Ερμηνείες και επεξηγήσεις σε Αποστολικές περικοπές

Δευ, 19/06/2017 - 17:57

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ (ΡΩΜ. Β’, 10-16)

Του Γεωργίου Φωτ. Παπαδόπουλου- Κήρυκα θείου λόγου

 

                Στο Β’ Κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής του, ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, κάνει μνεία στον Νόμο του Θεού και τον νόμο της ανθρώπινης συνείδησης.

                Ειδικότερα, στους στίχους 10-16, οι οποίοι αναγιγνώσκονται ως Αποστολικό ανάγνωσμα στη Θεία Λειτουργία της πρώτης Κυριακής μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων, δίδονται ουράνια, θεϊκά, θεσπέσια μηνύματα στους πιστούς χριστιανούς, αλλά και κάθε μελετητή της Αγίας Γραφής.

                Μηνύματα, από τα οποία συνεπάγεται ότι, αφενός ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις και αφετέρου οι χριστιανοί οφείλουν να πράττουν-εφαρμόζουν τον λόγο-Νόμο του Θεού, όχι απλά να τον ακούν.

                Στους στίχους, λοιπόν, αυτούς ο ιερός Απόστολος αποδίδει τιμή και δόξα στον καθένα, που κάνει το καλό, ανεξαρτήτως εθνικότητας ή φυλής, διότι ο Θεός δεν μεροληπτεί: “Αδελφοί, δόξα και τιμή και ειρήνη παντί των εργαζομένω το αγαθόν, Ιουδαίω τε και Έλληνι’ ου γαρ εστί προσωποληψία παρά τω Θεώ” (Ρωμ. Β’, 10).

                Έπειτα, δίδει με ευκρίνεια, αλλά και κάθε λεπτομέρεια, το μήνυμα της κρίσης των ανθρώπων που αστοχούν, που διαπράττουν την αμαρτία και τις συνέπειες που απορρέουν από αυτή και θα φανούν όλα τούτα κατά την τελική κρίση του Θεού. Λέει: “Όσοι γαρ ανόμως ήμαρτον, ανόμως και απολούνται. Και όσοι εν νόμω ήμαρτον, δια νόμου κριθήσονται” (στ. 11-12). Δηλαδή, όσοι αμάρτησαν χωρίς τον νόμο (του Θεού, δηλαδή τον λόγο του ιερού Ευαγγελίου και της Αγίας Γραφής γενικότερα), χωρίς τον νόμο και θα χαθούν, και όσοι αμάρτησαν ενώ ήσαν υπό τον νόμο (δηλαδή ενώ ήσαν χριστιανοί και ενώ γνώριζαν τις αλήθειες της πίστεώς μας και όφειλαν να τις τηρούν) θα κριθούν με τον νόμο (εδώ Νόμος είναι η Παλαιά Διαθήκη, την οποία ο Χριστός δεν κατήργησε αλλά συμπλήρωσε-τελειοποίησε με την Καινή Διαθήκη που οφείλουμε να τηρούμε).

                Συνεπώς, δεν υπάρχει δικαιολογία ή άγνοια για τον πιστό χριστιανό. Ο χριστιανός, εφόσον θέλει να ονομάζεται έτσι –και εφόσον θέλει να ακολουθεί τον Χριστό όντως –, οφείλει να γνωρίζει τι πρεσβεύει η πίστη του αυτή, ποιες οι αλήθειές της, και όχι μόνο να ακούει ή να διαβάζει τον λόγο (Νόμο) του Θεού, αλλά να τον ΤΗΡΕΙ στην καθημερινή του ζωή, εφαρμόζοντας τον έμπρακτα.

                Και συνεχίζει ο Απόστολος Παύλος, με τον μελίρρυτο κηρυκτικό του λόγο, διατρανώνοντας σε όλους εμάς μια ακόμη τεράστια και φοβερή αλήθεια: “Ού γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ’οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται”. Δεν θα δικαιωθούν μπροστά στον Θεό εκείνοι που ακούν τον νόμο, αλλά εκείνοι που εφαρμόζουν τον νόμο θα κηρυχθούν δίκαιοι.

                Τον ίδιο, ακριβώς, λόγο μας είπε και ο Χριστός: “Ός αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών” (Ματθ. Ε’, 19). Όποιος ΕΦΑΡΜΟΖΕΙ τον λόγο του Θεού, το ιερό Ευαγγέλιο, τον λόγο της Αγίας Γραφής, της ιερής Παράδοσης της Εκκλησίας μας και πασχίζει τούτα να τα ΜΕΤΑΔΩΣΕΙ και στους συνανθρώπους του, ώστε να τα τηρούν κι εκείνοι, αυτός θα δικαιωθεί στη Βασιλεία του Θεού. “Ού πας ο λέγων μοι’ Κύριε Κύριε, εισελεύσεται εις της βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς” (Ματθ. Ζ’, 21). Είναι, έτσι, ολοφάνερο ότι ο Θεός μάς σώζει, δια της χάριτός Του, όταν: α) πιστεύουμε στον Θεό ειλικρινά και εγκάρδια και β) εφαρμόζουμε το θέλημά Του, έμπρακτα, στην καθημερινή ζωή μας. Δηλαδή, ΠΙΣΤΗ και ΕΡΓΑ μαζί.

