
- Ὄφις καὶ γαλῆ καὶ μύες
Ὄφις καὶ γαλῆ ἔν τινι οἰκίᾳ ἐμάχοντο. Οἱ δὲ ἐνταῦθα μύες ἀεὶ καταναλισκόμενοι ὑπὸ ἀμφοτέρων, ὡς ἐθεάσαντο αὐτοὺς μαχομένους, ἐξῆλθον βαδίζοντες. Ἰδόντες δὲ τοὺς μύας, τότε ἀφέντες τὴν πρὸς ἑαυτοὺς μάχην, ἐπ’ ἐκείνους ἐτράπησαν.
Οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν πόλεων οἱ ἐν ταῖς τῶν δημαγωγῶν στάσεσιν ἑαυτοὺς παρεισβάλλοντες λανθάνουσιν αὐτοὶ ἑκατέρων παρανάλωμα γινόμενοι.
[Σ’ ένα σπίτι κατοικούσε ένα φίδι και μια γάτα. Και οι δυο τους αρπάζανε και τρώγανε τούς ποντικούς τού σπιτιού. Μια μέρα το φίδι κι γάτα πιάσανε μεταξύ τους γερό καυγά.
Σαν το είδανε αυτό οι ποντικοί, βγήκανε άφοβα από τις τρύπες τους. Βρήκανε την ευκαιρία δηλαδή να το σκάσουν από κείνο το σπίτι και να εγκατασταθούν κάπου αλλού, όπου θα είχε περισσότερη ασφάλεια και σιγουριά.
Όμως το φίδι κι γάτα, αν και εχθροί εκείνη τη στιγμή, σαν είδαν τα ποντίκια να φεύγουν απ’ τις τρύπες τους, άφησαν τη μεταξύ τους φαγωμάρα, ένωσαν τις δυνάμεις τους, και επιτέθηκαν εναντίον τών ποντικών.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στα κράτη: σε καταστάσεις έκρυθμες και σε στιγμές πολιτικής αναταραχής και αναμπουμπούλας, δηλαδή σε συνθήκες εσωτερικού εμφυλίου πολέμου, όταν το κράτος απειλείται με εσωτερικό διχασμό και διάλυση, τότε ακριβώς όσοι πολίτες τυχαίνει να βρίσκονται «στο μάτι τού κυκλώνα», συνήθως γίνονται – χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνουν – παρανάλωμα τής εμφύλιας διαμάχης και θύματα τής λύσσας τών αντίμαχων παρατάξεων.
Παροιμίες: «Όταν μαλώνουν τ’ άλογα, την πληρώνουν τα γαϊδούρια», «Όταν μαλώνουν οι ελέφαντες, τσαλαπατιούνται τα βατράχια», «Κλωτσιώνται μουλάρια κι άλογα, μπλέκουνε τα γαδούρια», «Σα μαλώνουν οι κάττηες (=γάτηδες, γάτοι), την πλερώνουν οι ποντιτσοί»].
- Ὄφις πατούμενος καὶ Ζεύς
Ὄφις ὑπὸ πολλῶν πατούμενος ἀνθρώπων τῷ Διὶ ἐνετύγχανε περὶ τούτου. Ὁ δὲ Ζεὺς πρὸς αὐτὸν εἶπεν· «Ἀλλ’ εἰ τὸν πρότερόν σε πατήσαντα ἔπληξας, οὐκ ἂν ὁ δεύτερος ἐπεχείρησε τοῦτο ποιῆσαι».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ τοῖς πρώτοις ἐπιβαίνουσιν ἀνθιστάμενοι τοῖς ἄλλοις φοβεροὶ γίνονται.
[Το φίδι, επειδή οι πάντες το τσαλαπατάνε και κανείς δεν το λογαριάζει, μια μέρα ζήτησε ραντεβού με τον ίδιο το Δία. Ήθελε να του κάμει τα παράπονά του σχετικά μ’ αυτή τη μεταχείριση που του επιφυλάσσουν οι άνθρωποι.
