
10. Παῖς καὶ κόραξ
Μαντευομένης τινὸς περὶ τοῦ ἑαυτῆς παιδὸς νηπίου ὄντος, οἱ μάντεις προέλεγον ὅτι ὑπὸ κόρακος ἀναιρεθήσεται. Διόπερ φοβουμένη λάρνακα μεγίστην κατασκευάσασα ἐν ταύτῃ αὐτὸν καθεῖρξε, φυλαττομένη μὴ ὑπὸ κόρακος ἀναιρεθῇ. Καὶ διετέλει τεταγμέναις ὥραις ἀναπεταννῦσα καὶ τὰς ἐπιτηδείους αὐτῷ τροφὰς παρεχομένη. Καί ποτε ἀνοιξάσης αὐτῆς καὶ τὸ πόμα ἐπιθείσης, ὁ παῖς ἀπροφυλάκτως παρέκυψεν. Οὕτω τε συνέβη τῆς λάρνακος τὸν κόρακα κατὰ τοῦ βρέγματος κατενεχθέντα ἀποκτεῖναι αὐτόν.
[Μια μάννα ρωτούσε διάφορους μάντεις σχετικά με τη μοίρα τού παιδιού της. Το παιδί ήταν νήπιο και δεν είχε μιλήσει ακόμα. Οι μάντεις προφήτεψαν πως το παιδί θα έχανε τη ζωή του από έναν κόρακα. Η μάννα, απ’ το φόβο της, έφτιαξε ένα μεγάλο σεντούκι με καπάκι, και μέσα εκεί «φυλάκισε» το παιδί. Γιατί έτρεμε η ψυχή της μη τυχόν το παιδί της χάσει τη ζωή του από κάποιον κόρακα!Και κάθε τόσο, σε συγκεκριμένες ώρες τής μέρας, άνοιγε το καπάκι τού σεντουκιού κι έδινε στο παιδί στερεές τροφές και νερό. Και μια φορά, όπως όλες τις φορές, που άνοιξε το καπάκι τού κιβωτίου, καθώς έδινε στο παιδί της κάτι να πιεί, το παιδί, απότομα και χωρίς προφύλαξη, έβγαλε το κεφάλι του έξω απ’ το κιβώτιο. Και συνέβη τότε το καπάκι τού κιβωτίου να πέσει με δύναμη πάνω στο κεφάλι του. Τότε ο «κόρακας», δηλαδή το τσιγκέλι (μάνταλο) τού καπακιού, έπεσε πάνω στο μπροστινό μέρος τού κεφαλιού (πάνω απ’ το μέτωπο) τού μικρού παιδιού. Και το σκότωσε.
Δίδαγμα: ο άνθρωπος, ό,τι κι αν κάνει, είναι ανήμπορος ν’ αντισταθεί στις καταδρομές τής Τύχης και να επιβάλει μια δική του πορεία πραγμάτων. «Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον»].
11. Λέων καὶ λαγωός
Λέων περιτυχὼν λαγωῷ κοιμωμένῳ, τοῦτον ἔμελλε καταφαγεῖν· μεταξὺ δὲ θεασάμενος ἔλαφον παριοῦσαν, ἀφεὶς τὸν λαγωόν, ἐκείνην ἐδίωκεν. Ὁ μὲν οὖν παρὰ τὸν ψόφον ἐξαναστὰς ἔφυγεν. Ὁ δὲ λέων ἐπὶ πολὺ διώξας τὴν ἔλαφον, ἐπειδὴ καταλαβεῖν οὐκ ἠδυνήθη, ἐπανῆλθεν ἐπὶ τὸν λαγωόν· εὑρὼν δὲ καὶ αὐτὸν πεφευγότα ἔφη· «Ἀλλ’ ἐγὼ δίκαια πέπονθα, ὅτι ἀφεὶς τὴν ἐν χερσὶ βοράν, ἐλπίδα μείζονα προέκρινα».
Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων μετρίοις κέρδεσι μὴ ἀρκούμενοι, μείζονας δὲ ἐλπίδας διώκοντες λανθάνουσι καὶ τὰ ἐν χερσὶ προϊέμενοι.
