίου, 2007. Μου διηγήθηκε το τι τράβηξε από την Μαρώ, τη γυναίκα του νομπελίστα Σεφέρη, όταν της ζητούσε την άδεια να μελοποιήσει το «Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι…». Λέγοντάς του αυστηρά: «Θέλω να προσέξεις πολύ το έργο του αντρός μου, γιατί…». Όταν του είπα πως αυτό το ποίημα έχει τίτλο «FOG, Say it with a ukulele» και είναι γραμμένο το 1925, όπως είναι η σημείωση του ποιητή στην έκδοση του Ίκαρου, μου απάντησε με τον ωραίο τρελό του τρόπο: «Κώστα! Δεν σε πιστεύω!.. Εγώ νόμιζα ότι γράφτηκε… αύριο!».

Βέβαια, όντας αφιερωμένος στη μάχη του καθημερινού ρεπορτάζ, και μη δημοσιοποιώντας τα ποιήματά μου, δεν είχα την ευκαιρία να ενταχθώ στις ποιητικές παρέες. Και έτσι, μέχρι σήμερα, θεωρούμε «αλεξιπτωτιστής» του χώρου. Εισπράττοντας μια απόρριψη της αίτησης εγγραφής στο σωματείο «Κύκλος Ποιητών»… Ας είναι…

Μόνο στον εκ των κορυφαίων της γενιάς του 70, Ηλία Γκρή, τον οποίο γνώρισα, φοιτητές όντες στη Μεταπολίτευση, εμπιστεύτηκα τα κρυφά γραπτά μου. Και αυτό, ύστερα από τριάντα χρόνια από την εποχή που τον πρωτοείδα ευσταλή φλογερό, πανέντιμο στα γραφεία της επαναστατικής «Εξόρμησης» επί της Χαριλάου Τρικούπη. Μετέπειτα ολοκληρωτικά δοσμένο στην πατρίδα της κοινωνικής – ηρακλείτειας – ιστορικής ποίησης: «Πατρίδα οι δρόμοι σου τραβάν στη Δύση / Μεσ’ των φιδιών τ’ αλισβερίσι».

Στα 35 χρόνια της δημοσιογραφικής μου θητείας στο κοινοβουλευτικό – πολιτικό ρεπορτάζ, στην έντυπη και τηλεοπτική έκφραση, η ομολογημένη μου ερωμένη παρέμεινε η Ποίηση. Προφυλάσσοντάς με από τον μιλιταρισμό. Που ελλοχεύει στα θέματα ελληνοτουρκικών. Με τα οποία ασχολούμαι πια ως «εθελοντής της ενημέρωσης». Πιστεύοντας ότι η άμυνα υπέρ των συνόρων, συνιστά και άμυνα της ελεύθερης Ποίησης έναντι του σύγχρονου Δαρείου…

Ποίησης που δεν αναζητά χιλιοειπωμένες αγάπες και λουλούδια… Παρά το λευκό στο μαύρο μου. Και το μαύρο στο λευκό… Εκδικούμενος – «ηδυσμένω λόγω» – το τρακ της δευτέρας τρίτης Δημοτικού…

 

Σχετικά Άρθρα