                Ακολούθως, ο Απόστολος μιλά για τον νόμο της ανθρώπινης συνείδησης. Για το μεγαλείο της ισχύος της και για το πώς θα κριθούν ή/και θα δικαιωθούν όσοι δεν γνώρισαν την αληθινή πίστη (Ορθοδοξία) αλλά ενήργησαν στη ζωή τους κινούμενοι από την καλοπροαίρετη συνείδησή τους. Η συνείδηση, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι, είναι μια φλόγα του Θεού μέσα μας, ένα ιερό άναμα στην ψυχή μας. Ο Θεός, που έπλασε το σώμα και την ψυχή μας, ενεφύσησε πνοή ζώσα στον άνθρωπο, εξωράισε και δημιούργησε στην ανθρώπινη υπόσταση τη συνείδηση, ώστε να ελέγχεται όταν παρεκτρέπεται η ανθρώπινη φύση από το “κατά φύσιν” (δηλαδή την ελεύθερη ζωή, κοντά στον Θεό, απαλλαγμένος από την αμαρτία) στο “παρά φυσίν” (δηλαδή την αμαρτωλή ζωή, την έκλυτη ζωή, που εκούσια επιλέγει ο άνθρωπος, απομακρυνόμενος από τον Θεό). Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας πολλές φορές κάνουν λόγο για το “μαρτύριο της συνειδήσεως”, δηλαδή τον έλεγχο της συνείδησης, που ελέγχει την αμαρτία, τις άτοπες σκέψεις και πράξεις και επιβάλλει κανόνα πειθαρχίας και μεταστροφής προς τον σωστό τρόπο βιοτής, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.

                Εδώ, ο Απόστολος Παύλος, αναφέρεται στα “κρυπτά” των ανθρώπων. “Όταν γαρ έθνη τα μη νόμον έχοντα, φύσει τα του νόμου ποιή, ούτοι νόμον μη έχοντες εαυτοίς εισί νόμος, οίτινες ενδείκνυνται το έργον τον νόμον γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως και μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και απολογουμένων – εν ημέρα ότε κρινεί ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων κατά το ευαγγέλιόν μου δια Ιησού Χριστού” (στ. 13-16). Δηλαδή, όταν εθνικοί (άπιστοι, μη γνωρίζοντες την αληθινή πίστη), που δεν έχουν τον νόμο, εφαρμόζουν τις διατάξεις του νόμου εκ φύσεως, τότε, αν και δεν έχουν νόμο, έχουν τον εαυτό τους για νόμο, διότι αποδεικνύουν ότι το έργο που ζητεί ο νόμος είναι γραμμένο στις καρδιές τους, συγχρόνως δε μαρτυρεί και η συνείδησή τους, και οι σκέψεις τους μεταξύ τους κατηγορούν ή και απολογούνται, όπως θα φανεί την ημέρα (Δευτέρα Παρουσία), όταν, σύμφωνα με το ευαγγέλιό μου, ο Θεός θα κρίνει τα κρυφά των ανθρώπων δια του Ιησού Χριστού {ερχομένου, πλέον, ως Δίκαιος Κριτής, διότι δίδαξε πού και πώς πρέπει να πιστεύουμε, πώς να συμπεριφερόμαστε και δεν υπάρχει δικαιολογία για άγνοια της αλήθειας για εμάς, που γνωρίζουμε την αληθινή πίστη και θα κριθούμε σύμφωνα με αυτήν (νόμος)}.

                Το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα λεπτό διότι ενέχει ο κίνδυνος κάποιος να παρερμηνεύσει τον λόγο του ιερού Αποστόλου και να μιλήσει για “δικαίωση του ανθρώπου, σύμφωνα με τη δική του, προσωπική, κρίση”. Τούτο είναι μέγιστο σφάλμα. Διότι η συνείδηση μπορεί να είναι καλοπροαίρετη, όμως μπορεί να είναι και γεμάτη από πάθη, φθόνο και μίσος. Μια τέτοια συνείδηση, διδαγμένη στη βία, την απανθρωπιά, την αμαρτία και την αποστασία κατά του Θεού-την απιστία, δεν μπορεί να είναι καλοπροαίρετη και δεν μπορεί να είναι ευάρεστη στον Θεό. Προσοχή, λοιπόν. Ο ίδιος Απόστολος αναφέρει σε άλλο σημείο της γραφής του “εάν δε και αθλή τις ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση” (Β’Τιμοθ. Β’, 5). Απαιτείται καλή, αγαθή, προαίρεση και πίστη σύμφωνα με τον Νόμο του Θεού.