[Ένα λιοντάρι βρήκε στο δρόμο του έναν λαγό που κοιμόταν. Τον πλησίασε σιγά σιγά για να τον γραπώσει και να τον φάει. Όμως, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, βλέπει να περνά εκεί δίπλα ένα ελάφι. Τότε παρατά το λαγό, κι άρχισε να καταδιώκει το ελάφι. Ο λαγός, πάνω σ’ όλη αυτή τη φασαρία, ξυπνά και παίρνει δρόμο.
Το λιοντάρι, αν και κυνήγησε επί πολλή ώρα το ελάφι, δεν κατάφερε να το πιάσει. Γυρίζει ξανά πίσω, για να πιάσει το λαγό. Αλλά λαγός δεν υπήρχε! Ο λαγός, ορθά πράττοντας, είχε γίνει άφαντος. Τότε ο λέων απογοητευμένος είπε: «καλά να πάθω! Άφησα το σίγουρο, που τό ’χα μέσ’ στα χέρια μου, για να κυνηγήσω το μεγαλύτερο και ταυτόχρονα αβέβαιο και άπιαστο».
Το ίδιο παθαίνουν και μερικοί: δεν αρκούνται στα μικρά αλλά σίγουρα κέρδη, που τά ’χουν μέσ’ στα χέρια τους. Αλλά κυνηγάνε τα πιο μεγάλα, που όμως είναι αβέβαια και επισφαλή.
Παροιμίες: «Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει», «Αφ’ το σίγουρο ποτέ σου μην ξεφεύγεις!», «Εφήκαμεν τα ήμερα και κυνηγούμεν τ’ άγρια»].
12. Λέων καὶ κάπρος
Θέρους ἐν ὥρᾳ, ὅτε τὸ καῦμα δίψαν ἐμποιεῖ, εἰς μικρὰν πηγὴν λέων καὶ κάπρος ἦλθον πιεῖν. Ἤριζον δὲ τίς πρῶτος αὐτῶν πίῃ· ἐκ τούτου δὲ πρὸς φόνον ἀλλήλων διηγέρθησαν. Ἄφνω δὲ ἐπιστραφέντες πρὸς τὸ ἀναπνεῦσαι, εἶδον γῦπας ἐκδεχομένους ὃς ἂν αὐτῶν πέσῃ, τοῦτον καταφαγεῖν. Διὰ τοῦτο λύσαντες τὴν ἔχθραν εἶπον· «Κρεῖσσόν ἐστιν ἡμᾶς φίλους γενέσθαι ἢ βρῶμα γυψὶ καὶ κόραξιν».
Ὅτι τὰς πονηρὰς ἔριδας καὶ τὰς φιλονεικίας καλόν ἐστι διαλύειν, ἐπειδὴ πᾶσιν ἐπικίνδυνον τέλος ἄγουσιν.
[Ήταν καρδιά καλοκαιριού, τότε που ο καύσωνας είναι αφόρητος και φέρνει μεγάλη δίψα. Ένα λιοντάρι κι ένα αγριογούρουνο βρέθηκαν σε μια πηγή για να πιουν. Άρχισαν να μαλώνουν μεταξύ τους ποιος θα πιει πρώτος. Με τον καβγά, φτάσανε στο σημείο ν’ αρχίσουν πόλεμο μέχρι θανάτου. Ξαφνικά, έτσι όπως πάλευαν και ήταν κι οι δυο αντίπαλοι λαχανιασμένοι, σήκωσαν προς τα πάνω τα κεφάλια τους για να πάρουν λίγο αέρα. Τότε βλέπουν στον ουρανό ένα κοπάδι γύπες να τους περιτριγυρίζουν: οι γύπες περίμεναν ποιος απ’ τους δυο τους θα σκοτωνόταν ώστε να κατεβούν στη γη και να τον φάνε.
Τότε λοιπόν οι δυο αντίπαλοι σταμάτησαν τη φαγωμάρα και είπαν: «Το συμφέρον μας είναι να μονοιάσουμε και να γίνουμε φίλοι, κι όχι να γίνουμε βορά στους γύπες, στους κόρακες και στ’ άλλα αρπακτικά!».