Και ο Δίας αμέσως είπε τα πράματα με τ’ όνομά τους: «άκουσέ με, φίλε μου. Το ζήτημα είναι πολύ απλό: αν τον πρώτο που σε πάτησε τον δάγκωνες και τού ’ριχνες το δηλητήριό σου, δεύτερος ούτε που θα το σκεφτότανε να σου ξανακάμει το ίδιο!».
Δίδαγμα: μόνο αν δείχνεις, από την πρώτη στιγμή, αντίσταση σ’ όποιον σε επιβουλεύεται και θέλει να σε «καβαλλήσει», τότε και μόνο τότε είσαι υπολογίσιμος σε εχθρούς και φίλους, εμπνέοντας φόβο στους εχθρούς και σεβασμό στους φίλους. Ειδάλλως εξανδραποδίζεσαι εκουσίως και μετατρέπεις τον εαυτό σου σε ένα γελοίο υποκείμενο και σε «καρπαζοεισπράκτορα» τών πάντων. Με λίγα λόγια, είναι στο χέρι μας η περιφρούρηση και διασφάλιση τής αξιοπρέπειάς μας, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό-εθνικό επίπεδο.
Παροιμίες: «Αν δεν εγονάτιζε η καμήλα, δεν θα την εφορτώνανε», «Όποιος γίνεται πρόβατο, τον τρώει ο λύκος», «Όποιος δε μιλεί, θάβγουν τον», «Όποιος γίνεται μέλι, τον τρών’ οι μύγες»].
- Λέων λυσσῶν καὶ ἔλαφος
Λέων ἐλύσσα. Τοῦτον δὲ ἔλαφος ἐξ ὕλης ἰδὼν εἶπεν· «Οὐαὶ ἡμῖν τοῖς ταλαιπώροις· τί γὰρ μαινόμενος οὗτος οὐχὶ ποιήσει, ὃς καὶ σωφρονῶν οὐκ ἦν ἡμῖν φορητός;».
Ὅτι τοὺς θυμώδεις ἄνδρας καὶ ἀδικεῖν εἰθισμένους πάντες φευγέτωσαν ἀρχὴν λαβόντας καὶ δυναστεύσαντας.
[Ένα λιοντάρι ήταν λυσσασμένο, δηλαδή ήταν «στα ντουζένια του», γεμάτο θυμό και οργή. Εκείνη την ώρα, το ελάφι, που έβγαινε απ’ το δάσος, είδε το θυμωμένο λιοντάρι και είπε: «αλίμονό πάλι σε μας, στα δύστυχα τα ζώα τού δάσους! Τι έχουμε πάλι να τραβήξουμε! Ο λέων, και στα καλά του που βρίσκεται, είναι για μας συμφορά. Σκέψου τώρα, που τρελλάθηκε κιόλας, τι μας περιμένει όλους μας!».
Ο μύθος υπονοεί ότι πολιτική εξουσία δεν πρέπει να παίρνουν στα χέρια τους άνθρωποι οι οποίοι αφενός δεν ελέγχουν τον εαυτό τους (κυριαρχούνται από τα πάθη τους κι όχι απ’ τη λογική τους) και αφετέρου είναι ανήθικοι και έχουν ροπή προς την αδικοπραγία. Διότι οι τέτοιου είδους άνθρωποι οπωσδήποτε θα εξελιχθούν σε δυνάστες και σατράπες τών άλλων, σε τυραννικούς ανθρώπους].
- Περιστερὰ καὶ κορώνη
Περιστερὰ ἔν τινι περιστεροτροφείῳ τρεφομένη ἐπὶ πολυτεκνίᾳ ἐφρυάττετο. Κορώνη δὲ ἀκούσασα αὐτῆς τῶν λόγων ἔφη· «Ἀλλ’, ὦ αὕτη, πέπαυσο ἐπὶ τούτῳ ἀλαζονευομένη· ὅσῳ γὰρ ἂν πλέονα τέκνα σχῇς, τοσούτῳ περισσοτέρας δουλείας στενάξεις».