                Συμπερασματικά, οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι, ο Θεός είναι παντογνώστης, είναι ο “ετάζων καρδίας και νεφρούς”, ελέγχει, προγνωρίζει αλλά δεν προκαθορίζει (σεβόμενος την ελευθερία και την εκούσια βούληση-επιλογή του ανθρώπου, έχοντας όμως διδάξει ποιες είναι οι συνέπειες των όποιων επιλογών κάνει ο άνθρωπος) και θα κρίνει τις σκέψεις, επιθυμίες και πράξεις των ανθρώπων, όταν έλθει να κρίνει “ζώντας και νεκρούς” ως Δίκαιος Κριτής κατά τον νόμο Του (τον οποίο Νόμο, εμείς πλέον γνωρίζουμε). Μέχρι τότε, όσοι αποθνήσκουν κατά σάρκα (πεθαίνουν), οι ψυχές τους θα προγεύονται της μελλούσης κρίσεως και καταστάσεως, ευρισκόμενοι σε μια “ρευστή” (κατά τους Πατέρες) κατάσταση, μέχρι την Δευτέρα του Κυρίου Παρουσία, δηλαδή την τελική Κρίση.

                Οι άνθρωποι, λοιπόν, που δεν γνώρισαν την αλήθεια του Ευαγγελίου, προφανώς διότι εκεί που ζουν δεν την διδάχτηκαν {σε αυτούς αναφέρεται ο Απόστολος και όχι σε εκείνους που την πληροφορήθηκαν αλλά δεν την δέχθηκαν ή την απέρριψαν ή την διαστρέβλωσαν – διότι είπε ξεκάθαρα ο Χριστός “ο μεν πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται” (Μαρκ. ΙΣΤ’, 16)}, αλλά στη ζωή τους ενήργησαν, σκέφτηκαν και έπραξαν σύμφωνα με την θεία, έμφυτη –πανανθρώπινα– συνείδησή τους (και αυτή ταυτίζεται με τον νόμο του Θεού, εφόσον είναι καλοπροαίρετη, διότι η καλοσύνη είναι κατ’εξοχήν ιδιότητα του Θεού) θα δικαιωθούν, αφού έπραξαν το θέλημα του Θεού, τον νόμο του Θεού.

                Με δυο λόγια –και κατά θεολογική εννοιολογική ερμηνεία και παράφραση– ο ιερός Απόστολος μάς διαμηνύει ότι, όσο αγωνίζεται κάποιος, βλέπει ότι η χάρη του Χριστού παρακολουθεί όχι τόσο το πλήθος ή το είδος των παθών, που μας ταλαιπωρούν και φθείρουν, όσο τη δική μας αντιμετώπισή τους, κατά πόσο είμαστε ενάντιοι ή δεκτικοί τους και σύμφωνα με αυτή μας την πρόθεση και διάθεση “ποιεί συν τω πειρασμώ και την έκβασιν”(Α’Κορινθ. Ι’, 13), μας λυτρώνει, φωτίζει, θεώνει. Αρκεί να πιστεύουμε και να μετανοούμε.

                Ας έχουμε, λοιπόν, υπόψη μας ότι, όπως εμείς αντιμετωπίζουμε πειρασμούς, επιθυμίες και πάθη και με τη χάρη του Χριστού ανταπεξερχόμαστε όλων αυτών (ή ακόμη και εάν ηττηθούμε πρόσκαιρα ζητούμε το έλεος και την ευσπλαχνία Του), έτσι υπάρχουν καλοπροαίρετοι άνθρωποι (μη χριστιανοί) που αντιμετωπίζουν ένα “μαρτύριο” - ένα δικαστήριο - λογισμών και σκέψεων, με κατηγορίες και απολογίες το οποίο περνούν με υπακοή στην καλοπροαίρετη συνείδησή τους.

                Εμείς, όμως, που γνωρίσαμε την αληθινή πίστη, την αλήθεια της Ορθοδοξίας, ας εφαρμόζουμε τον λόγο (Νόμο) του Θεού και ας τον γνωστοποιούμε πάντοτε σε όποιον δεν τον γνωρίζει μέχρι σήμερα, κάνοντας ουσιαστικά Ιεραποστολή στην πόλη ή το χωριό μας, ώστε όλοι μαζί να αγωνιστούμε τον “καλό καγαθό αγώνα” της πίστεως και να γίνουμε γνήσια παιδιά του Θεού, πολίτες της άνω Ιερουσαλήμ, της βασιλείας των ουρανών.- 

 

Άλλες απόψεις: Του Γιώργου Παπαδόπουλου