Δίδαγμα: οι ανόητοι καβγάδες και οι ανούσιες φαγωμάρες καλό είναι να σταματούν έγκαιρα. Διότι μονάχα ζημιά προκαλούν σε όλους.
Παροιμίες: «Όπου το φτώμα σωρεύγουνταιν οι ατοί» (=όπου είναι το πτώμα εκεί συσσωρεύονται κι οι αετοί), «Πάμε στην Πόλη να χέσουν όλοι οι κώλοι» (=η Κων/πολη διέθετε οργανωμένο αποχετευτικό σύστημα και συνθήκες δημόσιας υγιεινής), «Αλλί στον πούβρει τον καιρό και δεν τον αρμενίζει», «Ανάθεμα που βρει καιρό κι άλλο καιρ’ ανιμένει! Γιατ' ο καιρός τα πράματα ξανάστροφα τα φέρνει», «Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται»].
12. Λέων καὶ λύκος καὶ ἀλώπηξ
Λέων γηράσας ἐνόσει κατακεκλιμένος ἐν ἄντρῳ. Παρῆσαν δ’ ἐπισκεψόμενα τὸν βασιλέα, πλὴν ἀλώπεκος, τἄλλα τῶν ζῴων. Ὁ τοίνυν λύκος λαβόμενος εὐκαιρίας κατηγόρει παρὰ τῷ λέοντι τῆς ἀλώπεκος, ἅτε δὴ παρ’ οὐδὲν τιθεμένης τὸν πάντων αὐτῶν κρατοῦντα, καὶ διὰ ταῦτα μηδ’ εἰς ἐπίσκεψιν ἀφιγμένης. Ἐν τοσούτῳ δὲ παρῆν καὶ ἡ ἀλώπηξ, καὶ τῶν τελευταίων ἠκροάσατο τοῦ λύκου ῥημάτων. Ὁ μὲν οὖν λέων κατ’ αὐτῆς ἐβρυχᾶτο. Ἡ δ’ ἀπολογίας καιρὸν αἰτήσασα· «Καὶ τίς σε, ἔφη, τῶν συνελθόντων τοσοῦτον ὠφέλησεν ὅσον ἐγώ, πανταχόσε περινοστήσασα, καὶ θεραπείαν ὑπὲρ σοῦ παρ’ ἰατρῶν ζητήσασα καὶ μαθοῦσα;». Τοῦ δὲ λέοντος εὐθὺς τὴν θεραπείαν εἰπεῖν κελεύσαντος, ἐκείνη φησίν· «Εἰ λύκον ζῶντα ἐκδείρας τὴν αὐτοῦ δορὰν θερμὴν ἀμφιέσῃ». Καὶ τοῦ λύκου αὐτίκα νεκροῦ κειμένου, ἡ ἀλώπηξ γελῶσα εἶπεν οὕτως· «Οὐ χρὴ τὸν δεσπότην πρὸς δυσμένειαν παρακινεῖν, ἀλλὰ πρὸς εὐμένειαν».
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι ὁ καθ’ ἑτέρου μηχανώμενος καθ’ ἑαυτοῦ τὴν μηχανὴν περιτρέπει.
[Το λιοντάρι, λόγω γηρατειών και αρρώστιας, ήταν κατάκοιτο στη σπηλιά του. Πήγαν και επισκέφτηκαν το βασιλιά τών ζώων όλα τα ζώα τού δάσους, πλην τής αλεπούς. Τότε βρήκε την ευκαιρία ο λύκος να διαβάλει και να συκοφαντήσει την αλεπού στο λιοντάρι: «Βλέπεις, όλα τα ζώα ήρθαμε εδώ και σε επισκεφτήκαμε, διότι σε νοιαζόμαστε και σ’ αγαπάμε! Μόνο η αλεπού – όπως βλέπεις – «σ’ έχει γραμμένο κανονικά»! Ποιον; Εσένα, το βασιλιά τής ζούγκλας!».
Και καθώς έλεγε τα λόγια αυτά ο λύκος, νά και η αλεπού. Πήρε τ’ αυτί της τα τελευταία αυτά λόγια τού λύκου που την συκοφαντούσαν. Το λιοντάρι, με το που είδε την αλεπού, έτσι όπως ήταν θυμωμένο μαζί της, άρχισε να βρυχιέται.