Οὕτω καὶ τῶν οἰκετῶν δυστυχέστατοί εἰσιν ὅσοι ἐν τῇ δουλείᾳ τεκνοποιοῦσιν.
[Ένα περιστέρι ζούσε μέσα σ’ έναν περιστερώνα, δηλαδή σε συνθήκες εκτροφής και αιχμαλωσίας, και όχι ελεύθερο. Και καυχιόταν που γεννούσε πολλά παιδιά.
Μια κουρούνα άκουσε τα λόγια τού περιστεριού και του είπε: «καλό μου περιστέρι, πάψε να καμαρώνεις για τα πολλά παιδιά που γέννησες! Τα πολλά παιδιά που γέννησες μέσα στη φυλακή που λέγεται περιστερώνας είναι το καθένα, για σένα, μια ψυχική φυλακή, ένας ολοζώντανος πόνος ψυχής κι ένα μαράζι!».
Δίδαγμα: όσοι φέρνουν στον κόσμο παιδιά μέσα σε συνθήκες σκλαβιάς, και τα παιδιά τους έχουν, δυστυχώς, προδιαγεγραμμένη τη μοίρα τών γονέων τους. Δηλαδή η τεκνοποιΐα, η οποία βεβαίως ισοδυναμεί με ευτυχία τών γονέων, βρίσκει το αληθινό της περιεχόμενο μονάχα μέσα σε συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας].
- Κύων καὶ λαγωός
Κύων θηρευτικὸς λαγωὸν συλλαβών, τοῦτον ποτὲ μὲν ἔδακνε, ποτὲ δὲ αυ̣τοῦ τὰ χείλη περιέλειχεν. Ὁ δὲ ἀπαυδήσας ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ἀλλ’, ὦ οὗτος, παῦσαί με καταδάκνων ἢ καταφιλῶν, ἵνα γνῶ πότερον ἐχθρὸς ἢ φίλος μου καθέστηκας».
Πρὸς ἄνδρα ἀμφίβολον ὁ λόγος εὔκαιρος.
[Ένα κυνηγόσκυλο έπιασε έναν λαγό. Τη μια στιγμή τον δάγκανε, την άλλη στιγμή τον φιλούσε και του έγλειφε τη μούρη.
Ο λαγός μπερδεύτηκε μ’ αυτή τη διφορούμενη και αντιφατική συμπεριφορά, και λέει στον σκύλο: «άκου να δεις! Πάψε να με δαγκάνεις και ταυτόχρονα να με φιλάς! Ξεκαθάρισε τι είσαι! Εχθρός είσαι ή φίλος μου;».
Ο μύθος ταιριάζει για ανθρώπους με αμφίσημη και αμφιλεγόμενη συμπεριφορά].
- Κύων θηρευτικὸς καὶ κύνες
Κύων τρεφόμενος ἐν οἴκῳ, θηρσὶν εἰδὼς μάχεσθαι, ἰδὼν πολλοὺς ἐν τάξει ἱσταμένους, ῥήξας τὸν κλοιὸν τοῦ τραχήλου, ἔφευγε διὰ τῶν ἀμφόδων. Κύνες δὲ ἄλλοι τοῦτον ἰδόντες εὐτραφῆ οἷα ταῦρον εἶπον· «Τί φεύγεις;». Ὁ δὲ εἶπεν· «Ὅτι μὲν τροφῇ συζῶ περισσῇ οἶδα καὶ σῶμα τὸ ἐμὸν εὐφραίνω· ἀεὶ δὲ πλησίον εἰμὶ θανάτου, ἄρκοις καὶ λέουσι μαχόμενος». Οἱ δὲ πρὸς ἀλλήλους εἶπον· «Καλὸν βίον ἡμεῖς, εἰ καὶ πενιχρόν, ζῶμεν, οἵτινες οὔτε λέουσι οὔτε ἄρκοις μαχόμεθα».
