
Η πράξη της ανθρωποκτονίας αποτελεί τη σοβαρότερη παραβίαση του κοινωνικού συμβολαίου καθώς και μια από τις πιο έντονες εκδηλώσεις της ανθρώπινης επιθετικότητας. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτής της πράξης δε μπορεί να περιορίζεται μόνο στο νομικό της πλαίσιο ή στην ηθική της καταδίκη. Πίσω από την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής, κρύβεται ένα σύνθετο και συχνά βασισμένο ψυχικό υπόβαθρο το οποίο απαιτεί εις βάθος κατανόηση. Ο δράστης, ο οποίος οδηγείται σε αυτό το σημείο, είναι το αποτέλεσμα μιας διαδρομής που περιλαμβάνει βιώματα, τραύματα, ελλείψεις, εσωτερικές συγκρούσεις και συχνά ένα αίσθημα αποξένωσης από τον εαυτό του και τον κοινωνικό περίγυρο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ανθρωποκτονία δεν είναι μια πράξη που γίνεται εν ψυχρώ, αποκομμένη από το συναισθηματικό και ψυχικό φορτίο του δράστη. Είναι το αποκορύφωμα μιας εσωτερικής έντασης, μιας σύγκρουσης που δεν βρίσκει άλλη διέξοδο. Ο φόνος, συχνά δεν στρέφεται απλώς προς το θύμα, αλλά έχει χαρακτήρα συμβολικό. Συγκεκριμένα εκφράζει θυμό, ταπείνωση, ανάγκη για έλεγχο ή ακόμα και απόγνωση. Είναι γεγονός ότι πολλοί δράστες έχουν βιώσει μακροχρόνια συναισθηματική απόρριψη, αίσθημα ανεπάρκειας ή και ψυχικά τραύματα που δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ. Όταν αυτά τα στοιχεία συσσωρεύονται, διαμορφώνεται ένα έδαφος εύφλεκτο, έτοιμο να εκραγεί υπό την κατάλληλη αφορμή.
Η σχέση του δράστη με το θύμα παίζει καθοριστικό ρόλο. Σε μεγάλο ποσοστό των ανθρωποκτονιών, δράστης και θύμα έχουν οικεία σχέση μεταξύ τους, καθώς συνδέονται είτε με συγγενικούς είτε με συναισθηματικούς δεσμούς. Επομένως, το έγκλημα δεν είναι τυχαίο ούτε ψυχρό. Αντιθέτως, έχει ένταση, εσωτερική φόρτιση και συχνά αποτελεί απάντηση σε μια προσωπική ματαίωση ή ένα αίσθημα εγκατάλειψης. Ο δράστης, σε τέτοιες περιπτώσεις, βιώνει τον άλλον ως απειλή για την εσωτερική του ισορροπία. Ο φόνος έρχεται ως δραματική απόπειρα επαναφοράς του ελέγχου, ή και ως κραυγή για αποκατάσταση μιας ρημαγμένης ταυτότητας. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η ανθρωποκτονία διαπράττεται εν βρασμώ ψυχής, δηλαδή σε συνθήκες έντονου συναισθηματικού αναβρασμού. Η λογική υποχωρεί, η εσωτερική πίεση υπερβαίνει την ικανότητα ελέγχου των παρορμήσεων και το άτομο οδηγείται σε πράξη μη αναστρέψιμη. Σε άλλες περιπτώσεις, η ανθρωποκτονία είναι προσχεδιασμένη, στοιχείο που δεν αποκλείει τη βαθιά ψυχική διαταραχή του δράστη, αλλά την εκδηλώνει με πιο δομημένο και ψυχρό τρόπο. Ακόμη και τότε, όμως η απόφαση να αφαιρεθεί μια ζωή εμπεριέχει ένα φορτίο που ξεπερνά την απλή λογιστική του εγκλήματος. Ο θάνατος του άλλου ανθρώπου μπορεί να βιώνεται ως επιβεβαίωση εξουσίας, ως πράξη λύτρωσης, εκδίκησης ή ψευδούς κάθαρσης.