Η αλεπού ζήτησε λίγο χρόνο να απολογηθεί: «Ποιος απ’ όσους βρίσκονται τώρα εδώ σε νοιάστηκε και ποιος σε ωφέλησε περισσότερο από μένα; Αντίθετα, εγώ, με το που έμαθα πως αρρώστησες, έφερα γύρα όλη την οικουμένη, για να ρωτήσω όλους τούς σοφούς κι όλους τους γιατρούς σχετικά με την αρρώστια σου και να μάθω πώς μπορείς να γίνεις καλά. Και όντως βρήκα τη θεραπεία σου!». – «Και ποια λοιπόν είναι η θεραπεία μου;». – «Η θεραπεία για την αρρώστια σου είναι: να γδάρεις ζωντανό το λύκο, και να φορέσεις ζεστό το τομάρι του!».
Το λιοντάρι αρπάζει αμέσως το λύκο, τον γδέρνει και φορεί το τομάρι του.
Ύστερα η αλεπού, άμα είδε το νεκρό και γδαρμένο σώμα τού λύκου, κάγχασε και είπε: «φίλε μου λύκε, δεν πρέπει να «βάζεις λόγια» και να παρακινείς το αφεντικό εναντίον άλλων συναδέλφων σου! Τ’ αφεντικά τα καλοπιάνουμε, δεν τα εξαγριώνουμε!».
Δίδαγμα: «όποιος σκάβει το λάκκο τού αλλονού, ο ίδιος μέσα πέφτει».
Παροιμίες: «Ό,τι κάμνεις, βρίσκεις», «Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιῆτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται» (Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, 7. 12). Ευαγγελικό: «Μάχαιραν έδωκες, μάχαιραν θα λάβεις»].
13. Παῖς ἀκρίδας θηρεύων καὶ σκορπίος
Παῖς πρὸ τοῦ τείχους ἀκρίδας ἐθήρευε. Πολλὰς δὲ συλλαβών, ὡς ἐθεάσατο σκορπίον, οἰηθεὶς ἀκρίδα εἶναι, κοιλάνας τὴν χεῖρα, οἷός τε ἦν καταφέρειν αὐτοῦ. Καὶ ὃς τὸ κέντρον ἐπάρας εἶπεν· «εἴθε γὰρ τοῦτο ποιήσαις, ἵνα καὶ ἃς συνείληφας ἀκρίδας ἀποβάλῃς».
Οὗτος ὁ λόγος διδάσκει μὴ δεῖν πᾶσι τοῖς χρηστοῖς καὶ τοῖς πονηροῖς κατὰ ταὐτὰ προσφέρεσθαι.
[Ένα παιδί ήταν στην ύπαιθρο, έξω απ’ τα τείχη. Εκεί μάζευε ακρίδες. Μάζεψε καμπόσες. Κάποια στιγμή πήρε το μάτι του κι έναν σκορπιό. Πίστεψε πως κι ο σκορπιός ήταν ακρίδα. Στρογγύλεψε λοιπόν τη φούχτα του και ήταν έτοιμος να του τη φέρει από ψηλά (να τον κλείσει μέσα στη φούχτα του).
Τότε όμως ο σκορπιός σήκωσε το κεντρί του και προειδοποίησε: «έλα λοιπόν, για κάνε αυτή την κίνηση! Έλα, άμα θες να χάσεις κι όσες ακρίδες μάζεψες!».
Το παραμύθι αυτό έχει το εξής δίδαγμα: δεν πρέπει να φερόμαστε με τον ίδιο τρόπο σε όλους, καλούς και κακούς].
14. Παῖς λουόμενος
Παῖς ποτε λουόμενος ἔν τινι ποταμῷ ἐκινδύνευσεν ἀποπνιγῆναι. Ἰδὼν δέ τινα ὁδοιπόρον, τοῦτον ἐπὶ βοηθείᾳ ἐκάλει. Ὁ δὲ ἐμέμφετο τῷ παιδὶ ὡς τολμηρῷ. Τὸ δὲ μειράκιον εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἀλλὰ νῦν μοι βοήθει, ὕστερον δὲ σωθέντι μέμψῃ».