Ὅτι οὐ δεῖ κινδύνους ἑαυτῷ ἐπιφέρειν διὰ τρυφὴν καὶ ματαίαν δόξαν, ἀλλὰ τούτους ἐκφεύγειν.
[Ένας σκύλος μεγάλωνε κάτω από συνθήκες σκλαβιάς, μέσα σ’ ένα πλουσιόσπιτο. Τον είχαν εκπαιδεύσει να μάχεται, για να παρέχει θέαμα, με άγρια θηρία, λιοντάρια κι αρκούδες. Μια φορά είδε κάμποσα θηρία να στέκονται το ένα δίπλα στ’ άλλο, με σκοπό να παλαίψουν μαζί του. Τότε ο σκύλος αγρίεψε, έσπασε το περιλαίμιό του, και τό ’σκασε, τρέχοντας μέσα στους δρόμους.
Τον είδαν κάποια άλλα σκυλιά, αδέσποτα και πεινασμένα, και τον ρώτησαν: «γιατί δραπετεύεις απ’ το αφεντικό σου; Είσαι καλοταϊσμένος και παχύς σαν ταύρος! Φαίνεσαι να περνάς μια χαρά δίπλα στ’ αφεντικά σου! Τι να πούμε κι εμείς που ψοφάμε τής πείνας και κοιμόμαστε μέσα στους δρόμους!». – «Είναι γεγονός ότι τρώγω και παρατρώγω και περνώ γενικά βασιλική ζωή! Παράλληλα όμως, καθημερινά, «φλερτάρω με το θάνατο», διότι τ’ αφεντικά μου με υποχρεώνουν να μάχομαι με αρκούδες και λιοντάρια. Δηλαδή τ’ αφεντικά μου με χρησιμοποιούν για το δικό τους κέρδος, και ως αντάλλαγμα μού δίνουν να τρώω όσο θέλω».
Όταν άκουσαν αυτή την εξομολόγηση τού οικόσιτου σκύλου οι άλλοι σκύλοι, οι αλανιάρηδες και αδέσποτοι, είπαν: «βρε εμείς, τελικά, είμαστε τρισευτυχισμένοι, και δεν το ξέρουμε!! Μπορεί να ζούμε μέσα στη στέρηση και στη φτώχεια, όμως έχουμε την απόλυτη ελευθερία και ανεξαρτησία μας! Δεν έχουμε κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι μας και, επιπλέον, κανείς δεν μας εξαναγκάζει να μαλώνουμε με λιοντάρια και αρκούδες».
Δίδαγμα: ο συνετός άνθρωπος ουδέποτε εξαργυρώνει την ελευθερία και αξιοπρέπειά του με υλικές παροχές και ανταλλάγματα. Μπροστά στη σωτηρία τής ψυχής μας, ακόμα και τα πλούτη όλου τού κόσμου φαντάζουν ασήμαντα και μηδαμινά.
Παροιμία: «Χαρά στον που μπορεί και λείπει αφ’ του κόσμου τα νιτερέσα» (=είναι ξεχωριστής ποιότητας εκείνοι οι άνθρωποι που, αν και ενηλικιώνονται και πιέζονται και οι ίδιοι από σκληρές βιοποριστικές ανάγκες, εντούτοις διατηρούν την παιδική τους αθωότητα και δεν εξαργυρώνουν την καθαρότητα τής ψυχής τους με χρήμα και συμφέρον)].