Η παιδική ηλικία του δράστη, τα βιώματα εντός της οικογένειας, ο τρόπος με τον οποίο έμαθε να εκφράζει ή να καταστέλλει τα συναισθήματά του, οι σχέσεις εξουσίας που βίωσε, όλα συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας ψυχικής δομής ικανής να οδηγήσει σε εγκληματική συμπεριφορά. Δεν είναι άλλωστε λίγοι οι δράστες που είχαν υποστεί κακοποίηση, εγκατάλειψη ή είχαν ανατραφεί σε περιβάλλοντα όπου η βία ήταν καθημερινότητα. Όταν το βίωμα του πόνου δε βρίσκει αναγνώριση ή θεραπεία, μετατρέπεται σε θυμό. Και ο θυμός, αν δεν εκφραστεί με υγιή τρόπο, μπορεί να γίνει καταστροφικός είτε προς τους άλλους είτε προς τον ίδιο τον εαυτό.
Σημαντικό στοιχείο, βεβαίως, είναι και η σχέση του δράστη με την εικόνα του εαυτού του. Πολλοί άνθρωποι που καταλήγουν σε ανθρωποκτονία δεν αντέχουν την αίσθηση ότι χάνουν τον έλεγχο, ότι είναι ευάλωτοι ή ότι δεν αναγνωρίζονται. Όταν νιώθουν ότι αγνοούνται, ότι υποτιμώνται ή ότι εγκαταλείπονται, ενεργοποιούνται μέσα τους μηχανισμοί άμυνας που μπορεί να λάβουν ακραία μορφή. Η πράξη της δολοφονίας έρχεται τότε ως προσπάθεια αποκατάστασης μιας πληγωμένης εικόνας Το εγώ, ανίκανο να διαχειριστεί την απόρριψη ή την απώλεια, αναζητά τρόπους να επαναβεβαιωθεί, έστω και μέσα από τον αφανισμό του Άλλου.
Μετά την πράξη, συχνά παρατηρείται είτε πλήρης κατάρρευση είτε αποστασιοποίηση. Ο δράστης μπορεί να δηλώνει ότι δεν θυμάται, ότι δεν ήταν ο εαυτός του, ότι δεν ήξερε τι έκανε. Άλλοτε πάλι, επιδεικνύει ψυχρότητα ή αδιαφορία. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για ψυχικές αντιδράσεις απέναντι σε μια πράξη που υπερβαίνει τα όρια της λογικής και του ηθικού πλαισίου. Ο νους δεν αντέχει το βάρος, κι έτσι επιστρατεύει μηχανισμούς άμυνας, άρνησης, διάσχισης ή και πλήρους αποσύνδεσης από την πραγματικότητα. Η κοινωνική αντίδραση εστιάζει συνήθως στην τιμωρία. Ο δράστης μετατρέπεται σε ένα «τέρας», η πράξη του σε αποκοπή από την ανθρώπινη υπόσταση. Η ανάγκη για δικαιοσύνη είναι κατανοητή, όμως δεν πρέπει να επισκιάζει τη βαθύτερη κατανόηση. Η προσέγγιση της ανθρωποκτονίας με όρους ψυχολογικούς και εγκληματολογικούς δεν αποσκοπεί στη δικαιολόγηση της πράξης, αλλά στην αποτροπή της επανάληψής της. Μόνο μέσα από την κατανόηση των μηχανισμών που οδηγούν κάποιον να σκοτώσει μπορούμε να ελπίζουμε σε πραγματική πρόληψη.
Η ανθρώπινη ψυχή είναι σύνθετη, και η βία δεν γεννιέται μέσα στο κενό. Όσο η κοινωνία επιμένει να αντιμετωπίζει τους δράστες αποκλειστικά ως εκτροπές του κανόνα, τότε χάνει την ευκαιρία να κατανοήσει τι πάει στραβά στο κοινωνικό και στο βαθύτερο ψυχικό του πεδίο. Ο δράστης που διαπράττει την ανθρωποκτονία, όσο φρικτή και αν είναι η πράξη του, είναι συχνά το σύμπτωμα ενός μεγαλύτερου αδιεξόδου: προσωπικού, οικογενειακού, κοινωνικού. Η κατανόηση του ψυχισμού του δεν είναι πράξη επιείκειας, αλλά ευθύνη της επιστήμης και της πολιτείας για μια πιο ώριμη, αποτελεσματική και ουσιαστική αντιμετώπιση του εγκλήματος.
Σ.Σ. Η Χρύσα Καλτσώνη, είναι Κοινωνική Εγκληματολόγος - Εγκληματολογική Ψυχολόγος με Εξειδίκευση στη διαχείριση κρίσεων των ενόπλων δυνάμεων και Καθηγήτρια στην Αστυνομική Ακαδημία της Ελλάδος.


