Ὁ λόγος εἴρηται πρὸς τοὺς ἀφορμὴν καθ’ ἑαυτῶν διδόντας ἀδικεῖσθαι.
[Ένας νεαρός κάποτε βούτηξε στα νερά ενός ποταμού για να κολυμπήσει. Παρασύρθηκε από το ρεύμα και κινδύνεψε να πνιγεί. Τότε είδε κάποιον περαστικό, στην όχθη, κι άρχισε να τον καλεί σε βοήθεια. Όμως ο περαστικός, αντί να βουτήξει αμέσως στο ποτάμι για να σώσει τον νεαρό, άρχισε να τον κατηγορεί και «να του τα ψάλλει» πως είναι ανεύθυνος, ριψοκίνδυνος κ.λπ κ.λπ.
Τότε ο νεαρός, που πνιγόταν, του είπε: «έλα τώρα και σώσε με! Μετά βρίσε με όσο θέλεις!».
Δίδαγμα πρώτο: ορισμένοι άνθρωποι πράγματι είναι ανεύθυνοι και ανώριμοι και συχνά εκθέτουν τον εαυτό τους σε θανάσιμο κίνδυνο. Οπότε δίνουν από μόνοι τους αφορμή για κατάκριση και δικαιολογημένα «βρίσκονται μέσα στα στόματα» τών άλλων.
Δίδαγμα δεύτερο: όταν διατρέχουμε κίνδυνο, κάποιοι, ενώ μπορούν άνετα να μας βοηθήσουν, επειδή στην πραγματικότητα δεν θέλουν να σταθούν δίπλα μας, κωφεύουν. Και βρίσκουν χίλιες δυο προφάσεις για την αδιαφορία τους.
Παροιμίες: «Οπού δε θέλει να ζυμώσει, όλη μέρα κοσκινίζει», «Προφάσεως δεῖται μόνον ἡ πονηρία». Γερμανική: «Wer will findet Wege, wer nicht will, der findet Gründe!» (Όποιος θέλει βρίσκει τρόπους. Όποιος όχι, βρίσκει λόγους)].
13. Παρακαταθήκην εἰληφὼς καὶ Ὅρκος
Παρακαταθήκην τις λαβὼν φίλου ἀποστερεῖν διενοεῖτο. Καὶ δὴ προσκαλουμένου αὐτὸν ἐκείνου ἐπὶ ὅρκον, εὐλαβούμενος εἰς ἀγρὸν ἐπορεύετο. Γενόμενος δὲ κατὰ τὰς πύλας, ὡς ἐθεάσατό τινα χωλὸν ἐξιόντα, ἐπυνθάνετο αὐτοῦ τίς τε εἴη καὶ ποῖ πορεύοιτο. Τοῦ δὲ εἰπόντος αὑτὸν Ὅρκον εἶναι καὶ ἐπὶ τοὺς ἀσεβεῖς βαδίζειν, ἐκ δευτέρου ἠρώτα διὰ πόσου χρόνου ἐπιφοιτᾶν ταῖς πόλεσι εἴωθεν. Ὁ δὲ ἔφη· «Διὰ τεσσαράκοντα ἐτῶν, ἐνίοτε δὲ καὶ τριάκοντα». Καὶ ὃς οὐδὲν μελλήσας τῇ ὑστεραίᾳ ὄμοσε μὴ εἰληφέναι τὴν παρακαταθήκην. Περιπεσὼν δὲ τῷ Ὅρκῳ, καὶ ἀπαγόμενος ὑπ’ αὐτοῦ ἐπὶ κρημνόν, ᾐτιᾶτο αὐτὸν ὡς προειπὼν αὐτῷ διὰ τριάκοντα ἐτῶν ἐπιπορεύεσθαι, οὐδὲ πρὸς μίαν ἡμέραν ἄδειαν δέδωκεν. Ὁ δὲ ὑπολαβὼν ἔφη· «Ἀλλ’ εὖ ἴσθι ὡς, ὅταν μέλλῃ τις ἀνιᾶσαί με, καὶ αὐθημερὸν ἐπιφοιτᾶν εἴωθα».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ἀδιόριστός ἐστιν ἡ κατὰ τῶν ἀσεβῶν ἐκ θεοῦ τιμωρία.