- Ἔλαφος ἐπὶ νάματος καὶ λέων
Ἔλαφος δίψῃ συσχεθεῖσα παρεγένετο ἐπί τινα πηγήν· πιοῦσα δέ, ὡς ἐθεάσατο τὴν ἑαυτῆς σκιὰν ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐπὶ μὲν τοῖς κέρασιν ἠγάλλετο, ὁρῶσα τὸ μέγεθος καὶ τὴν ποικιλίαν, ἐπὶ δὲ τοῖς ποσὶ πάνυ ἤχθετο ὡς λεπτοῖς οὖσι καὶ ἀσθενέσιν. Ἔτι δὲ αὐτῆς διανοουμένης, λέων ἐπιφανεὶς ἐδίωκεν αὐτήν· κἀκείνη εἰς φυγὴν τραπεῖσα κατὰ πολὺ αὐτοῦ προεῖχεν· ἀλκὴ γὰρ ἐλάφων μὲν ἐν τοῖς ποσί, λεόντων δὲ ἐν καρδίᾳ. Μέχρι μὲν οὖν ψιλὸν ἦν τὸ πεδίον, ἡ μὲν προθέουσα διεσώζετο· ἐπειδὴ δὲ ἐγένετο κατά τινα ὑλώδη τόπον, τηνικαῦτα συνέβη, τῶν κεράτων αὐτῆς ἐμπλακέντων τοῖς κλάδοις, μὴ δυναμένην τρέχειν συλληφθῆναι. Μέλλουσα δὲ ἀναιρεῖσθαι ἔφη πρὸς ἑαυτήν· «Δειλαία ἔγωγε, ἥτις ὑφ’ ὧν μὲν προδοθήσεσθαι ἔμελλον, ὑπὸ τούτων ἐσῳζόμην, οἷς δὲ καὶ σφόδρα ἐπεποίθειν, ὑπὸ τούτων ἀπόλλυμαι».
Οὕτω πολλάκις ἐν κινδύνοις οἱ μὲν ὕποπτοι τῶν φίλων σωτῆρες ἐγένοντο, οἱ δὲ σφόδρα ἐμπιστευθέντες προδόται.
[Ένα ελάφι καταπιεζόταν απ’ τη δίψα. Πλησίασε σε μια πηγή για να πιει νερό. Μόλις ήπιε, είδε μέσα στην επιφάνεια τού νερού το αντικαθρέφτισμά του, δηλαδή το είδωλό του. Εκείνη την ώρα είπε: «πόσο όμορφα είναι τα κέρατά μου, περίτεχνα και μεγαλοπρεπή! Τα πόδια μου όμως έχουν τα μαύρα τους τα χάλια! Είναι αδύνατα και κοκκαλιάρικα!».
Καθώς έκανε αυτές τις σκέψεις, εμφανίστηκε εκεί ένα λιοντάρι. Κι αρχίζει την καταδίωξη τού ελαφιού. Το ελάφι τό ’βαλε στα πόδια για να ξεφύγει απ’ τον διώκτη του. Στην τρεχάλα ο λέων δεν τό ’πιανε το ελάφι. Γιατί το πλεονέκτημα τού ελαφιού είναι στα πόδια του, ενώ τού λιονταριού όλη η δύναμη είναι στην ψυχή. Όσο το έδαφος ήταν σχετικά γυμνό και ομαλό, το ελάφι είχε το προβάδισμα στο τρέξιμο, κι έτσι σωζόταν. Όμως, όταν το ελάφι χώθηκε σ’ έναν δασωμένο τόπο με πυκνή βλάστηση, τότε συνέβη να μπλεχτούν τα κέρατά του σε κάτι κλαδιά. Οπότε το ελάφι σταμάτησε να τρέχει. Και αναγκαστικά πιάστηκε.
Την ώρα που το λιοντάρι ετοιμαζόταν να κατασπαράξει το ελάφι, το ελάφι είπε: «κακότυχο ζώο που είμαι! Από ’κείνα που ντρεπόμουν και πίστευα πως θα προδοθώ, τα πόδια μου, σώθηκα! Κι από ’κείνα που καμάρωνα και πίστευα πως θα με σώσουν, τα κέρατά μου, προδόθηκα!».
