Στέφανον εξ’… ανθέων

Γιάννης Τζούμας
Πέμ, 16/04/2020 - 20:10

Θες ήταν παιχνίδι, θες ήταν ρυάκι που παράσερνε, μέρος κι’ εσύ της… μαρίδας πήγαινες μαζί με το κύμα.

Ένα κύμα γεμάτο μυρωδιές, απ’ την φύση, απ’ το λιβάνι, απ’ την κατάνυξη στην Εκκλησιά, απ’ την μυρωδιά, που κουβάλαγε στο πετσί της η σύνοψη της γιαγιάς.

Μπροστά πήγαιναν τα κορίτσια. Ορθόπλωρα, λαμπαδιαστά, μ’ ένα ξεχωριστό αέρα που δεν είχε όνομα, αλλά αν είχε θα το λεγαν ομορφιά, αργότερα μεγαλώνοντας και φιλοσοφώντας καταλάβαινες ότι απλούστατα ο Θεός δεν έφτιαξε τελειότερο πλάσμα απ’ την γυναίκα.

Η αποστολή ήταν συγκεκριμένη, την ήξερες αχνά από την περσινή χρονιά, αλλά τώρα μπορούσες να γίνεις μέλος της παρέας.

Άλλωστε τα μέρη ήταν γνώριμα, οι αυλές των σπιτιών.

Εκεί της ψηλομύτας της… Αθηναίας, δίπλα το προσφυγικό της Κωστούλας, απέναντι της αχώνευτης της χοντρής, που σαν έσπαζε κανένα τριαντάφυλλο του κήπου της, έκανε το έγκλημα των… εγκλημάτων. Μας έσκιζε την μπάλα, που για να μας την δώσει ο μαστρο – Γρηγόρης ο μπακάλης, έπρεπε να αγοράσομε 100 σοκοφρέτες με τα αντίστοιχα χαρτάκια με ποδοσφαιριστές. Από δω ο Σιδέρης, από εκεί ο Δομάζος, παραδίπλα ο Μίμης Παπαϊωάννου και πάλι απ’ την αρχή.

Στην άλλη άκρη της αλάνας ο αυλόγυρος της Μερσίνας με τα γαρύφαλλα και παραδίπλα η Γαρύφαλλω, που ένεκα και ονόματος ζήλευε τα γαρύφαλλα της άλλης και πολύ θα τόθελε να δωροδοκήσει τις γάτες να τις τα ξεπαστρέψουν.

 Στη στροφή το σπιτάκι της Λεμονιάς, με τους ντενεκέδες της φέτας ανθισμένους από μαργαρίτες αλλά και… κουκιά, όλα μαζί ανάκατα, λουλούδια, μάραθο και πάπιες.

Στο βάθος το υπόγειο της γιαγιάς Κούλας, που δεν είχε τίποτα παρά δυό ασβεστωμένα σκαλοπάτια και μια πόρτα σαρακοφαγωμένη, με την τρύπα στην γωνία, για να μπαινοβγαίνει ο γάτος, που τον είχε περί πολλού, γιατί ήταν ο μόνος… σερνικός του σπιτιού.

Τα κορίτσια πήγαιναν μπροστά, εμείς πολύβουο κοπάδι από πίσω. Η κεφαλή σταμάταγε στις πόρτες, η ουρά μπουκάριζε αυτή τη φορά νόμιμα στις αυλές, αφού στην παρανομία εμείς γνωρίζαμε όλες τις τρύπες, αφού στην αυλή της ψηλομύτας δεν ήταν μόνο οι θεόρατες τριανταφυλλιές αλλά η πιο… θεόρατη ακόμα μουσμουλιά από την οποία βίας μάζευε μια χούφτα ελόγου της.

Και εκεί την μέση των αυλών, στα χείλια των πανεριών, γίνονταν το θαύμα.

Η Μερσίνα έκοβε τα πιο καλά της γαρύφαλλα, κοίταζε και δεν ζήλευε εκείνα που πέταγε στο πανέρι η Γαρύφαλλω, η Λεμονιά κρατούσε ένα μάτσο πανέμορφα λουλούδια, οι αυλές βούιζαν και μόνο η γιαγιά Κούλα ήταν σκυμμένη απέναντι στα χωράφια και μάζευε χόρτα, αφού αυτό έκανε μονίμως αν δεν μάζευε σαλιάκους.

Μέχρι και η χοντρή, που φύλαγε τις τριανταφυλλιές, που τις είχε ακόμα ψηλότερα από τον κανακάρη της, έκοβε αλύπητα τα καμάρια της και τα έριχνε στο πανέρι.

Άντε και φέτος θα την ξεπεράσουμε την Τουρλωτή, ο Επιτάφιος μας θα γίνει καλύτερος, όλη η γειτονιά μαράθηκε για να στολιστεί το λείψανο αυτού, που δεν ξέραμε τότε αν ένωνε τους λαούς αρκεί που μπορούσε να ενώσει την Μερσίνα με την Γαρύφαλλο.

Και έτσι στο μούχρωμα τέλειωνε η δική μας αποστολή, με μόνη άνεργη και αμέτοχη την γιαγιά Κούλα, την χορταρού για να αρχίσει το στόλισμα απ’ τα κορίτσια «να φτιαχτεί παιδιά ο πιο ευωδιαστός Επιτάφιος της Χίου».

Και εκεί που άρχιζε η ιεροτελεστία και στο δρόμο για το σπίτι, χαρούμενος που έγινε σήμερα κάτι καινούργιο και λυπημένος, που έχασες την μπάλα, να η γιαγιά Κούλα στη γωνιά να πολεμά πάνω απ’ το καλάθι της η αθεόβοβη, που μέρα που είναι αντί να κόψει δυό λουλούδια από την αυλή που δεν είχε, μάζευε χόρτα.

Η φωνή της μόλις που ακούγονταν ψιθυριστά και κουρασμένα.

«Να σου πω γιουκάκι μου, κάνε μου μια χάρη και με βοηθούν τα ποάρια μου. Πάνε τούτο το στεφάνι, που φτιαξα από αγριολούδουδα και άμε το στον παπά Λίλιγκα και πε του. Ας πεί το «Στέφανον εξ ακανθών» μα μετά ας πεί και ένα στέφανον εξ’ ανθέων, στο άνθος του κόσμου, τον Χριστούλη μας.

 

 

Σχετικά Άρθρα