[Κάποτε ένας άνθρωπος έδωσε σε κάποιον φίλο του κάτι, για να του το φυλάξει. Όμως αυτός που το πήρε, επειδή ήταν πονηρός, είχε στο νου του να το «σουφρώσει», δηλαδή να το κρατήσει ως δικό του. Εκείνος που είχε δώσει το πράγμα για φύλαξη έμενε στην εξοχή, δηλαδή εκτός πόλεως. Μια μέρα λοιπόν εκείνος ο άνθρωπος κάλεσε τον λαβόντα να έρθει στο σπίτι του στην εξοχή και να ορκιστεί μπροστά του πως ουδέποτε έλαβε πράγμα προς φύλαξη.
Πράγματι ο λαβών ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση. Έφτασε στις πύλες τής πόλης. Εκείνη την ώρα βλέπει κάποιον κουτσό να βγαίνει από την πόλη. Τον ρωτά: «Ποιος είσαι και προς τα πού τραβάς;». – «Είμαι ο Όρκος. Πάω να πιάσω και να τιμωρήσω τούς ασεβείς». – «Να σε ρωτήσω κάτι; Πόσον καιρό συνήθως κάνεις μέχρι να συλλάβεις κάποιον ασεβή;». – «Κάνω καμμιά σαρανταριά χρόνια. Άλλες φορές καμμιά τριανταριά».
Ο λαβών την παρακαταθήκη φτάνει στο σπίτι τού φίλου του, του διδόντος. Και παίρνει όρκο: «ουδέποτε έλαβα από σένα τέτοιο πράγμα που λες πως μου έδωσες για να σου το προσέχω!». Κι έφυγε.
Την ίδια μέρα, εκείνος ο άνθρωπος, ο επίορκος, πέφτει σ’ έναν γκρεμό. Στον γκρεμό τον έπιασε και τον πέταξε ο Όρκος. Γυρίζει τότε ο επίορκος και λέει στον Όρκο: «Όρκε, είσαι μεγάλος απατεώνας και ψεύτης! Μου είπες πως κάνεις τριάντα και σαράντα χρόνια να πιάσεις έναν που καταπατεί τούς όρκους. Εμένα τώρα ούτε μια μέρα παραπάνω δεν με άφησες!». – «Ξέρε καλά ότι αν πάει κάποιος να με κακοκαρδίσει, μπορώ ακόμα και την ίδια μέρα να έρθω και να τον τιμωρήσω!».
Το παραμύθι διδάσκει ότι ο Θεός όποτε θέλει τιμωρεί τούς ασεβείς.
Παροιμίες: «Ο Θεός αργεί μα δε λησμονεί», «ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους, καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν. πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακὰ τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν» (Ψαλμός Δαυΐδ, 33. 16-17). Κρητική παροιμία: «Ποτέ γεράκι δε γερά, όξ’ από σκότου α πάει, μα όμως και το δίκιο του κανένας δεν το χάνει» (=όπως ένα γεράκι ποτέ δεν χάνει τις δυνάμεις του και τη θηρευτική του ικανότητα – εκτός κι αν τυφλωθεί –, έτσι και η δικαιοσύνη – έστω κι αν προσωρινά «τυφλώνεται» – στο τέλος πάντα θριαμβεύει)].
14. Πιθήκου παῖδες
Τοὺς πιθήκους φασὶ δύο τίκτειν καὶ τὸ μὲν ἓν τῶν γεννημάτων στέργειν καὶ μετ’ ἐπιμελείας τρέφειν, τὸ δὲ ἕτερον μισεῖν καὶ ἀμελεῖν. Συμβαίνει δὲ κατά τινα θείαν τύχην τὸ μὲν ἐπιμελούμενον ἡδέως καὶ στερρῶς ἀγκαλιζόμενον παρὰ τῆς μητρὸς ἀποπνίγεσθαι, τὸ δὲ ὀλιγωρούμενον ἐκτελειοῦσθαι.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι πάσης προνοίας ἡ τύχη δυνατωτέρα καθέστηκε.