Το ίδιο και στη ζωή: συχνά, όταν βρισκόμαστε σε κίνδυνο και γενικά σε δύσκολες καταστάσεις, άνθρωποι που δεν τους λογαριάζουμε ή τους θεωρούμε ακόμα και εχθρούς μας αποδεικνύονται σωτήρες μας. Και κάποιοι άλλοι, που τους εμπιστευόμαστε τυφλά και μάλιστα παίρνουμε κι όρκο γι’ αυτούς, αποδεικνύονται η καταστροφή μας].
- Λέων καὶ ἄρκτος καὶ ἀλώπηξ
Λέων καὶ ἄρκτος, ἐλάφου νεβρὸν εὑρόντες, περὶ τούτου ἐμάχοντο. Δεινῶς δὲ ὑπ’ ἀλλήλων διατεθέντες, ἐπειδὴ ἐσκοτώθησαν, ἡμιθανεῖς ἔκειντο. Ἀλώπηξ δὲ παριοῦσα, ὡς ἐθεάσατο τοὺς μὲν παρειμένους, τὸν δὲ νεβρὸν ἐν μέσῳ κείμενον, ἀραμένη αὐτόν, διὰ μέσων αὐτῶν ἀπηλλάττετο. Οἱ δὲ ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενοι ἔφασαν· «Ἄθλιοι ἡμεῖς, εἴ γε ἀλώπεκι ἐμοχθοῦμεν».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι εὐλόγως ἐκεῖνοι ἄχθονται οἳ τῶν ἰδίων πόνων τοὺς τυχόντας ὁρῶσι τὰς ἐπικαρπίας ἀποφερομένους.
[Ένα λιοντάρι και μια αρκούδα πήγαν μαζί για κυνήγι. Κατάφεραν να σκοτώσουν ένα ελαφάκι. Μετά αρχίσανε τη φαγωμάρα μεταξύ τους για το ποιος θα πάρει το σκοτωμένο ελάφι. Παίξανε τέτοιο άγριο ξύλο αναμεταξύ τους, που πέσανε κάτω εξαντλημένοι, τραυματισμένοι, μισοσκοτωμένοι.
Εκείνη την ώρα περνά από ’κείνο το μέρος μια αλεπού. Βλέπει το λιοντάρι και την αρκούδα σ’ αυτή την άθλια κατάσταση, βλέπει και το σκοτωμένο ελαφάκι ανάμεσά τους. Αρπάζει λοιπόν κι εκείνη το ελαφάκι, και σαν κυρία αποχωρεί.
Το λιοντάρι κι η αρκούδα φυσικά είδαν την αλεπού. Αλλά, στα κακά χάλια που είχαν, ήταν αδύνατο να σηκωθούν πάνω και να την εμποδίσουν. Και τότε είπαν: «κρίμα στους κόπους μας και στις δούλεψές μας! Όσα τραβήξαμε ήταν όχι για μας αλλά για την αλεπού!».
Το παραμύθι αυτό διδάσκει ότι δικαιολογημένα βαρυγκομούν όσοι βλέπουν τούς κόπους τους να τους χαίρονται άλλοι.
Παροιμίες: «Ακριβού βιός σε χαροκόπου χέρια» (=Πολλές φορές παρατηρείται η δούλεψη και οι οικονομίες «σφιχτών» ανθρώπων να περιέρχονται σε κληρονόμους άσωτους και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα αυτές να «εξατμίζονται»), «Των ακριβών τα πράματα σε χαροκόπων χέρια», «Των ακριβών τα πράματα τα τρών’ οι χαραμήδες», «Του ακριβού το μάλι (=περιουσία) σε χαροκόπου χέρια», «Του μιτζιβίρη (=τσιγκούνη) το πουγγί σε χαροκόπου χέρια»].