[Ήταν στους αρχαίους διαδεδομένη η άποψη πως ο πίθηκος γεννά δυο παιδιά: το ένα το αγαπά και το μεγαλώνει με περίσσια φροντίδα και στοργή. Ενώ το άλλο το μισεί και γενικά αδιαφορεί γι’ αυτό. Έτσι λοιπόν, εκείνο που αγαπάει πολύ, το ταΐζει με το παραπάνω, το παραχαϊδεύει, το παραπροσέχει. Το σφιχταγκαλιάζει τόσο πολύ η πιθηκίνα που το πιθηκάκι αρρωσταίνει και πεθαίνει. Αντίθετα, το άλλο πιθηκάκι, που δεν του δίνει καμμιά σημασία η μάννα του, γίνεται απόλυτα υγιές, ανεξάρτητο και ζει και πολλά χρόνια.
Δίδαγμα: πολλές φορές η Τύχη ή τα γονίδια παίζουν σημαντικότερο και καθοριστικότερο ρόλο ακόμα και από την πιο επιμελημένη αγωγή. Δηλαδή συχνά η Φύση νικά την Αγωγή].
15. Πίθηκος καὶ κάμηλος
Ἐν συνόδῳ τῶν ἀλόγων ζῴων πίθηκος ἀναστὰς ὠρχήσατο. Σφόδρα δὲ αὐτοῦ εὐδοκιμοῦντος καὶ ὑπὸ πάντων ὑποσημαινομένου, κάμηλος φθονήσασα ἐβουλήθη τῶν αὐτῶν ἐφικέσθαι. Διόπερ ἐξαναστᾶσα ἐπειρᾶτο καὶ αὐτὴ ὀρχεῖσθαι. Πολλὰ δὲ αὐτῆς ἄτοπα ποιούσης, τὰ ζῷα ἀγανακτήσαντα ῥοπάλοις αὐτὴν παίοντα ἐξήλασαν.
Πρὸς τοὺς διὰ φθόνον κρείττοσιν ἁμιλλωμένους ὁ λόγος εὔκαιρος.
[Μια φορά τα ζώα έκαναν σύναξη. Τότε ο πίθηκος σηκώθηκε κι άρχισε το χορό. Δηλαδή τούς έδειξε τις χορευτικές του ικανότητες. Χόρεψε πολύ ωραία, κι έτσι όλα τα ζώα τον επευφήμησαν και τον χειροκρότησαν. Η καμήλα τότε ζήλεψε, και θέλησε να χορέψει κι εκείνη. Αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να γελοιοποιηθεί, με τις άτσαλες και άγαρμπες κινήσεις της. Στο τέλος, τα ζώα την βάρεσαν με τα ρόπαλα και την πέταξαν έξω από τη σύναξη.
Αυτό το παραμύθι ταιριάζει για ανθρώπους που δεν έχουν συναίσθηση τής κατάστασής τους και θέλουν να ανταγωνίζονται καλύτερούς τους. Δηλαδή ο άνθρωπος οφείλει να διαθέτει αυτογνωσία και να ξέρει τι του ταιριάζει κάθε φορά, να έχει επίγνωση τού μέτρου. Διότι δεν είναι τα πάντα ταιριαστά σε όλους.
Παροιμίες: «Κυλά κι η καρκαμήλα με τα μήλα» (=καρκαμήλα: ο καρπός τού κυπαρισσιού). «Κουνιούνται τα σιδερικά, κουνιούνται κι οι βελόνες»].