- Λέων καὶ βάτραχος
Λέων ἀκούσας βατράχου κεκραγότος ἐπεστράφη πρὸς τὴν φωνήν, οἰόμενος μέγα τι ζῷον εἶναι. Προσμείνας δὲ μικρὸν χρόνον, ὡς ἐθεάσατο αὐτὸν ἀπὸ τῆς λίμνης ἐξελθόντα, προσελθὼν κατεπάτησεν εἰπών· «Εἶτα τηλικοῦτος ὢν τηλικαῦτα βοᾷς;».
Πρὸς ἄνδρα γλωσσαλγίαν οὐδὲν πλέον τοῦ λαλεῖν δυνάμενον ὁ λόγος εὔκαιρος.
[Ένα λιοντάρι για πρώτη φορά άκουσε το κόασμα ενός βατράχου. Για πρώτη φορά άκουγε τόσο δυνατή φωνή και δεν καταλάβαινε τίνος ζώου είναι αυτή. Όταν λοιπόν άκουσε εκείνη τη φωνή, γύρισε προς το μέρος προέλευσής της και περίμενε πως θα εμφανιζόταν από ’κείνο το μέρος κάποιο μεγαλόσωμο ζώο.
Περίμενε λίγη ώρα. Και βλέπει να ξεπροβάλλει από τη λίμνη ο βάτραχος!! Πήγε τότε κοντά, τον τσαλαπά με το πόδι του και του λέγει: «βρε, μια σταλιά πράμα είσαι! Κι έχεις το θράσος να μπήγεις τέτοιες κραυγές! Άραξε στα κυβικά σου!».
Το παραπάνω παραμύθι ταιριάζει μια χαρά για ανθρώπους ασήμαντους και τιποτένιους, οι οποίοι νοιάζονται μόνο για τη μάχη τών εντυπώσεων, χωρίς να έχουν την παραμικρή αξία ως άτομα.
Παροιμίες: «Τα άδεια βαρέλια κάμνουν πιότερο κρότο απ’ τα γεμάτα», «Άλλοι πίνουν κι άλλοι μεθούν», «Άλλοι πίνουν να μεθύσουν κι’ άλλοι για να ξεμεθύσουν» (=Άλλοι πίνουν οινοπνευματώδη ποτά για να μεθύσουν κι άλλοι πίνουν νερό για να ξεμεθύσουν. Ερμηνεία: Πολλοί, χωρίς ιδιαίτερα προσόντα, ενθουσιάζονται με το τίποτε και «μεθούν», δηλαδή επαίρονται και μεγαλοπιάνονται, λόγω ακριβώς τής μωρίας και ανωριμότητάς τους. Αντίθετα κάποιοι άλλοι, συνετοί και μυαλωμένοι, ακόμα και κατά τη στιγμή τής μεγάλης τους επιτυχίας, παραμένουν «προσγειωμένοι» διατηρώντας την ενδεδειγμένη συστολή και σεμνότητα, την προσήκουσα σε εχέφρονες). «Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον» (Τίποτε χειρότερο από την κενοδοξία). «Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν» (=ο μυαλωμένος άνθρωπος κρατά για τον εαυτό του την αλήθεια τής ψυχής του). «Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν»].
- Λέων καὶ δελφίς
Λέων ἐπί τινι αἰγιαλῷ πλαζόμενος, ὡς ἐθεάσατο δελφῖνα παρακύψαντα, [ὡς] ἐπὶ συμμαχίαν τοῦτον παρεκάλεσε λέγων ὅτι ἁρμόττει μάλιστα φίλους αὐτοὺς καὶ βοηθοὺς γενέσθαι· ὁ μὲν γὰρ τῶν θαλαττίων ζῴων, αὐτὸς δὲ τῶν χερσαίων βασιλεύει. Τοῦ δὲ ἀσμένως ἐπινεύσαντος, ὁ λέων ἐπὶ πολὺν χρόνον μάχην ἔχων πρὸς ταῦρον ἄγριον ἐπεκαλεῖτο τὸν δελφῖνα ἐπὶ βοήθειαν. Ὡς δὲ ἐκεῖνος καίπερ βουλόμενος ἐκβῆναι τῆς θαλάσσης οὐκ ἠδύνατο, ᾐτιᾶτο αὐτὸν ὁ λέων ὡς προδότην. Ὁ δὲ ὑποτυχὼν εἶπεν· «Ἀλλὰ μὴ ἐμὲ μέμφου, ἀλλὰ τὴν φύσιν, ἥτις με θαλάττιον ποιήσασα γῆς οὐκ ἐᾷ ἐπιβαίνειν».