16. Πίθηκος καὶ δελφίς
Ἔθους ὄντος τοῖς πλέουσι Μελιταῖα κυνίδια καὶ πιθήκους ἐπάγεσθαι πρὸς παραμυθίαν τοῦ πλοῦ, πλέων τις εἶχε σὺν ἑαυτῷ καὶ πίθηκον. Γενομένων δ’ αὐτῶν κατὰ τὸ Σούνιον, τὸ τῆς Ἀττικῆς ἀκρωτήριον, χειμῶνα σφοδρὸν συνέβη γενέσθαι. Τῆς δὲ νεὼς περιτραπείσης καὶ πάντων διακολυμβώντων, ἐνήχετο καὶ ὁ πίθηκος. Δελφὶς δέ τις αὐτὸν θεασάμενος καὶ ἄνθρωπον εἶναι ὑπολαβών, ὑπελθὼν ἀνεῖχε διακομίζων ἐπὶ τὴν χέρσον. Ὡς δὲ κατὰ τὸν Πειραιᾶ ἐγένετο, τὸ τῶν Ἀθηναίων ἐπίνειον, ἐπυνθάνετο τοῦ πιθήκου εἰ τὸ γένος ἐστὶν Ἀθηναῖος. Τοῦ δὲ εἰπόντος καὶ λαμπρῶν ἐνταῦθα τετυχηκέναι γονέων, ἐπανήρετο εἰ καὶ τὸν Πειραιᾶ ἐπίσταται. Ὑπολαβὼν δὲ ὁ πίθηκος περὶ ἀνθρώπου αὐτὸν λέγειν, ἔφη καὶ μάλα φίλον εἶναι αὐτῷ καὶ συνήθη. Καὶ ὁ δελφὶς ἐπὶ τοσούτῳ ψεύδει ἀγανακτήσας, βαπτίζων αὐτὸν ἀπέκτεινεν.
Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας οἳ τὴν ἀλήθειαν οὐκ εἰδότες ἀπατᾶν νομίζουσιν.
[Οι αρχαίοι ναυτικοί είχαν τη συνήθεια να έχουν μαζί τους, μέσα στα καράβια, σκυλιά μιας ράτσας από τη Μελίτη (Σαμοθράκη) καθώς και πιθήκους. Τα ζώα αυτά τα έπαιρναν μαζί τους για να ξεχνούν την ταλαιπωρία και τη μονοτονία τού ταξιδιού. Έτσι λοιπόν μέσα σε κάποιο καράβι κάποιος ταξιδιώτης είχε έναν πίθηκο μαζί του. Το πλοίο είχε προορισμό την Αττική. Την ώρα που περνούσαν δίπλα στο ακρωτήριο Σούνιο, έπιασε σφοδρή θαλασσοταραχή. Το πλοίο αναποδογύρισε, κι όλοι κολυμπούσαν για να βγουν στη στεριά. Κι ο πίθηκος κολυμπούσε κι εκείνος. Ένα δελφίνι είδε τον πίθηκο και τον πέρασε για άνθρωπο. Έτσι τον σήκωσε στη ράχη του για να τον κουβαλήσει στη στεριά. Σαν κόντευαν – το δελφίνι με τον πίθηκο στην πλάτη του – να φτάσουν στον Πειραιά, το επίνειο τής Αθήνας, τότε το δελφίνι ρωτά τον πίθηκο αν είναι Αθηναίος: «είσαι Αθηναίος;». – «Βεβαίως και είμαι Αθηναίος! Και μάλιστα από ξακουστή και αριστοκρατική οικογένεια τής Αθήνας!». – «Πολύ ωραία! Τότε θα ξέρεις και τον Πειραιά!». – «Βέβαια και τον ξέρω! Είναι μάλιστα και στενός μου φίλος!». Ο πίθηκος νόμισε πως ο Πειραιάς ήταν όνομα ανθρώπου.
Τότε το δελφίνι, θυμωμένο με τις ψευτιές τού πιθήκου, τον ρίχνει κάτω από τη ράχη του και τον αφήνει να πνιγεί.
Δίδαγμα πρώτο: οι ψεύτες ποτέ δε λένε μιαν αλήθεια και νομίζουν πως μπορούν να κοροϊδεύουν για πάντα όλο τον κόσμο.
Δίδαγμα δεύτερο: ο άνθρωπος δεν πρέπει να «πιθηκίζει» αλλά να διατηρεί πάντα την αυθεντικότητα και τη δική του αλήθεια. Και όχι, για να γίνεται αποδεκτός, να υποδύεται κάτι άλλο απ’ ό,τι πραγματικά είναι].