Οὕτως καὶ ἡμᾶς δεῖ φιλίαν σπενδομένους τοιούτους ἐπιλέγεσθαι συμμάχους οἳ ἐν κινδύνοις παρεῖναι ἡμῖν δύνανται.
[Ένα λιοντάρι έκοβε βόλτες σε μια ακροθαλασσιά. Εκεί βλέπει ένα δελφίνι, που είχε βγει στα ρηχά. Και του ζήτησε να συνάψουν συμμαχία και να είναι μελλοντικοί συνεταίροι: «εσύ, δελφίνι, είσαι ο βασιλιάς τών ζώων τής θάλασσας. Κι εγώ πάλι είμαι ο βασιλιάς τών ζώων τής ξηράς. Προτείνω να γίνουμε φίλοι και σύμμαχοι. Θα είμαστε ανίκητοι!».
Το δελφίνι συγκατατέθηκε: «Εντάξει, γινόμαστε σύμμαχοι!».
Αργότερα το λιοντάρι άνοιξε πόλεμο μ’ έναν άγριο ταύρο. Τότε ζήτησε τη βοήθεια τού δελφινιού. Αλλά το δελφίνι, αν και ήταν πρόθυμο να βοηθήσει το συνεταίρο του, είχε αντικειμενικό κώλυμα, διότι ήταν φύσει αδύνατο να βγει έξω από το νερό τής θάλασσας. Τότε το λιοντάρι κατηγόρησε το δελφίνι ως προδότη: «Ωραίος σύμμαχος είσαι! Βλέπεις πως είμαι σε δύσκολη θέση, σε καλώ για βοήθεια, κι εσύ κάνεις τον κουφό!». – «Δεν φταίω εγώ γι’ αυτό! Η φύση μου μ’ έκανε πλάσμα τής θάλασσας και δεν μου επειτρέπει να πατώ στη στεριά».
Δίδαγμα: οι κάθε είδους συμμαχίες και συμπράξεις, για να έχουν ουσιαστικό νόημα και αντίκρυσμα, θα πρέπει εν πρώτοις να συνάπτονται μεταξύ ισότιμων, κατά το δυνατόν, εταίρων και κατά δεύτερον να διέπονται από το πνεύμα αλλά και τη δυνατότητα τής αμοιβαιότητας. Ειδάλλως καταντούν τυπικές ενώσεις άνευ αξίας, οι οποίες, με τον καιρό, ξεθωριάζουν και διαλύονται.
Παροιμίες: «Παίζει ο λύκος με τ’ αρνί», «Παίζει ο κάττης με τον ποντικό», «Παίζει ο λύκος με τ’ αρνί. Άμα χολιάσει ο λύκος, αλλί στ’ αρνί!», «Με τον πιο μεγάλο σου σκόρδα μη φυτεύγεις!», «Μήτε τον κλέφτη κλέφτεις μήτε την πουτάνα γελάς!» (=Μήτε τον κλέφτη να δοκιμάσεις να κλέψεις μήτε την πουτάνα να δοκιμάσεις να ξεγελάσεις!). «Για δείτε κώλον πού ’ρτεν να κλέψει τ’ αρκίδια!»].































